Του Δαβίδ Φουσιέκ,
Η αναγνώριση των Υψιπέδων του Γκολάν ως περιοχή που ανήκει στο Ισραήλ από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών αιφνιδίασε την παγκόσμια κοινότητα. Η κίνηση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις παγκοσμίως, καθώς το στοιχείο έκπληξης υπόκειται, όχι στην ουσία της, αλλά στο χρονικό της. Το Συμβούλιο Ασφαλείας προχώρησε αμέσως στο να καταδικάσει αυτή την απόφαση, διότι δεν σέβεται το διεθνές δίκαιο. H νομιμοποίηση της στρατιωτικής κατοχής δεν συνάδει με τα ιδανικά και την νομοθεσία του ΟΗΕ. Παρόλα αυτά, η βαρύτητα της απόφασής αυτής δεν μειώθηκε. Επομένως, ενώ τα κράτη βρίσκονται αντιμέτωπα με την αυταρχική πολιτική της Αμερικής στην Μέση Ανατολή, ο φόβος ότι ο Τράμπ θα προχωρήσει σε άλλες παρόμοιες ενέργειες με τρομερές συνέπειες αυξάνεται.
Ο Ντόναλντ Τραμπ από την αρχή της θητείας του δεν έχει κρύψει την υποστήριξή του προς τον ισραηλινό εταίρο του, Νετανίαχου. Τον Δεκέμβριο του 2017, είχε αναγνωρίσει ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, στη συνεχεία μετέφερε την αμερικανική πρεσβεία στη διαφιλονικούμενη πόλη, μετά κατήργησε την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, όπως ζητούσε ο Νετανιάχου, και πιο πρόσφατα διέκοψε την αμερικανική χρηματοδότηση προς την UNRWA, την υπηρεσία του ΟΗΕ που φροντίζει τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Επομένως, η αναγνώριση των Υψιπέδων δε μπορεί να θεωρηθεί ως ένα “σεκταριστικό” γεγονός, ιδιαιτέρα αν αναλογιστεί κανείς ότι η κίνηση αυτή συζητείται εδώ και αρκετό καιρό.
Η απόφαση δεν θα αλλάξει την κατάσταση στα Υψίπεδα του Γκολάν. Η περιοχή βρέθηκε στην κατοχή του Ισραήλ ύστερα από τον πόλεμο με την Σύρια το 1967 και αναγορεύτηκε ως κομμάτι του κράτους το 1984. Επομένως, το Ισραήλ έχει στρατιωτική παρουσία στα υψίπεδα για πάνω από πενήντα χρόνια με τρομακτικά αποτελέσματα για το ντόπιο πληθυσμό. Τα εύφορα εδάφη οδήγησαν το ισραηλινό κράτος στην υιοθέτηση σκληρής πολιτικής με εκδιώξεις Σύριων από το Γκολάν. Οι μόνοι που παρέμειναν είναι οι Δρούζοι, οι οποίοι όμως δεν αναγνωρίζονται ως Ισραηλινοί έποικοι.
H κίνηση του Αμερικάνου Πρόεδρου υποδεικνύει ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν την δικαία επίλυση του Παλαιστινιακού ζητήματος, αλλά μια επίλυση που θα ταυτίζεται με τα ισραηλινά συμφέροντα. Εφόσον επικρατήσει το Ισραήλ και επιβάλλει πλήρως του όρους του, τότε δεν θα υπάρχει και το πρόβλημα. Αυτή η στάση φαντάζει μακάβρια και μακιαβελική, αλλά οι διεθνείς σχέσεις ανέκαθεν λειτουργούσαν κατ’αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, η απόφαση του Τραμπ δεν ήταν τυχαία, αλλά μέρος ενός προσεκτικού σχεδίου για την περιοχή της Μέσης Ανατολής ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ισραήλ.
Για την Αμερικάνικη πλευρά, η αναγνώριση του Υψιπέδου του Γκολάν ως ισραηλινή περιοχή είναι μια ορθολογική απόφαση που συνάδει με τους στρατηγικούς της στόχους στην περιοχή. Ο Τραμπ επιθυμεί να κατευνάσει το Ιράν, το οποίο μετά την επανάσταση του 79΄ακολουθεί “αντι-αμερικανική” πολιτική. Την τελευταία δεκαετία, ενέργειες όπως η ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος και η χρηματοδότηση αντικυβερνητικών οργανώσεων σε πολλές χώρες, έχουν προκαλέσει ανησυχία στην Ουάσιγκτον. Επιπλέον, η πεποίθηση της διοίκησης του Τραμπ ότι το Ιράν χρησιμοποιεί την Συρία ως βάση ωφέλησε την λήψη αυτής της απόφασης, καθώς τα υψίπεδα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν γραμμή άμυνας. Μην ξεχνάμε επίσης ότι το ισραηλινό λόμπι είναι ένα από τα ισχυρότερα στην Αμερική. Συνεπώς, η απόφαση του προέδρου δεν είναι προϊόν “τρέλας”, αλλά μια κίνηση που ενώ αντιμετωπίζει την αυξανόμενη επιρροή του Ιράν, ουσιαστικά δεν αλλάζει κάτι.
Στο Ισραήλ, από την άλλη, πλησιάζουν οι εκλογές, πιο συγκεκριμένα στις 9 Απριλίου. Μετά από την δεκάχρονη θητεία του, ο Νετανιάχου βρίσκεται αντιμέτωπος με την πιθανότητα μη επανεκλογής του. Η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να ανοίξει έρευνες εις βάρους για παθητική δωροδοκία και διαφθορά έχουν “αμαυρώσει” την εικόνα του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του κεντρώου συνασπισμού με επικεφαλής τον πρώην στρατηγό Μπένι Γκαντς και την δημιουργία ανησυχίας στο κόμμα του προέδρου. Για την αντιμετώπιση της κρίσης, ο Νετανιάχου πρότεινε στο πολιτικό κόσμο της χώρας μια συμφωνία, που περισσότερο μοιάζει με “τελεσίγραφο”: να εκμεταλλευτεί την σχέση του με τον Τραμπ για την προσάρτηση μέρους της Δυτικής Όχθης, και ως αντάλλαγμα, η νομοθετική εξουσία να περάσει νόμο που θα τον προστατεύσει από τις δράσεις της δικαιοσύνης.
Η δήλωση του Νετανιάχου, καθώς και η αμερικανική πολιτική αποτελεί πηγή τόσο ανησυχίας όσο και εκνευρισμού στις Αραβικές χώρες που παρακολουθούν την αυταρχική πολιτική και επίδειξη ισχύος των δύο δυνάμεων.Οι Παλαιστίνιοι φοβούνται ότι το όρμα τους για ανεξαρτησία θα λήξει σύντομα, και οι αραβικοί σύμμαχοι της βλέπουν την επιστροφή του έντονου παρεμβατισμού των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί πολύ επικίνδυνο, καθώς παρόμοιες κινήσεις στο παρελθόν είχαν οδηγήσει σε ριζοσπαστικοποίηση και συρράξεις με καταστροφικές συνέπειες.
Υπάρχει μια αλλαγή στην Μέση Ανατολή. Το Χαλιφάτο έπεσε, ο εμφύλιος στην Συρία άφησε την χώρα κατεστραμμένη, το Ιράν θέλει να γίνει ηγεμονική δύναμη όμως οι ΗΠΑ δεν την αφήνουν, η Σαουδική Αραβία κλονίζεται με σκάνδαλα και η Υεμένη είναι βυθισμένη σε εμφύλιο. Συνεπώς, η αναζωπύρωση της Αραβοϊσραηλινής διαμάχης μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Ωστόσο, από την άλλη, ο Τραμπ επιδιώκει την αποσταθεροποίηση της περιοχής για την επικράτηση του συνασπισμού του Ισραήλ, και ο Νετανιάχου έχει δείξει ότι θα κάνει τα πάντα για να παραμείνει στην εξουσία, με αποτέλεσμα η κατάσταση να είναι αρκετά “φορτισμένη”. Δεν γίνεται να κάνουμε προβλέψεις, αλλά το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε το αποτέλεσμα των εκλογών στις 9 Απριλίου.