Του Μανώλη Ανδριγιαννάκη,
Ένας από τους βασικότερους θεσμούς που, στα πλαίσια της μνημονιακής μας περιπέτειας, μπήκε για τα καλά στη ζωή μας είναι οι Οίκοι Αξιολόγησης. Η δουλειά τους είναι η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας ιδιωτών, επιχειρήσεων, κρατών και των χρεογράφων που αυτοί εκδίδουν, ενώ παρέχουν σχετικές πληροφορίες υπέρ των ενδιαφερομένων, ώστε να λαμβάνουν ορθότερες χρηματοοικονομικές αποφάσεις. Οι εκτιμήσεις γίνονται βάσει τόσο του κινδύνου του καθαυτού χρεογράφου ή φορέα όσο και του γενικότερου χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος και των συνθηκών στις διεθνείς αγορές. Οι σημαντικότεροι Οίκοι είναι οι «τρεις μεγάλοι»: Standard and Poor’s, Moody’s και Fitch που κατέχουν το 95% της παγκόσμιας αγοράς στον τομέα τους. Είναι ιδιωτικοί οργανισμοί που έχουν βαρύνουσα θέση στις κεφαλαιαγορές και από τις εκτιμήσεις τους διαμορφώνεται πλήθος επιτοκίων στην αγορά. Οι αξιολογήσεις τους σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση των κρατών και τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων τους ειδικότερα, καθορίζει τα επίπεδα δανεισμού τους, ενώ επηρεάζει άμεσα τις συνθήκες στην εγχώρια αγορά και τις ασκούμενες οικονομικές πολιτικές.
Η ύπαρξή τους, συγχρόνως, συμβάλλει στην καλύτερη πληροφόρηση όλων των συναλλασσόμενων στις αγορές και εν γένει στην αποτελεσματικότερη λειτουργία τους. Οποιοσδήποτε το έχει ανάγκη μπορεί ανά πάσα στιγμή πριν επενδύσει να γνωρίζει την αξιολόγηση ενός ομολόγου, ή ενός οποιουδήποτε πιστωτικού τίτλου και αν για παράδειγμα υπάρχει μεγαλύτερος ή μικρότερος κίνδυνος αθέτησης πληρωμών (πιστωτικός κίνδυνος). Η αξιολόγηση αυτή γίνεται βάσει του συστήματος διαβάθμισης που έχει αναπτύξει κάθε Οίκος. Ο πιο διαδεδομένος είναι των Fitch και S&P’s (με τις βαθμίδες AAA, AA, A, BBB, BB, B, CCC, CC, C, SD ή RD, D), ενώ η Moody’s έχει το δικό της σύστημα βαθμολόγησης. Στο παραπάνω μοντέλο, επενδυτικής κλίμακας (investment grade) χρεόγραφα με μεγάλη αξιοπιστία, ουσιαστικά χωρίς πιστωτικό κίνδυνο, θεωρούνται όσα έχουν βαθμολογία BBB και άνω. Αυτή η διάκριση είναι πολύτιμη σε πλήθος χρηματοοικονομικών διαδικασιών και ειδικά στην παροχή εγγυήσεων (collaterals).
Η Ελλάδα, λόγου χάρη, προκειμένου να μπορέσουμε να κατανοήσουμε σχετικά, είχε κατά την προ κρίσης περίοδο και ειδικά γύρω στο 2004 ομόλογα τέτοιας αξιολόγησης. Η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μάλιστα έφτασε στο ζενίθ της στο Α-, ενώ στα χρόνια της κρίσης, στο ναδίρ, στα επίπεδα του CCC και SD (selective default-επιλεκτική χρεοκοπία). Μέσα σε 15 χρόνια περάσαμε, δηλαδή, από όλα τα στάδια. Στην παρούσα φάση βαθμολογούμαστε με BB-, ανεβασμένο από το τριπλό C που ήμασταν διαρκώς την περίοδο 2015-2017. Μια τέτοια βαθμολογία σημαίνει ότι τα ελληνικά ομόλογα χαρακτηρίζονται από αξιοπιστία μεν, ενέχοντας όμως στοιχεία κερδοσκοπίας και ρίσκου. Αυτά τα λίγα πρακτικά για σκέψη και προβληματισμό, συναρτήσει και όσων έχουν συμβεί στη χώρα τα τελευταία χρόνια…
Τον όλο ρόλο των Οίκων Αξιολόγησης, λοιπόν, τον ζήσαμε έντονα στην Ελλάδα από το 2010, όταν τότε με διαδοχικές υποβαθμίσεις στην αξιολόγηση της χώρας, έδωσαν το μήνυμα ότι η Ελλάδα παρουσιάζει χρηματοοικονομικές δυσχέρειες και η αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της ήταν ιδιαίτερα αυξημένη. Με αυτό τον τρόπο, καλλιεργήθηκε ένα δυσμενές κλίμα στις αγορές που συνοδευόμενο με τα απογοητευτικά οικονομικά στοιχεία, δημοσιονομικά και μη, της χώρας είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των επιτοκίων και την τελική κατάρρευση… Η ισχύς τους, λοιπόν, συνίσταται στην μετάδοση μηνυμάτων στην αγορά και στον επηρεασμό των κατευθύνσεών της.
Για να είμαστε όμως, κατά το δυνατόν, αντικειμενικοί είναι ανάγκη να τονιστεί, αντίστοιχα, η αρνητική πλευρά και τα προβλήματα που παρουσιάζουν οι Οίκοι αξιολόγησης. Το βασικότερο, ίσως, θέμα είναι ότι η ενημέρωση των εκτιμήσεών τους δεν γίνεται σε πραγματικό χρόνο, αλλά σε μια συγκεκριμένη στιγμή που μια αλλαγή θα δημοσιευθεί. Το ζήτημα εδώ έγκειται στο γεγονός ότι τα πράγματα στην οικονομία είναι αρκετά πιο ευμετάβλητα και καθημερινά μπορεί να συμβαίνουν γεγονότα που επηρεάζουν την ικανότητα εκπλήρωσης των δανειακών υποχρεώσεων ενός κράτους, για παράδειγμα, χωρίς αυτό να μεταφράζεται άμεσα σε υποβάθμιση ή αναβάθμιση από τους Οίκους Αξιολόγησης. Ως συνέπεια, μπορούμε να δούμε σωρευτικά μια μεγάλη υποβάθμιση ή και αναβάθμιση, σε μια στιγμή, που προκαλεί αναταραχή ή και πανικό στις αγορές. Ενδέχεται δε να οδηγήσει σε ένα φαινόμενο ντόμινο. Στις αγορές, άλλωστε, η ψυχολογία είναι εκ των ων ουκ άνευ και οι μεγάλες και ξαφνικές αλλαγές προκαλούν αναταραχή. Βλέπουμε, δηλαδή, πως πολλές φορές ο τρόπος που λειτουργούν οι συγκεκριμένες εταιρείες μπορεί να πλήξει την αγορά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν όσα συνέβησαν στο κραχ του 2008, όταν είχαμε μεγάλες και απότομες υποβαθμίσεις στην αξιολόγηση ομολόγων και χρηματοοικονομικών παραγώγων με τα οποία σχετίζονταν και οι τράπεζες, με αποτέλεσμα τον αρνητικό επηρεασμό της χρηματοπιστωτικής τους σταθερότητας, εντείνοντας το πρόβλημα. Η κριτική που ασκήθηκε στους Οίκους Αξιολόγησης ήταν ότι δεν κατάφεραν να προειδοποιήσουν εγκαίρως και επαρκώς τους επενδυτές για τους υψηλούς κινδύνους που είχαν αναλάβει με την ανάληψη των σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων, τα οποία βρέθηκαν στο επίκεντρο της κρίσης.
Τα προαναφερθέντα προβλήματα έχουν σταδιακά οδηγήσει σε σκέψεις για αυστηρότερους ελέγχους και επιτήρηση των Οίκων Αξιολόγησης, ενώ είχε προταθεί και η δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ευρωπαϊκού θεσμού. Ένα τέτοιο πλάνο, βέβαια, είναι πολύ μακριά από την πραγματοποίησή του αυτή τη στιγμή, σε κάθε περίπτωση. Φαίνεται αποδοτικότερο, πάντως, προς ώρας να μείνουμε στο υπάρχον status quo ως προς τις εταιρίες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οι οποίες παρά τα ανοικτά ζητήματα που υπάρχουν έχουν συντελέσει στην ομαλή λειτουργία των διεθνών αγορών για δεκαετίες.