Του Μανώλη Φυρογένη,
Η πρώτη συνάντηση Τσίπρα-Ζάεφ στη γείτονά μας χώρα, μετά την υπογραφή της πολύκροτης συμφωνίας των Πρεσπών, έλαβε μέρος δυο ημέρες πριν και διαφημίστηκε όσο λίγες τόσο από τα social media των δύο ισχυρών αντρών των δύο χωρών όσο και από τον διεθνή Τύπο του εξωτερικού. Το «ιστορικό» ταξίδι Τσίπρα-υπουργών και επιχειρηματιών στη γειτονική χώρα αποτελεί επακόλουθο της συμφωνίας, αλλά και μια πράξη ένδειξης σύμπλευσης και ειρήνης.
Η υπογραφή της συμφωνίας χωρίς την εφαρμογή της αποτελεί μια πράξη ατελέσφορη και για το λόγο αυτό, οι μελλοντικές κινήσεις και των δύο πλευρών αναμένονται με μεγάλη αγωνία. Η μεγάλη προβολή λοιπόν, της συνάντησης, καθώς και το περιεχόμενο των συζητήσεων αποτελούν μια έμπρακτη απόδειξη της αμφοτέρω επιθυμίας για περαιτέρω άμεση συνεργασία των δύο χωρών, καθώς και το επιθυμητό τέλμα μιας περιόδου αντιπαράθεσης.
Στο επίκεντρο των συζητήσεων και των συμφωνιών που υπογράφηκαν στις 2 Απριλίου από τον Αλέξη Τσίπρα και τον ομόλογό του, βρέθηκε η πολυεπίπεδη αναβάθμιση της οικονομικής συνεργασίας των δύο πλευρών, μέσω σιδηροδρομικής και οδικής διασύνδεσης, καθώς και της εγκαθίδρυσης μιας μόνιμης Επιτροπής, επιφορτισμένης με την επίλυση ενδεχόμενων ζητημάτων που έχουν άμεση σύνδεση με τον εμπορικό κλάδο. Αμφότερες οι πλευρές, έδωσαν τις δικές τους διαπιστεύσεις για την εξομάλυνση τυχόν προβλημάτων.
Η κίνηση αυτή του Έλληνα πρωθυπουργού και η συνοδεία ενός κλιμακίου 140 ισχυρών επιχειρηματιών στα πλαίσια του επιχειρηματικού συνεδρίου στην πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, αποσκοπεί στην περαιτέρω τόνωση των διμερών οικονομικών σχέσεων στα επίπεδα της εποχής των πρώτων χρόνων από την υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας το 1995, όταν οι ελληνικές επενδύσεις στην τότε ΠΓΔΜ, κατατάσσονταν στη δεύτερη θέση, με υψηλά χρηματικά ποσά.
Επιπροσθέτως, τα ζητήματα αμυντικής συνεργασίας με την ανάληψη υποχρέωσης από πλευράς ΝΑΤΟ του εναέριου χώρου στην παρακείμενή μας χώρα, δε μπορούσαν να λείπουν φυσικά από τη λίστα των δύο αντρών. Ακόμα και θεωρητικά τουλάχιστον, φαίνεται ότι κλείνει σιγά – σιγά το μείζονος σημασίας ζήτημα των σχολικών εγχειριδίων. Η εισαγωγή του όρου «Αρχαία Μακεδονία» στο μάθημα της γειτονικής χώρας, αλλά και του ελληνικού κράτους για την αρχαία Ελλάδα, καθώς και η κατάργηση οποιασδήποτε μορφής χαρτών με αλυτρωτικές αναφορές, φανερώνουν μια λύση για το συγκεκριμένο ιστορικό ζήτημα.
Παρόλο τις εκτενείς, θετικά προσκείμενες, αναφορές των διεθνών ειδησεογραφικών πρακτορείων περί «ιστορικής επίσκεψης Τσίπρα με καλή θέληση» κατά τον Guardian, «επίσκεψη με τεράστια οικονομικά οφέλη» από το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP) και το αντίστοιχο Γερμανικό (DPA), καθώς και των δηλώσεων των ΗΠΑ, Τζέφρει Πάιτ, περί «ταξιδιού – ελπίδα προς όλη την Ευρώπη για την ενίσχυση των σχέσεων των λαών της», οι κοινωνίες των δύο χωρών δεν έχουν, ακόμη τουλάχιστον, αγκαλιάσει τη συμφωνία και αντίστοιχες ενέργειες όπως αυτή της 2ας Απριλίου. Οι εσωτερικοί τριγμοί, η άποψη περί συναντήσεων και selfies μονάχα για τη διασκέδαση εντυπώσεων χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο και τα υψηλά ποσοστά αποχής στο δημοψήφισμα της γειτονικής χώρας προ λίγων μηνών, δυσχεραίνουν το εγχείρημα Τσίπρα – Ζάεφ.
Δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι τέτοιου τύπου επισκέψεις, διευκολύνουν την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων των δυο χωρών. Όμως απαιτούνται πέρα από τη συνεχή και πραγματική προσπάθεια σύμπλευσης και αρκετά ακόμα βήματα προόδου τόσο σε πολιτικό και εμπορικό όσο και σε ιστορικό επίπεδο, ώστε να πειστούν οι πολίτες και των δυο χωρών ότι οι όποιες προσπάθειες διενεργούνται, γίνονται προς όφελος και των δύο πλευρών και φυσικά να αποδειχτεί στην πράξη κερδοφόρα η συνεργασία.
Φοιτητής επί πτυχίω στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων με κατεύθυνση την Πολιτική Επιστήμη. Ενδιαφέρεται για τα κοινά ενώ ασχολείται ενεργά στον τομέα που έχει επιλέξει να ασχοληθεί επαγγελματικά. Επίσης, έχει εμπειρία από το Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ, καθώς υπήρξε μέρος του προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών (Erasmus) με απόλυτη επιτυχία.