Του Στέφανου Σταγάκη,
Ένα όμορφο Κυριακάτικο πρωινό αποφάσισα να περπατήσω στην Αθήνα και να «μαζέψω» λίγο ανοιξιάτικο ήλιο. Άλλωστε τον τελευταίο καιρό σπάνια είχαμε τη χαρά να έχει ζέστη και ήταν μια ευκαιρία που δεν μπορούσα να αφήσω να πάει χαμένη. Λίγο-πολύ όπως στις ταινίες, απολαμβάνω το απαλό αεράκι της άνοιξης, τη χαρούμενη βουή της πόλης αλλά και τους ανθρώπους γύρω μου, που μάλλον είχαν την ίδια ιδέα με εμένα και σπεύδουν να χαρούν τις πρώτες μέρες της καλοκαιρίας.
Η απόλαυση αυτή διακόπτεται μόλις βλέπω έναν κύριο στο αναπηρικό του αμαξίδιο και το συνοδό του να ψάχνουν χωρίς αποτέλεσμα τρόπο να κατεβούν από το πεζοδρόμιο και να διασχίσουν το δρόμο. Ράμπα υπάρχει, αλλά είναι παρκαρισμένο πάνω της ένα αυτοκίνητο. «Ευτυχώς» υπήρχε ελεύθερη ράμπα, περίπου 50 μέτρα παρακάτω. Με την αφορμή αυτή παρατήρησα, σκέφτηκα και προβληματίστηκα. Γιατί όπου και αν κοίταξα παρακάτω, σε κάθε πεζοδρόμιο υπήρχαν ράμπες, αλλά κάθε μια με το δικό της εμπόδιο: μηχανάκια, αυτοκίνητα και κάδοι απορριμμάτων, είχαν την τιμητική τους.
Φυσικά το θέμα είναι διαχρονικό και όχι μεμονωμένο. Δημόσια έργα, αναβαθμίσεις δρόμων, κατασκευή πεζοδρομίων σε βάθος πολλών χρόνων, έχουν δημιουργήσει μια υποδομή, ωστόσο η καθημερινότητα αποδεικνύει ότι είναι σχεδόν αδύνατο να χρησιμοποιηθεί. Ήδη από μόνες τους οι υποδομές είναι σε σημαντικό βαθμό παλιές και κακοσυντηρημένες. Συχνά θα βρούμε σπασμένες τις πλάκες των πεζοδρομίων, μπλοκαρισμένες τις οδούς διέλευσης πεζών και καροτσιών, και σε αχρησία τις μηχανικές ράμπες ανάβασης για αμαξίδια, οι οποίες βρίσκονται συνήθως στις δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες κλπ. Πολλές φορές λοιπόν οι χώροι εξυπηρέτησης κοινού δεν πληρούν αντίστοιχες προδιαγραφές, ενώ ακόμη και τα μέσα μεταφοράς με δυσκολία καλύπτουν την ανάγκη μετακίνησης εμποδιζόμενων συνανθρώπων μας. Η κατάσταση είναι ακριβώς η ίδια και στα ΜΜΜ: κάποια οχήματα διαθέτουν ράμπες, αλλά τη στιγμή που πρέπει να χρησιμοποιηθούν, παρουσιάζουν μηχανικά και άλλα προβλήματα εξαιτίας της αχρησίας.
Ταυτόχρονα, από μόνη της η ανθρώπινη συμπεριφορά δυσκολεύει την κατάσταση. Από τη στάθμευση αυτοκινήτων και μηχανών μπροστά σε σημεία πρόσβασης ή και πάνω στα πεζοδρόμια, μέχρι την «υπερεξάπλωση» των καταστημάτων, εστιατορίων και καφετεριών στους ελεύθερους χώρους των πεζοδρομίων και των πλατειών. Με μία φράση: ό,τι δεν είναι σπασμένο, είναι κατειλημμένο. Αυτή η μάλλον απαισιόδοξη οπτική της καθημερινής μετακίνησης, μας κάνει συχνά να αγανακτούμε. Πώς να κυκλοφορήσουν τα κινητικά εμποδιζόμενα άτομα όταν δεν μπορούν να καλύψουν την απόσταση των 100 μέτρων λόγω των εμποδίων; Για ποια προσβασιμότητα μιλάμε; Το γεγονός ότι συγκεκριμένοι χώροι πληρούν τις προδιαγραφές προσβασιμότητας, δεν δίνει πραγματική λύση στο πρόβλημα, αν η διαδρομή μέχρι εκεί είναι απροσπέλαστη. Για να προσεγγίσουμε μια λύση του προβλήματος, απαιτούνται δυναμικές κινήσεις. Δεν αρκεί απλώς η αυστηρότητα της νομοθεσίας και η πίεση στους τοπικούς φορείς για αναβάθμιση των υποδομών. Η πιο επιτακτική ανάγκη είναι η ευαισθητοποίηση των ανθρώπων και η προσπάθεια για αλλαγή νοοτροπίας. Είναι σημαντικό να μπορούμε να σκεφτούμε τον εαυτό μας, όχι μόνο του, αλλά σε σχέση με τους άλλους. Πρέπει να μπορούμε να ξεχωρίσουμε αν μια πράξη μας θα δυσκολέψει τη θέση κάποιου άλλου, και, σε τέτοια περίπτωση, να επιλέγουμε συνειδητά να την αποφύγουμε. Άλλωστε δεν είναι πολύ δύσκολο. Πρόκειται για μικρά, καθημερινά πράγματα, όπως είναι η στάθμευση του αυτοκινήτου μας.
Τελικά, το θέμα της προσβασιμότητας, δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι κυρίως ζήτημα πολιτικής βούλησης και κοινωνικής ευσυνειδησίας. Κλείνοντας, το πρόβλημα μετακίνησης κινητικά εμποδιζόμενων ατόμων είναι πολύ συνθετότερο απ’ όσο νομίζουμε, καθώς δεν αφορά μόνο ανθρώπους σε αναπηρικό αμαξίδιο. Αφορά και έναν ηλικιωμένο με το καρότσι της λαϊκής, μια μαμά με το καρότσι του μωρού της, έναν άνθρωπο με κάταγμα στο πόδι. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθούμε εμείς σε αυτή τη θέση. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να γνωρίζουμε, να ενθαρρύνουμε και να στηρίζουμε τις σωστές συμπεριφορές: αυτές που δεν κλείνουν το δρόμο και αυτές που αντιμετωπίζουν όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο σεβασμό. Αυτές που, στην τελική, διευκολύνουν τη ζωή όλων μας. Γιατί, όπως είπαμε, μας αφορά όλους.