Της Πολυτίμης-Μαρίας Βιντσιλαίου,
Κανένα άλλο μέρος στον κόσμο δεν ρίζωσε τόσο έντονα στο συλλογικό υποσυνείδητο, ως η Γη της επαγγελίας, όσο η Αμερικάνικη Ήπειρος. Όλοι μας έχουμε κάποιο γνωστό στο οικογενειακό ή το φιλικό μας περιβάλλον που θα έχει υπηρετήσει έστω για κάποιο διάστημα τη «θητεία» του ως μετανάστης, φοιτητής ή εργαζόμενος, στην επονομαζόμενη «γη των ευκαιριών». Δεν είναι μάλιστα λίγοι αυτοί που πίστεψαν στο αμερικάνικο όνειρο και αποφάσισαν να χτίσουν μια νέα ζωή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μαγεμένοι από την υπόσχεση της αξιοκρατίας και της σκληρής δουλειάς που ανταμείβεται. Οι ιστορίες των παλαιότερων γενεών μεταναστών επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό τη διαμόρφωση της εξωραϊσμένης οπτικής που κουβαλούν οι νέες γενιές για τις ΗΠΑ. Το αμερικάνικο όνειρο όμως, που τόσο έντονα καθόρισε την ισχυρή πολιτικοοικονομική και κοινωνική δυναμική των ΗΠΑ κατά τον 20ο αιώνα, σε ποιο βαθμό ισχύει σήμερα;
Η έννοια του αμερικάνικου ονείρου είναι πολυσύνθετη, ενώ πρόκειται για έναν όρο που συχνά χρησιμοποιήθηκε στα πλαίσια της αμερικάνικης εσωτερικής πολιτικής, ώστε να επισφραγίσει με το κύρος του, τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές. Η απαρχή της χρήσης του όρου τοποθετείται τη δεκαετία του ’30, μια εξαιρετικά επώδυνη περίοδο για την αμερικανική και παγκόσμια οικονομική ιστορία. Ο συγγραφέας James Truslow Adams στο βιβλίου του «The Epic of America» που εκδίδεται το 1931, προσεγγίζει τον όρο περισσότερο ιδεαλιστικά παρά υλικά. Το «αμερικάνικο όνειρο» αντιπροσωπεύει το ιδανικό μιας κοινωνικής τάξης όπου ο κάθε άνθρωπος θα μπορεί να αξιοποιεί όλες τις ευκαιρίες, προκειμένου να ζήσει όσο το δυνατόν καλύτερα, βάσει των προσωπικών του δυνατοτήτων, οι οποίες θα αναγνωρίζονται από τους συνανθρώπους του. Τη δεκαετία του ’50, ο όρος αποκτά και θρησκευτικές προεκτάσεις, ενώ καθοριστική για την περαιτέρω εξέλιξή του υπήρξε η τεράστια επιρροή της ομιλίας του Martin Luther King «I have a dream». Το αμερικάνικο όνειρο εμποτίζεται, εκείνη την περίοδο, από την επιθυμία για την εξάλειψη των προκαταλήψεων και την ανάγκη ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής, διατηρώντας ακέραιο τον πυρήνα των ίσων ευκαιριών.
Όμως, η υλιστική πλευρά του όρου είναι που κατά κύριο λόγο χαρακτήρισε το αμερικάνικο όνειρο και το κατέστησε παγκοσμίως γνωστό. Τη δεκαετία του ’70 και του ’80, επιστρατεύτηκε κατά κόρον, ώστε να προωθηθεί η αγορά ακινήτων στις ΗΠΑ. Έτσι, δομήθηκε και το πρότυπο της «επιτυχημένης αμερικάνικης οικογένειας που κατέχει το δικό της σπίτι, δουλειά και στέλνει τα παιδιά της στο κολέγιο». Αυτό το πρότυπο ευτυχίας, βέβαια, δεν έμεινε εντός των αμερικάνικων τειχών, αλλά εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, καθιστώντας τις ΗΠΑ έναν φαινομενικό παράδεισο για τους οικονομικούς μετανάστες. Βέβαια, τις τελευταίες δεκαετίες και παρότι το ιδεώδες του αμερικανικού ονείρου εξακολουθεί να διαποτίζει το αμερικανικό αφήγημα, η επίδραση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών άλλαξε σημαντικά πολλά από τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια. Έτσι, η ανάγκη της συνεχούς οικονομικής μεγέθυνσης και της καινοτομίας γίνονται πλέον οι κινητήριες δυνάμεις όχι μόνο της αμερικανικής, αλλά και της παγκόσμιας αγοράς.
Αυτό όμως δημιουργεί και το σημαντικότερο ίσως ζήτημα της εποχής, την οικονομική ανισότητα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω με την επέλαση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 θέτοντας σε σοβαρή αμφισβήτηση την ουσία του αμερικάνικου ονείρου. Πλέον, οι ΗΠΑ αποτελούν μια από τις χώρες με τη μεγαλύτερη ανισότητα παγκοσμίως. Η ισότητα των ευκαιριών που αποτελεί τη βάση του αμερικανικού ονείρου φαίνεται να διέρχεται κρίση ύστερα μάλιστα και από το πρόσφατο σκάνδαλο των επιλογών των φοιτητών σε σημαντικά πανεπιστημιακά ιδρύματα όπως εκείνο της Νότιας Καλιφόρνια. Η σημασία της πανεπιστημιακής παιδείας είναι μεγάλη, καθώς συμβάλλει ιδιαίτερα στην προώθηση της κοινωνικής κινητικότητας και της συνολικής προόδου των πολιτών, υπηρετώντας έτσι το αμερικανικό ιδεώδες. Όμως, η αύξηση των διδάκτρων των πανεπιστημίων, το αμερικάνικο χρέος από τα πανεπιστημιακά δάνεια που ανέρχεται σε 1.53 τρις δολάρια, αλλά και οι φυλετικές διακρίσεις, καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη την είσοδο των μη προνομιούχων υποψήφιων φοιτητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η ισότητα των ευκαιριών, όμως, δέχεται συστηματικά επίθεση κι από αρκετές άλλες πολιτικές επιλογές του Αμερικανού Προέδρου Trump. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, η πίεση της αμερικανικής πλευράς για την ανέγερση του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό. Αυτομάτως, η πρόσβαση των μεταναστών της Λατινικής Αμερικής στη χώρα αποκόπτεται, στερώντας από τους τελευταίους τη δυνατότητα πρόσβασης σε μια ενδεχομένως καλύτερη ποιότητα ζωής αλλά και στην επίτευξη της προσωπικής τους προόδου. Παράλληλα, η περικοπή των φόρων των οικονομικά ισχυρών που προώθησε η αμερικάνικη κυβέρνηση σε βάρος της χαμηλής και της μεσαίας τάξης αποτελεί τροχοπέδη στην ανέλιξη των μελών τους. Αναιρεί έτσι τη σημασία της προσωπικής εργασίας και των αξιών σε βάρος της ισχύος που απορρέει από τη συσσώρευση πλούτου της ευνοημένης μειοψηφίας. Όλα τα παραπάνω υποδαυλίζουν τις αξίες και τη σημασία του αμερικανικού ονείρου, το οποίο στις μέρες μας μοιάζει να αντιπροσωπεύει περισσότερο ένα οικονομικό πρότυπο στο οποίο ανταποκρίνεται ένα μικρό ποσοστό του αμερικανικού πληθυσμού. Το κοινωνικό ιδανικό της ισότητας ευκαιριών και της κοινωνικής συνοχής –«το αμερικάνικο όνειρο» με άλλα λόγια- που αποτέλεσε τον πυρήνα ανάπτυξης του αμερικανικού έθνους κατά τον 20ο αιώνα, μοιάζει πλέον παρελθόν.
Η Πολυτίμη-Μαρία Βιντσιλαίου είναι απόφοιτη του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με κατεύθυνση τις Διεθνείς Σχέσεις και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο πρόγραμμα «Οικονομικά και Δίκαιο στις ενεργειακές αγορές» του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει συμμετάσχει σε αρκετές προσομοιώσεις και διεθνή συνέδρια, με διακρίσεις, ενώ έχει υπάρξει μέλος ερευνητικών ομάδων που δραστηριοποιούνται στη μελέτη της διεθνούς πολιτικής και οικονομίας.