Του Αλέξη Κωνσταντόπουλου,
Στην πραγματικότητα, το θέμα είναι απλό, οποιαδήποτε μορφή σεξουαλικής επαφής που δεν χαρακτηρίζεται από αμφίδρομη επιθυμία…είναι βιασμός!
Την στιγμή που σε παγκόσμιο επίπεδο γίνεται αγώνας, ώστε ο βιασμός να μπορεί να στοιχειοθετείται μόνο από την απουσία συναίνεσης, στην Ελλάδα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης έθεσε σε διαβούλευση έναν ορισμό του συγκεκριμένου εγκλήματος που φαίνεται να είναι αυστηρότερος από τον προηγούμενο. Έναν ορισμό δηλαδή, με βάση τον οποίον, απαιτούνται πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για να θεωρηθεί μια πράξη ως βιασμός και να καταδικαστεί ο αυτουργός της.
Στον μέχρι τώρα -επίσης προβληματικό- ορισμό του βιασμού, βασικές προϋποθέσεις του ήταν η «σωματική βία» και η απειλή «σπουδαίου και άμεσου κινδύνου», ενώ στον νέο παραμένει ως μοναδική πλέον προϋπόθεση η ύπαρξη «σωματικής βίας» (!). Ωστόσο, ένας βιασμός δεν είναι απαραίτητο να προϋποθέτει πάντοτε τη σωματική βία, αλλά μπορεί να επέλθει και μετά από άσκηση ψυχολογικής βίας, επί παραδείγματι…«θα κρατήσεις τη δουλεία αν…». Έτσι εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό πως ο ορισμός του βιασμού κατά το ελληνικό ποινικό κώδικα παρουσιάζει αισθητά σφάλματα και γι αυτό εύλογα οι διεθνείς οργανισμοί, οι ανθρωπιστικές οργανώσεις και οι φορείς που ασχολούνται με τα δικαιώματα των γυναικών, ζητούν την αλλαγή του.
Επιστημονικές έρευνες και μαρτυρίες θυμάτων επιβεβαιώνουν πως υπάρχουν πολλές περιπτώσεις βιασμού όπου το θύμα αντιλαμβάνεται πως δεν έχει καμία δυνατότητα να ξεφύγει, αδυνατεί να αντιδράσει, «παγώνει» και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προβάλλει καμία αντίσταση. Σε τέτοιες λοιπόν περιπτώσεις αλλά και γενικότερα στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει σωματική πάλη, ούτε σημάδια αυτής, καθώς ο δράστης μπόρεσε με άλλου είδους βία να επιτύχει τον σκοπό του, με βάση τον υπάρχοντα αλλά και τον νέο –εάν ψηφιστεί- ορισμό του Ποινικού Κώδικα πολύ απλά δεν στοιχειοθετείται βιασμός(!)
Βέβαια, παρά το γεγονός ότι ο ορισμός του βιασμού στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα είναι αναχρονιστικός, απαρχαιωμένος και κυρίως δυσλειτουργικός, υπάρχουν ήδη περιπτώσεις που η πραγματικότητα ανάγκασε τα δικαστήρια να κάνουν ένα βήμα μπροστά και να κινηθούν ανεξάρτητα από αυτόν. Ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει δύο φορές πως για να έχουμε βιασμό δεν απαιτείται η σωματική αντίσταση του θύματος ενάντια στον δράστη. Αυτό όμως δεν φθάνει καθώς οι εν λόγω περιπτώσεις ήταν περιπτώσεις ανηλίκων θυμάτων τα οποία θα ήταν, από ότι αποδείχθηκε -και όπως καταλαβαίνουμε-, ακόμα πιο δύσκολο να προβάλλουν σωματική αντίσταση, κάτι που τελικά ανάγκασε τον Άρειο Πάγο να αναπτύξει το εν λόγω σκεπτικό.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η κατάσταση δε διαφέρει πολύ. Μόνο οκτώ από τις τριανταμία χώρες, μέχρι στιγμής, έχουν αλλάξει τον ορισμό τον οποίο δίνουν στο βιασμό, αναφέροντας ξεκάθαρα την απουσία συναίνεσης. Με αργούς, αλλά σταθερούς ρυθμούς, όλο και περισσότερες χώρες εναρμονίζονται -ή προσπαθούν να εναρμονιστούν- με τα διεθνή πρότυπα. Βέβαια, αυτό προέκυψε -και προκύπτει- ως αποτέλεσμα πιέσεων που ασκούσαν και ασκούν φεμινιστικά κινήματα και διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις.
Η αναφορά στην προϋπόθεση της «συναίνεσης στη σεξουαλική επαφή» και το γεγονός πως η απουσία της θα έπρεπε να αποτελεί μοναδική αναγκαία προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτησή του, αντιμετωπίζεται συχνά επικριτικά-ειρωνικά, με ατάκες όπως «σιγά που θα υπογράψουμε και υπεύθυνη δήλωση» ή «θα ποινικοποιηθεί και το σεξ τώρα». Το ακόμα πιο ανησυχητικό δε, είναι πως αυτές οι απόψεις εμφανίζονται σε όχι ασήμαντα ποσοστά σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Παρά τη σκληρή πραγματικότητα με τη διεθνή εμπειρία, τα καλέσματα των διεθνών οργανώσεων και την εμφανή ανάγκη να γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να αποδίδεται δικαιοσύνη, το νομοθετικό σώμα φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να κάνει το αντίθετο, σε μια κίνηση που μοιάζει ακατανόητη και αδικαιολόγητη.
Είναι λοιπόν ο Έλληνας νομοθέτης «συνένοχος στο βιασμό» μέσα από αυτή του την απόφαση; Όχι. Είναι ξεκάθαρα ο ένοχος, αφού εξαιτίας του πολλές υποθέσεις βιασμών θα μένουν ατιμώρητες, αφήνοντας τα θύματα να ψάχνουν μάταια για μια δικαίωση που η ελληνική δικαιοσύνη δεν κατάφερε να τους προσφέρει…
Γεννήθηκε το 1999 στην Αθήνα. Είναι δευτεροετής φοιτητής στο τμήμα ιστορίας και φιλοσοφίας της επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα σπουδάζει και νομική στο γαλλικό Κολλέγιο id'EF. Έχει λάβει μέρος σε πλήθος ρητορικών αγώνων τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος και στον ελεύθερο του χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό.