17 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟ Ιωάννης Καποδίστριας και η Ελληνική Επανάσταση, 1820 – 1822*

Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η Ελληνική Επανάσταση, 1820 – 1822*


Του Αθανάσιου Συροπλάκη,

Ο Ιωάννης Καποδίστριας συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες προσωπικότητες όχι μόνο της ελληνικής πολιτικής, καθώς αποτέλεσε τον πρώτο Κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, αλλά –κυρίως– της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, διατελώντας για 14 χρόνια ενεργό στέλεχος του διπλωματικού σώματος της τσαρικής Ρωσίας, υπηρετώντας και ως Υπουργός Εξωτερικών. Ο Καποδίστριας ανήκε σε μία γενιά ανθρώπων, οι οποίοι σπουδάζοντας σε μεγάλα πανεπιστήμια της Ευρώπης επηρεάστηκαν -λίγο έως πολύ- από τις ιδέες του Διαφωτισμού, της Γαλλικής Επανάστασης, του Φιλελευθερισμού και των άλλων ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής. Ωριμάζοντας μέσα σε αυτές τις πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες και συμμετέχοντας στα μεγάλα ευρωπαϊκά συνέδρια των αρχών του 19ου αιώνα, ο Κερκυραίος πολιτικός τόλμησε να έρθει σε ρήξη με ορισμένες από τις κυρίαρχες αντιλήψεις που ανέκυψαν στην Ευρώπη μετά το πέρας των Ναπολεόντειων πολέμων.

Παρά τις σημαντικές και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες μελέτες που έχουν γραφτεί, είτε για το έργο του σχετικά με την Ιόνιο Πολιτεία, είτε για τη διπλωματική του σταδιοδρομία στη Ρωσία, είτε για το έργο του ως ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Καποδίστριας αποτελεί μία σχετικά άγνωστη προσωπικότητα στο ευρύ κοινό. Στην έρευνα για τον Ιωάννη Καποδίστρια τίθεται ένα ερωτηματικό σχετικά με τις σχέσεις του με τη Φιλική Εταιρεία και τις απόψεις του για το ενδεχόμενο μίας επανάστασης των Ελλήνων κατά της οθωμανικής κυριαρχίας. Στην παρούσα ανακοίνωση γίνεται προσπάθεια να αναδειχθούν ορισμένες από τις όψεις των σχέσεων του Κερκυραίου πολιτικού με τη Φιλική Εταιρεία, θέτοντας ως αφετηρία τη συνάντηση του Καποδίστρια με τον Εμμανουήλ Ξάνθο τον Ιανουάριο του 1820. Ακόμη, περιγράφεται η διπλωματική δράση του Καποδίστρια όσον αφορά την ελληνική Υπόθεση από την έκρηξη της Επανάστασης μέχρι την de facto απομάκρυνσή του από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας τον Ιούνιο του 1822. Για την καλύτερη κατανόηση των επιμέρους θεμάτων κρίθηκε αναγκαίο να γίνουν σύντομες αναφορές στο ευρύτερο διπλωματικό και πολιτικό πλαίσιο των γεγονότων που θα αναλυθούν, καθώς και σε προηγούμενες επαφές του Καποδίστρια με άτομα της Φιλικής Εταιρείας.

Η ήττα των δυνάμεων του Ναπολέοντα στο Βατερλό σηματοδότησε το πέρασμα σε μία παρατεταμένη ειρήνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι τέσσερις νικητές του πολέμου κατά των επαναστατικών νεωτερισμών της Γαλλίας, η Αυστρία, η Ρωσία, η Βρετανία και η Πρωσία, προώθησαν την ιδέα της δημιουργίας ενός συλλογικού μηχανισμού εξισορρόπησης των διεθνών σχέσεων, επιβάλλοντας μία σειρά κανόνων, οι οποίοι αποσκοπούσαν στην επίτευξη της συντηρητικής νομιμότητας στα ευρωπαϊκά κράτη. Κύριοι εκφραστές αυτής της τάσης ήταν ο τσάρος Αλέξανδρος Α’, ο οποίος παρά τις αρχικά φιλελεύθερες ιδέες του εξελίχθηκε σε έναν συντηρητικό χριστιανό μονάρχη ιδρύοντας την Ιερά Συμμαχία, ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Ρόμπερτ Κάστλεριγ και ο αυστριακός ομόλογός του και γνωστός πολιτικός αντίπαλος του Καποδίστρια, Κλέμενς φον Μέτερνιχ. Οι πολιτικοί αυτοί εξέφραζαν την άποψη, ότι η Ευρώπη της Παλινόρθωσης όφειλε να αναχαιτίζει όσες επαναστατικές κινήσεις εμφανίζονταν στη γηραιά ήπειρο, στηρίζοντας, παράλληλα, το δόγμα της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η υποστήριξη του δόγματος αυτού από τις νικήτριες ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν, άλλωστε, μία ανταμοιβή προς τον σουλτάνο για την ουδέτερη στάση, την οποία είχε λάβει κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ναπολέοντα στη Ρωσία.

Ο Καποδίστριας, δρώντας σε αυτό το πολιτικό και διπλωματικό πλαίσιο από τη θέση του ως ένας εκ των δύο Υπουργών Εξωτερικών της Ρωσίας, δεν παρέλειπε να μεριμνά της βελτίωσης της θέσης των Ελλήνων. Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης το 1814-1815, ίδρυσε τη Φιλόμουσο Εταιρεία με τη συνδρομή του μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνατίου και του μετέπειτα Φιλικού Άνθιμου Γαζή. Η Φιλόμουσος Εταιρεία δεν είχε τον χαρακτήρα μίας συνωμοτικής επαναστατικής οργάνωσης, όπως η Φιλική Εταιρεία, αλλά έργο της ήταν η συγκέντρωση χρημάτων για την έκδοση βιβλίων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, την ανάδειξη των ελληνικών γραμμάτων, την οικονομική ενίσχυση Ελλήνων σπουδαστών του εξωτερικού και την ίδρυση σχολείων στον ελλαδικό χώρο. Πολλοί πολιτικοί αντίπαλοι του Καποδίστρια διείδαν -λανθασμένα- στην Φιλόμουσο Εταιρεία την κάλυψη των προσπαθειών για την οργάνωση ενός επαναστατικού κινήματος στο νοτιοανατολικό άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου, συγχέοντάς την με μία άλλη μυστική επαναστατική εταιρεία που είχε ιδρυθεί το 1814 στην Οδησσό, τη Φιλική Εταιρεία.

Άγαλμα του Καποδίστρια στο Ναύπλιο

Ο Καποδίστριας ποτέ δεν υπήρξε αδιάφορος για το μέλλον των Ελλήνων, καθώς προνοούσε με κάθε τρόπο από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας για το συμφέρον των συμπατριωτών του, ενώ το έργο της Φιλομούσου Εταιρείας θεωρείται ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο ο Καποδίστριας αντιλαμβανόταν το «εθνικώς ωφέλιμον». Πρωταρχικός στόχος του ήταν η πολιτιστική χειραφέτηση από τους Οθωμανούς μέσω της παιδείας, θυμίζοντας σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις του διαφωτιστή Αδαμάντιου Κοραή ότι η «καλή αγωγή θέλει να είναι γωνιαία πέτρα της τιμής και της ευτυχίας του έθνους». Ο ίδιος αποστρεφόταν τις μυστικές επαναστατικές οργανώσεις, κρίνοντάς αυτές ως επικίνδυνες, καθώς στην Ευρώπη της παλινόρθωσης κάθε επαναστατική ιδέα ήταν συνώνυμη της αναταραχής και του ιακωβινισμού.

Ο Καποδίστριας ενδεχομένως γνώριζε την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας από τον πρώτο καιρό της ίδρυσής της μέσω του εκτενούς δικτύου κατασκόπων και προξένων, που διατηρούσε στην Ανατολή. Οι πρώτες επαφές του με τους Φιλικούς στάθηκαν ικανές για να του δημιουργηθεί η εντύπωση, ότι τα βασικά στελέχη της ήταν αφερέγγυα, επικίνδυνα και διαπνέονταν από τυχοδιωκτισμό. Το 1817 ο Καποδίστριας δέχτηκε να συναντηθεί με τον Φιλικό Νικόλαο Γαλάτη από την Ιθάκη, εν γνώσει του τσάρου Αλεξάνδρου Α’. Στο πλαίσιο της συνάντησής τους, ο Γαλάτης ζήτησε από τον Κερκυραίο πολιτικό να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας. Ωστόσο, ο Γαλάτης έλαβε αρνητική απάντηση στην πρόταση αυτή. Μάλιστα, ο υπουργός του ζήτησε να μεταφέρει στους επικεφαλής της Εταιρείας τη συμβουλή του να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους για επανάσταση, η οποία θα έφερνε συμφορές στους Έλληνες.

Άγαλμα του Καποδίστρια στην Κέρκυρα

Η θέση του Καποδίστρια ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη για τη Ρωσία και για τους Έλληνες. Ο ίδιος θεωρούσε ότι η συμμετοχή του σε μία μυστική οργάνωση, η οποία αποτελείτο τότε από άσημους μικροεμπόρους ήταν άνευ νοήματος. Επιπλέον, ο χαρακτήρας του Γαλάτη και η συμπεριφορά του στην Πετρούπολη, απομάκρυνε κάθε δεύτερη σκέψη από τον Καποδίστρια για την υποστήριξη του σκοπού των Φιλικών. Η αποστολή του Κυριάκου Καμαρηνού από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στην Πετρούπολη με την πρόφαση το αίτημα για χρηματική ενίσχυση των σχολείων στη Μάνη, έδωσε στον Καποδίστρια την ευκαιρία να γνωρίσει και άλλα στελέχη της Εταιρείας, ενισχύοντας την ήδη αρνητική εικόνα του για αυτούς.

Κομβικό σημείο για την πορεία της Φιλικής Εταιρείας και για τις σχέσεις της με τον Καποδίστρια αποτελούν οι δύο συναντήσεις του τελευταίου με το ιδρυτικό στέλεχος της Εταιρείας, Εμμανουήλ Ξάνθο, τον Ιανουάριο του 1820. Οι συναντήσεις αυτές έλαβαν χώρα στην Πετρούπολη σε μία περίοδο, που στην Ευρώπη ξεσπούσε η μία επανάσταση μετά την άλλη, δημιουργώντας ένα κλίμα επιφυλακτικότητας σε οποιαδήποτε ενέργεια κινούσε υποψίες για επαναστατική δράση. Στις περισσότερες διαθέσιμες πηγές για τις συναντήσεις των δύο ανδρών, περιγράφεται η ευγενική άρνηση του Καποδίστρια να αναλάβει την ευθύνη της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας, με τη δικαιολογία ότι η παρουσία του στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας ήταν ασυμβίβαστη με την ανάληψη μίας τέτοιας θέσης. Μάλιστα, ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ο Καποδίστριας στο τέλος της δεύτερης συνάντησής του με τον Ξάνθο, ευχήθηκε να ευοδωθεί το έργο της Εταιρείας, ενώ κατά μία άλλη πηγή, συμβούλεψε τον Ξάνθο να απευθυνθεί στον Αλέξανδρο Υψηλάντη για να αναλάβει τα ηνία της. Άλλες πηγές βέβαια, δηλώνουν ότι η συνάντηση των δύο δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχτεί τον Ξάνθο αποπέμποντάς τον με αγενή τρόπο.

Θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι πραγματοποιήθηκαν οι συναντήσεις του Καποδίστρια με τον Ξάνθο τον Ιανουάριο του 1820 και ότι ο Καποδίστριας όντως αρνήθηκε να αναλάβει την καίρια θέση του αρχηγού της Εταιρείας. Κρίνεται σωστό, εντούτοις, να σημειωθούν ορισμένες ενστάσεις, σχετικά με τις αναφορές ότι ο Κερκυραίος πολιτικός έδωσε τις ευχές του στον Ξάνθο για την επιτυχία του σκοπού του. Ο Καποδίστριας δεν τασσόταν έναντι της προοπτικής απελευθέρωσης των Ελλήνων. Το έργο του, μάλιστα, αποδεικνύει την πραγματική του επιθυμία για χειραφέτηση από τους Οθωμανούς. Ωστόσο, ο ίδιος είχε μία διαφορετική άποψη για την τακτική, που όφειλαν οι Έλληνες να ακολουθήσουν για να επιτύχουν τον σκοπό τους, διαφωνώντας με τη σύσταση μυστικών εταιρειών, οι οποίες πολύ εύκολα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «καρμποναρικού» τύπου κινήματα. Γνωρίζοντας τις αντιλήψεις των Ευρωπαίων ομολόγων του για τις επαναστάσεις στην Ευρώπη και για την «αρχή της νομιμότητας», ο Καποδίστριας πίστευε πως έπραττε σωστά αρνούμενος να δεχτεί τη θέση του αρχηγού, εκτιμώντας ότι από τη θέση του στην τσαρική Ρωσία είχε τη δυνατότητα να προσφέρει πολλά περισσότερα στους Έλληνες.

Όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανέλαβε την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας στις 12 Απριλίου του 1820, έσπευσε να συναντήσει τον Καποδίστρια για να του ανακοινώσει το γεγονός. Παρά τη δήλωση του Καποδίστρια ότι ο ίδιος προσπάθησε να αποτρέψει τον φίλο του από την εμπλοκή του στην Εταιρεία, πιο πειστική φαίνεται να είναι η δήλωση του Υψηλάντη, ότι ο υπουργός τον παρότρυνε να αναλάβει την αρχηγία της Εταιρείας και της μελλοντικής επανάστασης των Ελλήνων. Η ανάληψη της αρχηγίας της Εταιρείας από τον Υψηλάντη σήμανε την τελευταία και πιο δραστήρια φάση της προπαρασκευής της επανάστασης, καθώς τότε διατυπώθηκαν τα σημαντικότερα σχέδια για τον ένοπλο αγώνα.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σήμανε πρόωρα την Επανάσταση στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 διαβαίνοντας τον Προύθο, και εισερχόμενος στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βασικός στόχος του ήταν η κάθοδος στη νότιο Βαλκανική, μέτωπο το οποίο προοριζόταν να είναι και το κέντρο της Επανάστασης. Η προοπτική επαναστατικής δράσης στη νότιο Βαλκανική ενδεχομένως να έβρισκε σύμφωνο τον Καποδίστρια, καθώς άφηνε ένα περιθώριο διπλωματικών χειρισμών. Ο γεωγραφικός προσανατολισμός της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα περιείχε σαφή εθνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά, απομακρύνοντας κάθε υποψία για εμπλοκή του ίδιου και του τσάρου σε αυτό το γεγονός, παρόλο που ως αρχηγός της επανάστασης εμφανιζόταν ένας πρώην αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Ο Καποδίστριας φαίνεται να ενέκρινε το σχέδιο αυτό, με τον όρο βέβαια, τα πεδία των μαχών να είναι μακριά από τα ρωσο-οθωμανικά σύνορα και να μην γίνει καμία αναφορά σε βοήθεια από τη Ρωσία. Βέβαια, η εξέλιξη των γεγονότων και οι προκηρύξεις του Υψηλάντη, στις οποίες γινόταν λόγος για μία μεγάλη δύναμη που στηρίζει τον αγώνα, απομάκρυναν κάθε ελπίδα για έναν θετικό χειρισμό του ζητήματος από τον Καποδίστρια.

Όταν ο Υψηλάντης κήρυξε στη Μολδοβλαχία την Επανάσταση, οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων συνεδρίαζαν στο Λάιμπαχ -τη σημερινή Λιουμπλιάνα-, με θέματα συζήτησης τα ζητήματα που είχαν ανακύψει στη γηραιά ήπειρο. Η είδηση της κήρυξης της Ελληνικής Επανάστασης στη Μολδοβλαχία έφθασε στο Λάιμπαχ στα μέσα Μαρτίου μαζί με την επαναστατική προκήρυξη του Υψηλάντη και με τη δήλωση της παραίτησής του από της θέση του Υπασπιστή του τσάρου. Οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες εκτίμησαν ότι πίσω από το επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη βρισκόταν ο υπουργός της Ρωσίας, Ιωάννης Καποδίστριας, και ενδεχομένως ο ίδιος ο τσάρος, Αλέξανδρος Α’. Ο τσάρος έσπευσε να καταδικάσει με τη γραφίδα του Καποδίστρια το επαναστατικό κίνημα του πρώην υπασπιστή του, χαρακτηρίζοντάς το ως «επονείδιστη και εγκληματική δραστηριότητα της μυστικής Εταιρείας». Ωστόσο, ο Καποδίστριας προσπαθώντας να διαφυλάξει τη βιωσιμότητα της Επανάστασης, τουλάχιστον στη νότιο βαλκανική, προσέδωσε στην καταδίκη του κινήματος του Υψηλάντη καθαρά προσωπικό τόνο, αποφεύγοντας να καταδικάσει την Ελληνική Επανάσταση συνολικά. Οι υπόλοιπες δυνάμεις πείστηκαν ότι η ρωσική κεφαλή δε βρισκόταν πίσω από την νέα αυτή επανάσταση. Στη Διακήρυξη της λήξης του Συνεδρίου, τον Μάιο του 1821, δεν έγινε καμία νύξη στην Ελληνική Επανάσταση.

Οι ωμότητες των Οθωμανών κατά των χριστιανών στην Κωνσταντινούπολη με κύριο παράδειγμα τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, συνέβαλαν στην επαναφορά του ελληνικού ζητήματος στην ευρωπαϊκή διπλωματία από τον Καποδίστρια. Ο Έλληνας διπλωμάτης ενέπλεξε τη Ρωσία στις ανατολικές υποθέσεις, υπό την ιδιότητη της ως προστάτιδας δύναμης των χριστιανών Οθωμανών υπηκόων. Ταυτόχρονα, προσπάθησε να πείσει τον τσάρο Αλέξανδρο να παρέμβει δυναμικά καταλαμβάνοντας στρατιωτικά τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ως μέσο για την εγγύηση της ασφάλειας των χριστιανών υπηκόων. Το αρνητικό κλίμα μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εντάθηκε όταν ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη διατάχθηκε από την Πετρούπολη να εγκαταλείψει τη θέση του, λόγω των μέτρων της Πύλης κατά των ρωσικών εμπορικών πλοίων. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ανησυχούσαν, μήπως η ένταση οδηγήσει σε ένα νέο ρωσο-οθωμανικό πόλεμο, ο οποίος ενδεχομένως να ενέπλεκε και άλλες χώρες. Ένας διμερής πόλεμος Ρωσίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εντασσόταν στα σχέδια του Καποδίστρια, ο οποίος εκτιμούσε ότι οι αντικειμενικές δυσκολίες του θα απέτρεπαν τις υπόλοιπες δυνάμεις να εμπλακούν στρατιωτικά.

Για την αποκλιμάκωση της έντασης ο έτερος Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, ο Νέσελροντ, πρότεινε μία συνάντηση εκπροσώπων των Δυνάμεων στη Βιέννη και το Λονδίνο. Ο τσάρος έκρινε ότι η κατάσταση είχε φθάσει σε τέτοιο κρίσιμο σημείο, ώστε δεν προτιμήθηκαν οι διπλωμάτες τους οποίους είχε προτείνει ο Καποδίστριας, σηματοδοτώντας την αρχή της πτώσης της επιρροής του Κερκυραίου πολιτικού στη λήψη των αποφάσεων στην τσαρική Αυλή. Ο τσάρος ίσως αισθάνθηκε εξαπατημένος από τον υπουργό του, ο οποίος μεθοδικά οδηγούσε τη Ρωσία σε πόλεμο. Ωστόσο, ρόλο στη μεταβολή του κλίματος έναντι του Καποδίστρια στην τσαρική Αυλή έπαιξε και η αυξανόμενη επιρροή του Μέτερνιχ στον τσάρο ήδη από το 1820. Ο Καποδίστριας έπεσε σε δυσμένεια στα τέλη του 1821 και στις αρχές του 1822 εξέφρασε τους προβληματισμούς τους για τον παραγκωνισμό του. Όταν αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε να συνδυάσει τα αισθήματά του για την πατρίδα του με τις αρμοδιότητές του ως Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, ζήτησε από τον τσάρο να του επιτραπεί να αποχωρήσει από τη θέση του. Ο τσάρος ενέκρινε το αίτημα του υπουργού του τον Ιούνιο του 1822 παραχωρώντας του άδεια επ’ αόριστον, αλλά δεν τον απομάκρυνε de jure από τη θέση του υπουργού.

Η στάση του Καποδίστρια απέναντι στη Φιλική Εταιρεία, στο ενδεχόμενο της έκρηξης μίας επανάστασης και στην ίδια την Επανάσταση παρουσιάζει αρκετές πτυχές. Κύρια πίστη του Ιωάννη Καποδίστρια ήταν η μόρφωση των Ελλήνων και η πολιτιστική τους εξύψωση. Θεωρούσε ότι αυτό ήταν το πρώτο βήμα που θα οδηγούσε στη χειραφέτηση του ελληνικού έθνους από τους Οθωμανούς. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ενίσχυε την ελληνική παιδεία, επιδεικνύοντας μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πρόοδο των Ελλήνων σπουδαστών του εξωτερικού. Εκτιμούσε ότι η ιδέα της επανάστασης ήταν άκαιρη και παράτολμη την περίοδο, στην οποία κυριαρχούσαν οι άκρως συντηρητικές ιδέες της Ευρώπης της Παλινόρθωσης. Όταν, όμως, εκδηλώθηκε η Ελληνική Επανάσταση εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον τη θέση του ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, προσπαθώντας να βοηθήσει τον ένοπλο αγώνα των Ελλήνων. Όσον αφορά τις σχέσεις του με τη Φιλική Εταιρεία, ήταν εξαρχής κάθετα αντίθετος με τη δράση των μυστικών επαναστατικών εταιρειών. Η εμπλοκή του ονόματός του στη Φιλική Εταιρεία θεωρούσε ότι μόνο κακό θα προσέφερε στον αγώνα των Ελλήνων. Δεν απέτρεψε, όμως, τον Υψηλάντη να αναλάβει τη θέση του αρχηγού της Εταιρείας, δείγμα της πίστης του στο όραμα των Ελλήνων για απελευθέρωση.

Άγαλμα του Καποδίστρια στο ΕΚΠΑ

*Το κείμενο ανακοινώθηκε στην Ημερίδα με θέμα «Ιωάννης Καποδίστριας: ο θρύλος της διπλωματίας», την οποία διοργάνωσε το Πολιτιστικό Κέντρο «ΡΙΖΕΣ» υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας στο ξενοδοχείο Porto Palace στις 13 Απριλίου 2018.


Αθανάσιος Συροπλάκης

Ιστορικός και Μεταπτυχιακός Φοιτητής Νεότερης και Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας και Τουρκολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει Γερμανικά, Αγγλικά και Ρωσικά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ