12 C
Athens
Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΜύθοι και αλήθειες για την ελληνική επανάσταση του 1821 και το πρώιμο...

Μύθοι και αλήθειες για την ελληνική επανάσταση του 1821 και το πρώιμο νεοελληνικό κράτος


Του Θεοχάρη Χατζημανώλη, 

Ανήμερα της ελληνικής εθνικής επετείου για το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, το έπος των ηρώων του ’21, την εθνική παλιγγενεσία και την ημέρα που εορτάζεται από το χριστιανορθόδοξο δόγμα ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, είναι συχνό φαινόμενο διάσπαρτα διάχυτο στην σύγχρονη κοινωνία, η άγνοια της ιστορικής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που ορίζει συθέμελα τον νεοελληνικό κόσμο σε αυτό το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, κατά τον οποίο συνέβησαν οι εν λόγω ραγδαίες αλλαγές. Ας εξετάσουμε λοιπόν κάποιες από τις συνιστώσες του λεγόμενου «εθνικού μύθου», ενός αφηγήματος που χρησίμευσε ως ιδεολογικό έρεισμα για την εθνεγερσία των Ελλήνων, την συγκρότηση ενός κράτους αλλά και για την μετέπειτα διατήρηση της συνεκτικότητας του κοινωνικού ιστού. Πριν προχωρήσουμε πρέπει να αναφέρουμε πως σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα χρήσιμο αφήγημα που αποτελούσε ζωτική αναγκαιότητα για την Ελλάδα της εποχής εκείνης.

Η 25η Μαρτίου

Η Επανάσταση, όπως την θέλει η παράδοση, ξεκινάει την 25η Μαρτίου στην μονή της Αγίας Λάβρας στα Καλάβρυτα, με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να υψώνει το λάβαρο. Η αλήθεια είναι πως δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο, καθώς η επανάσταση ξέσπασε πολύ νοτιότερα στην Καλαμάτα. Η φημολογία ξεκίνησε ήδη από εκείνη την περίοδο, όταν ο φιλέλληνας Γάλλος πρόξενος στην Πάτρα, François Pouqueville, ρώτησε για να μάθει που ξέσπασε η επανάσταση και του απάντησαν, πως έγινε στα Καλάβρυτα. Στην πραγματικότητα σε μικρό χρονικό διάστημα σε διάφορα σημεία του Μοριά, οι άνθρωποι εξεγέρθηκαν. Πάντως σίγουρα δεν ακολούθησε κάποιο συγκεκριμένο τελετουργικό και ούτε είναι γνωστή με ακρίβεια η πρώτη αντίδραση του υψηλά ιστάμενου ιεράρχη Παλαιών Πατρών Γερμανού.

Η στάση της Εκκλησίας

Πρώτα απ’ όλα αρμόζει να αναφερθεί πως ο Πατριάρχης στην οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ο Εθνάρχης των «Rum»- Ρωμιών. Η αυτοκρατορία τότε οργανώνονταν σε «Millet» – έθνη με βάση όμως, κυρίως το θρήσκευμα. Ήταν ασφαλώς ένα βασικό στέλεχος της οθωμανικής διοίκησης, που ασχολούνταν με τα ζητήματα των χριστιανών ορθοδόξων της αυτοκρατορίας και είχε το προνόμιο να ορίζει ειδικούς φόρους μόνον για αυτούς. Όταν λοιπόν ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ αφορίζει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ενόσω ο δεύτερος κηρύττει την επανάσταση στην Μολδοβλαχία, αυτό έχει να κάνει με την δέουσα δράση του αξιώματός του, σε μία απόπειρα να κατευνάσει τα πνεύματα και να επαναφέρει την ισορροπία. Από την άλλη, κάθε έννοια λαϊκής εξέγερσης και επαναστατικής κίνησης είχε κοσμικό χαρακτήρα και καθόλου δεν ενδιέφερε τον εκκλησιαστικό Κανόνα και το Δόγμα, ο οποίος απαιτούσε πραότητα και τέτοιου είδους ενάρετη ζωή, που θα εξασφαλίσει την μεταθανάτια σωτηρία της ψυχής. Η επανάσταση δεν είχε καμία σχέση με αυτό που δίδασκε η Εκκλησία. Στην πραγματικότητα, φιλελεύθεροι διαφωτιστές, όπως ο Κοραής, συγκρούστηκαν πολλάκις με τον κλήρο και τις απόπειρές του να επιφέρει κατευνασμό στον εγερθέντα επαναστατικό αναβρασμό. Η συμβολική σύνδεση του επαναστατικού ιδεώδους με την χριστιανορθόδοξη παράδοση συντελέστηκε άμεσα, όταν ο σουλτάνος Μουράτ ο Β’, αποφάσισε να εκτελέσει τον Πατριάρχη Γρηγόριο μαζί με άλλους μητροπολίτες, σε μία απόπειρα να παραδειγματίσει τους επαναστάτες, μέσω γενικευμένων σφαγών άμαχου χριστιανικού πληθυσμού. Η πραγματική συμβολή της Εκκλησίας εντοπίζεται στην διάσωση της παράδοσης των Ρωμιών, την διάδοση της ελληνικής γλώσσας μέσω του Ευαγγελίου, την χρηματοδότηση σχολείων ελληνορθοδόξων μέσα στην αυτοκρατορία στην διάρκεια του 18ου αι, αλλά και την συνεισφορά πολλών λαϊκών, επί το πλείστον, κληρικών στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της επανάστασης.

Το Κρυφό Σχολειό

Ένας από τους συνηθέστερους μύθους, που συνδέει περισσότερο την Εκκλησία με την παλιγγενεσία του έθνους, είναι αυτός για την ύπαρξη Κρυφού Σχολειού κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα. Είναι αλήθεια πως υπήρξαν περίοδοι που η εκπαίδευση στοχοποιήθηκε σε ορισμένες περιοχές για πάρα πολύ μικρό χρονικό διάστημα και λειτούργησαν νυχτερινά σχολεία. Όμως αυτή η συνωμοτική θεωρία κρυφών ιδρυμάτων εκπαίδευσης βρίσκεται μακριά από την αλήθεια. Οι Οθωμανοί στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρονταν για την γλώσσα που μιλούσαν οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας τους. Ταυτόχρονα, πολλά σχολεία ελληνομάθειας και χριστιανικής αγωγής λειτουργούσαν στην επικράτεια των Οθωμανών για πάρα πολλά χρόνια λ.χ. στην Κωνσταντινούπολη, την Σμύρνη, τα Ιωάννινα, κατά καιρούς στην Πελοπόννησο κ.α. Όπως προαναφέρθηκε, κατά τον 18ο αιώνα ιδρύθηκαν, επιπροσθέτως, πάρα πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα με την συμβολή μίας ανερχόμενης μεσαίας τάξης, φορέα του διαφωτισμού, η οποία ζήτησε ακόμη περισσότερη κοσμική παιδεία και τη διδασκαλία της κλασικής γραμματείας, της φιλοσοφίας και των θετικών επιστημών. Ο μύθος του Κρυφού Σχολειού συνέβαλλε μεταγενέστερα στην διαμόρφωση της εθνικής ιδεολογίας.

Οι Κλέφτες

Οι κλέφτες, οι οποίοι ηρωοποιήθηκαν στο σύνολό τους, μετά την επανάσταση, στην πραγματικότητα δεν ήταν όλοι ενάρετοι και υψηλόφρονες. Επρόκειτο για σώματα παρανόμων με ληστρική δράση που είχαν καταφύγει στα βουνά κατά την πρώτη περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας. Οι Οθωμανοί, που συχνά εκμεταλλεύονταν τις καταστάσεις που δεν μπορούσαν να μεταβάλλουν, αξιοποιούσαν αυτά τα σώματα μισθώνοντας τα ως ένοπλες ομάδες που φύλασσαν περάσματα, δημιουργώντας έτσι τους «αρματολούς». Συχνά κλέφτες και αρματολοί άλλαζαν στρατόπεδα. Το σίγουρο είναι πως και οι δύο συγκέντρωναν συχνά μεγάλη περιουσία, οι μεν από τις ληστείες, οι δε από τους μισθούς και τα προνόμια που τους παρείχαν οι Τούρκοι. Όταν ξέσπασε η επανάσταση αυτά τα σώματα πρωτοστάτησαν στην επάνδρωση του ελληνικού ένοπλου αγώνα, με ορισμένους που ξεχώρισαν για την εθνική τους ευσυνειδησία και τα ιδανικά τους. Η βασική όμως προϋπόθεση για την συμμετοχή στον πόλεμο τις περισσότερες φορές, ήταν οι υλικές απολαβές. Έτσι, πολλοί χρησιμοποιήθηκαν για εξεγέρσεις όταν το ελληνικό επαναστατικό ταμείο αδυνατούσε να τους πληρώσει. Άλλοτε συμμετείχαν στα μικροπολιτικά συμφέροντα των προυχόντων πολεμώντας στους εμφυλίους πολέμους του 1824 και 1825, ενώ σε κάποιες αποφράδες περιπτώσεις αυτομόλησαν στα στρατόπεδα των Τούρκων.

Η Αρχαία Ελλάδα και το Νεοελληνικό κράτος

Στο δια ταύτα θα πρέπει να θιχτεί ένα μεγάλο ζήτημα, το οποίο διαμορφώθηκε εκείνο τον καιρό από την προεπαναστατική περίοδο, του οποίου τα αίτια και τα αποτελέσματα έχουν γίνει αφορμή για πολλές ιστορικές διαμάχες. Η ιδέα της εθνικής ταυτότητας στην σύγχρονη ιστορία άρχισε να διαμορφώνεται μόλις τον 18ο αιώνα. Αυτό σημαίνει πως κανένας σε προηγούμενο καιρό, σε κανένα άλλο κράτος του κόσμου δεν θα μπορούσε να προσδιοριστεί εθνικά. Αν κάποιος τον σταματούσε στο δρόμο και τον ρωτούσε, θα δήλωνε καταγωγή μάλλον από την πόλη του, ίσως το κράτος στο οποίο ζούσε ή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και την θρησκεία του, ανάλογα πάντα με το κοινωνικό του στάτους. Οι δε αυτοκρατορίες τότε αποτελούνταν από άτομα διάφορων φυλετικών ομάδων. Το ίδιο ισχύει φυσικά για τους Έλληνες της εποχής, οι οποίοι, φυσικά, ζούσαν με τα οθωμανικά ήθη και βάσει της χριστιανικής τους παράδοσης. Όταν ξέσπασε η επανάσταση, το ιδεολογικό βάθρο αναζητήθηκε στο πλαίσιο του κινήματος του ρομαντισμού (εδώ σημαίνει την νοσταλγία για την ιστορία και την παράδοση) και της ανερχόμενης εθνικής αφύπνισης, ενός απότοκου του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Ήταν κάτι το αναγκαίο για να αποκτήσει ο εξεγερμένος λαός συγκίνηση για τις ρίζες του και ταυτόχρονα να δοθεί ισχυρή διπλωματική παρουσία στα ισχυρά κράτη της Ευρώπης που είχαν έναν βαθιά φιλοκλασικό πολιτισμό, πράγμα που δημιούργησε ρεύμα φιλελλήνων και βοήθησε στην στερέωση αλλά και την επιτυχία της επανάστασης. Όταν φτάνει ο Βαυαρός βασιλιάς Όθωνας το 1832 στην Ελλάδα, μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Αθήνα, αφιερώνει τους δρόμους σε σπουδαίους αρχαίους Έλληνες, κτίζει κτήρια κατά το ευρωπαϊκό πρότυπο για την αρχαία Ελλάδα, σε νεοκλασικό ρεύμα Παλλαδιανισμού και γκρεμίζει τζαμιά. Όλα αυτά για να επικυρώσει την σύνδεση των αξιοσέβαστων από όλα τα κράτη αρχαίων Ελλήνων και φυσικά την ευγενική καταγωγή του νεοσυσταθέντος λαϊκού σώματος. Παράλληλα, σε γλωσσικό επίπεδο, επιλέγεται η καθαρεύουσα αντί της δημοτικής, μία γλώσσα που θύμιζε τον λόγο των εκλεκτών λογίων της αρχαιότητας. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς καθόλου πως δεν υπάρχει διαχρονία της ελληνικής φυλής, αλλά σημαίνει σίγουρα πως αυτή η διαχρονία υπήρξε προϊόν επιλογής και όχι a priori κανόνας.


Εν κατακλείδι, αξίζει να επαναληφθεί πως αυτή η μυθολογία μπορεί σίγουρα να είναι ενοχλητική για τους ιστορικούς, αλλά προσέφερε σταθερότητα και ομόνοια σε κρίσιμες περιόδους του παρελθόντος. Βέβαια σήμερα η αποκατάσταση της αλήθειας, είναι από την πλευρά όλων μας ένα ζήτημα ιστορικής μνήμης και δικαιοσύνης, ώστε να «αποδώμεν ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Θ. Βερέμης, Γ. Σ. Κολιόπουλος, Ι. Δ. Μιχαηλίδης «1821: Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους» (Μεταίχμιο, 2018)
  • D. Dakin «Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923» (ΜΙΕΤ – Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, 2012)

Θεοχάρης Χατζημανώλης

Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας το 1999. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Στα ενδιαφέροντα και τις δράσεις που αναπτύσσει συμπεριλαμβάνονται θεματικές ενότητες πολιτικής, ιστορίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας και κριτικής της τέχνης. Συμμετέχει σε πολιτικές προσομοιώσεις, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες και ασχολείται από την παιδική του ηλικία με το θέατρο. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά. Στο OffLine Post γράφει ιστορικά θέματα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ