Της Μαρίας Λειβαδιώτη,
Τον Μάιο του 2019 διεξάγονται οι ευρωεκλογές, μια εκ των κορυφαίων πολιτικών αναμετρήσεων που πραγματοποιούνται κάθε πέντε χρόνια σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Στη χώρα μας, η σημασία των ευρωεκλογών έχει συστηματικά υποτιμηθεί και υποβαθμιστεί, κυρίως από τα ίδια τα κόμματα, αλλά και από τα ΜΜΕ που καλλιεργούν μια αίσθηση «χαλαρής ψήφου» στο εκλογικό ακροατήριο.
Καθώς η πλειοψηφία πλέον της κοινωνίας αντιλαμβάνεται πως οι πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό μέτωπο αντανακλούν τις εξελίξεις και τις τάσεις που διαμορφώνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι καιρός πλέον αυτά τα στερεότυπα να γκρεμιστούν. Ιδιαίτερα τα τελευταία εννέα χρόνια της σκληρής δημοσιονομικής επιτροπείας στη χώρα μας, αλλά και της μεγάλης θεσμικής και οικονομικής κρίσης στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, έγινε ορατό ότι πολλά από τα πολιτικά ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία, απασχολούν ευρύτερα και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Βασικό και ιδιαίτερα φλέγον ζήτημα, θεωρείται η σταθερή άνοδος των ακροδεξιών και εθνολαϊκιστικών κομμάτων και η διαρκής ενίσχυση της ρητορικής του μίσους. Αμφότερα τα φαινόμενα είναι συνέπεια συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, όπως οι πολιτικές λιτότητας, ή πολιτικών παραλείψεων, όπως η αδυναμία μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής ιδιάζουσας Αριστεράς να αποκτήσει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Είναι επίσης συνέπεια της ιδεολογικής απονεύρωσης και αποχαλίνωσης της ηθικής εξαχρείωσης διαμορφωτών της κοινής γνώμης, που άλλοτε παρουσιαζόνταν ως μεσσίες και προοδευτικοί σωτήρες, και σήμερα φορούν το μανδύα της ακροδεξιάς υστερίας και της εθνικιστικής αναδίπλωσης.
Εξίσου σημαντικό είναι και το ζητήματα των κοινωνικών ανισοτήτων. Παρά τα προγράμματα της Κομισιόν και τους φιλόδοξους στόχους που έχει θέσει, στα περισσότερα κράτη-μέλη παρατηρείται διαρκής αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και, ευρύτερα, των εισοδηματικών και περιφερειακών ανισοτήτων. Η εμμονή στις πολιτικές λιτότητας, η σφιχτή έως αρνητική πολιτική στάση στο ζήτημα της ενίσχυσης των δημόσιων επενδύσεων, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, είναι όλα ζητήματα και συνέπειες των αποτυχημένων επιλογών των συντηρητικών πολιτικών ηγεσιών στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, με τη μεγαλύτερη ευθύνη να τη φέρουν οι κυβερνήσεις της Άνγκελα Μέρκελ στη Γερμανία.
Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη αποτελούν το τρίτο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό ζήτημα. Οι προτάσεις μέχρι τώρα είναι πολλές, ωστόσο οι παρόντες πολιτικοί συσχετισμοί σε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Κομισιόν δεν ευνοούν την προώθηση και υιοθέτηση των απαραίτητων για την κοινωνική πλειοψηφία μεταρρυθμίσεων. Η ενίσχυση της δημοκρατικότητας, της λογοδοσίας και της διαφάνειας των ευρωπαϊκών θεσμών παραμένει ζητούμενο, η συστημική θωράκιση της Ευρωζώνης από μια νέα οικονομική κρίση δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής επεξεργασίας, η τραπεζική και οικονομική ενοποίηση και η προώθηση της φορολογικής εναρμόνισης μεταξύ των κρατών-μελών δεν προχωρά.
Τα παραπάνω ζητήματα βρίσκονται στο επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης στις Βρυξέλλες και σε πολλά κράτη-μέλη, και το επόμενο διάστημα αναμένεται να εντατικοποιηθούν η πολιτική σύγκρουση και οι πρωτοβουλίες των πολιτικών ομάδων. Στην κρίσιμη πολιτική μάχη των ευρωεκλογών καλούμαστε ως ψηφοφόροι να επιλέξουμε με ποιους θα πάμε και ποιους θα αφήσουμε. Εύκολες λύσεις στα παραπάνω μείζονα θέματα δεν υπάρχουν, ούτε είναι εφικτό να προχωρήσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα σε προοδευτική κατεύθυνση χωρίς συμμαχίες και πολιτικά «ανοίγματα» από εκείνες τις δυνάμεις που στέκονται στο πλευρό της κοινωνικής πλειοψηφίας και που θέλουν να υπερασπίζονται τα συμφέροντα των πολλών, και όχι των λίγων.
Δεν υπάρχει λοιπόν «χαλαρή ψήφος» στις ευρωεκλογές. Υπάρχουν συγκεκριμένα πολιτικά διλήμματα και συγκεκριμένες πολιτικές μάχες που πρέπει να δοθούν για τη διαμόρφωση ενός καλύτερου και ασφαλέστερου μέλλοντος για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες και τις νεότερες γενιές. Η συμμετοχή στις ευρωεκλογές κρίνεται επομένως απαραίτητη δίνοντάς μας την ευκαιρία να λάβουμε ενεργά μέρος στη διαμόρφωση του μέλλοντος της Ευρώπης και να εκφράσουμε τις επιλογές μας για το μέλλον. Αν δεν ψηφίσουμε, κάποιος άλλος θα το κάνει για εμάς και μάλιστα κάνοντας διαφορετικές επιλογές από ό,τι θα κάναμε εμείς. Καθώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίζει όλο και περισσότερο για όλο και σημαντικότερα ζητήματα που επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή κρίνεται χρέος όλων μας να επιλέξουμε τους εκπροσώπους μας στο μόνο ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο που εκλέγεται άμεσα από τους πολίτες! Η αποχή από τις ευρωεκλογές προς ένδειξη διαμαρτυρίας ίσως έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο, καθώς μπορεί να δώσει σε όλους επιπλέον λόγους για να διαμαρτυρηθούμε στο μέλλον.
Φοιτήτρια στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ. Τα ενδιαφέροντα της εντοπίζονται στις Διεθνείς Σχέσεις και τις Πολιτικές των Ευρωπαϊκών χωρών. Καθημερινά, ασχολείται με ακαδημαϊκές δράσεις μέσα και έξω από τον χώρο του Πανεπιστημίου, ενώ παράλληλα έχει συμμετάσχει σε μοντέλα προσομοίωσης Ηνωμένων Εθνών.