Του Θεοχάρη Χατζημανώλη,
Στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ. συντελείται ένα γεγονός που σείει την ανθρώπινη κοινωνία και μπορεί ακόμα να θεωρηθεί σημείο μεταστροφής ιστορικών συνιστωσών με σαφές πολιτειακό και κοινωνικό πρόσημο, ο Ιούλιος Γάιος Καίσαρ δολοφονείται στη σύγκλητο από συγκλητικούς συνωμότες.
Ο Ιούλιος Καίσαρας είχε κατορθώσει να ανελιχθεί ταχύτατα στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας στην Ρώμη. Είχε καταλάβει το υπατικό αξίωμα, είχε πάρα πολλές στρατιωτικές επιτυχίες που διεύρυναν καίρια την επικράτεια, ήταν ο πλουσιότερος Ρωμαίος της εποχής του και είχε καταφέρει να πάρει με το μέρος του τον λαό και κάποιους από τους συγκλητικούς.
Ο Καίσαρας ήταν άτομο με άρτια παιδεία και μπορούσε να αναγνωρίσει τις αδυναμίες του πολιτεύματος μίας παραπαίουσας «rei publicae» και ασφαλώς σκόπευε να επιφέρει πολιτειακές μεταρρυθμίσεις, ώστε να ανορθώσει τον κρατικό μηχανισμό, να καταπολεμήσει τις κοινωνικές αδικίες και να μην επιτρέψει στην ρωμαϊκή κοινωνία να γίνει μητέρα νέων εμφυλίων συγκρούσεων. Φορέας όλων εκείνων που αντιπροσώπευαν έως τότε τους παλιούς τύπους της «δημοκρατίας» στη Ρώμη ήταν η Σύγκλητος. Η προοδευτική λοιπόν μεταρρυθμιστική μεθοδολογία του Καίσαρα συγκρούονταν εκ των πραγμάτων με την Σύγκλητο. Πρώτο του λοιπόν μέλημα ήταν να εξασφαλίσει για τον εαυτό του τον ανώτατο έλεγχο σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην προκαλέσει ταραχές και εξεγέρσεις.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ένα νευραλγικό ζήτημα δημόσιας ιστορίας, ρητορικής αλλά και πρόσληψης της εξουσίας για τα ρωμαϊκά έτη. Η ιστορία της «rei publicae» (γνωστή και ως δημοκρατία –λατινικά: res publica, μία μορφή ολιγαρχίας με πολλά δημοκρατικά στοιχεία) ξεκινάει σύμφωνα με την παράδοση το 509 π.χ., όταν κατά την παράδοση εκδιώχθηκε ο τελευταίος Ετρούσκος βασιλιάς της Ρώμης, ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος. Έκτοτε, οι Ρωμαίοι χρωμάτιζαν με τα μελανότερα στοιχεία την περίοδο της βασιλείας (όπως ακριβώς οι Έλληνες μιλούσαν για την τυραννίδα), καθιστώντας την έννοια του απόλυτου άρχοντα ταυτόσημη με κάθε τι αντίθετο στα ιδανικά της πολιτείας, την ομοιόσταση, την πρόοδο και την ευημερία της. Οι Ρωμαίοι έβλεπαν μετά πλήρους απέχθειας οτιδήποτε μπορούσε αναλογικά να αντιστοιχιστεί με την περίοδο της βασιλικής διακυβέρνησης.
Ο Καίσαρας όμως χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον λαϊκό όχλο κατόρθωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να συγκεντρώσει σωρεία ετερόκλητων αξιωμάτων, δημιουργώντας ένα πρωτόγνωρο, για τα δεδομένα της ρωμαϊκής παράδοσης, κράμα εξουσιών. Μέσα στα έννομα πλαίσια κατορθώνει να εκλέγεται ύπατος (ανώτατο αξίωμα) κάθε χρόνο, αποκτά δημαρχιακά δικαιώματα, ενώ παράλληλα κατέχει και υψηλή θέση στην θρησκευτική ιεραρχία (λχ το αξίωμα του pontifex maximus). Εγκαθίδρυσε λοιπόν ένα προσωποπαγές απολυταρχικό καθεστώς και υποστηρίζονταν από τις λαϊκές μάζες, οι οποίες τον έβλεπαν σαν υπεράνθρωπο και σαν θρησκευτικό ήρωα, όπως ο Ηρακλής.
Στην ρωμαϊκή «δημοκρατία» υπήρχε ο τίτλος του δικτάτορα «dictator», ένα αξίωμα το οποίο παραχωρούνταν για μικρό χρονικό διάστημα σε επιφανή άντρα, εν καιρώ μεγάλης κρίσης, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με δραστικά μέτρα. Ο ίδιος ο Καίσαρας, όπως και πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, κατείχε το αξίωμα και το 49 και το 47 πχ. Το 45 πχ όμως ανακηρύχθηκε ισόβιος δικτάτορας. Πλέον, η σώρευση εξουσίας άρχισε να γίνεται περισσότερο αισθητή στην πολιτική κοινωνία της εποχής. Ο Καίσαρας γινόταν αυτό που οι Έλληνες θα ονόμαζαν «Τύραννος».
Ο Καίσαρας σκόπευε να δημιουργήσει μία οικουμενική πανεθνική αυτοκρατορία, συνεχίζοντας τις τόσο πετυχημένες στρατιωτικές επιχειρήσεις που ξεκίνησε. Ήθελε να παραχωρήσει σε όλη την οικουμένη ίσα δικαιώματα με αυτά των Ιταλών, όλα υπό την εξουσία της Ρώμης. Ήθελε να προβεί σε μεταρρυθμίσεις άμεσων ζητημάτων, όπως για παράδειγμα το ημερολόγιο (πράγμα που πέτυχε). Ήθελε να φέρει μόνιμες αλλαγές στο κέντρο των οποίων θα ήταν ο ίδιος. Υπολόγισε τα πάντα με ακρίβεια και σύνεση, οργανώνοντας με μεγάλη επιμέλεια το σχέδιό του. Τα πάντα εκτός από ένα πράγμα, την συγκλητική τάξη, η οποία θα έχανε το πολιτικό και κοινωνικό της μεγαλείο.
Η σύγκλητος δεν ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει τα παραδοσιακά αξιώματα που απολάμβανε για τόσο καιρό. Ο Κάσσιος, ο Μάριος και ο Βρούτος ήταν από τους συγκλητικούς που πρωτοστάτησαν στην μηχανορραφία. Όσον αφορά τον Βρούτο, για τον οποίο η φιλολογική παράδοση έχει ξεχωριστή θέση, η απόφαση να συμμετέχει στη δολοφονία δεν πρέπει να ήταν εύκολη. Είχε πολεμήσει με τον Πομπήιο εναντίον του Καίσαρα στον εμφύλιο πόλεμο, αλλά παρ’όλα αυτά ο Καίσαρας του χάρισε τη ζωή και τον κράτησε κοντά του, σαν να ήταν γιός του. Τελικά, πείστηκε από τον Κάσσιο για τις επικίνδυνες προθέσεις του Καίσαρα.
Η παράδοση τείνει να μνημονεύει κάποιους κακούς οιωνούς πριν τις ειδούς του Μαρτίου, οι οποίες είναι περισσότερο ποιητικές και ανήκουν πιο πολύ στην μυθοπλαστική αφήγηση και όχι στην ιστορία, αλλά αξίζει να τις αναφέρουμε, ώστε να δούμε το πώς ερμηνεύτηκαν τα γεγονότα εκείνη την περίοδο, κατά την οποία η οιωνοσκοπία κατείχε κεντρικό ρόλο στην καθημερινή ζωή και την εξήγηση των συμβάντων. Έλεγαν λοιπόν πως ο Καίσαρας όταν θυσίασε το σφάγιο του, δεν βρήκε την καρδιά του ζώου, κάτι που σήμαινε θάνατο.
Στις 14 Μαρτίου, ενώ δειπνούσε στο σπίτι του Λέπιδου, στην ερώτηση «ποιος είναι ο πιο καλός θάνατος» φέρεται να απάντησε «ο απροσδόκητος», ενώ το ίδιο βράδυ η γυναίκα του ονειρεύτηκε πως τον κρατούσε στην αγκαλιά της μαχαιρωμένο. Στις 15 Μαρτίου, ενώ πήγαινε στην σύγκλητο χαιρέτησε έναν μάντη που του είχε συστήσει να προσέχει «τις ειδούς του Μαρτίου» σχολιάζοντας ειρωνικά «ήρθαν οι ειδοί του Μαρτίου» στο οποίο ο μάντης αντιπρότεινε «Ναι, ήλθαν, αλλά δεν πέρασαν».
Στις 15 Μαρτίου, κατά τις ειδούς, όπως έλεγαν οι Ρωμαίοι για την ημέρα που χωρίζει τον μήνα σε δύο μέρη, ο Καίσαρας ξεκίνησε άρρωστος για την Σύγκλητο όπου θα συζητούσαν για την νέα του εκστρατεία. Η γυναίκα του Καλπουρνία του προσπάθησε να αναβάλει την επίσκεψη του συζύγου της λόγω, όπως παραδίδεται, της κακής της προαίσθησης. Ο Έλληνας σοφιστής Αρτεμίδωρος, που έμαθε για το σχέδιο δολοφονίας του Καίσαρα έγραψε ένα ενημερωτικό σημείωμα και του το έστειλε για να τον προειδοποιήσει, λέγοντάς του πως πρέπει να το διαβάσει αμέσως, γιατί περιέχει σημαντικά πράγματα που τον ενδιαφέρουν, λίγο πριν ο ίδιος εισέλθει στην Σύγκλητο. Απορροφημένος από το κοινό που τον περιέβαλε, δεν διάβασε ποτέ το σημείωμα. Κάποιοι συγκλητικοί μαζί με τον Τίλλιο Κίμβρο όταν ο Καίσαρας κάθισε, προφασίστηκαν ικεσίες για την ανάκληση του εξόριστου αδερφού του Τιλλίου. Όταν ο Καίσαρας αρνήθηκε ο Τίλλιος τράβηξε τον χιτώνα του δίνοντας το σύνθημα στους συνωμότες να ξεκινήσουν την φονική επίθεση. Περικυκλωμένος από περίπου 60 συγκλητικούς ο Καίσαρας ξεψύχησε μετά από 23 μαχαιριές.
Όσον αφορά τις τελευταίες του λέξεις δεν μας είναι γνωστό τι ακριβώς είπε. Άλλες πηγές λένε πως δεν είπε τίποτα, άλλες λένε πως αναφώνησε «Σύ τέκνον;» ενώ σίγουρα όλες συμφωνούν (Πλούταρχος, Σουητώνιος) πως όταν είδε τον Βρούτο μεταξύ των συνωμοτών κάλυψε με τις παλάμες του το πρόσωπό του. Η φράση «και σύ τέκνον Βρούτε;» από το λατινικο «Et tu, Brute?» είναι θεατρική, έχει λυρικό χαρακτήρα και προέρχεται από την τραγωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Ιούλιος Καίσαρ» που γράφηκε μάλλον το 1599. Όσον αφορά γενικότερα την φιγούρα του Βρούτου στην λογοτεχνία και φυσικά την δημόσια ιστορία και πολιτική ρητορική, άλλοτε παρουσιάζεται ως έσχατος προδότης και ηθικά αίσχιστος και άλλοτε ως απελευθερωτής και μαχητής υπέρ πανανθρώπινων ιδανικών. Την πρώτη εκδοχή υποστηρίζει για παράδειγμα ο Δάντης Αλιγκιέρι που στην «Κόλαση» της «Θείας Κωμωδίας» του, τοποθετεί τον Βρούτο στον ένατο κύκλο της κόλασης, ως έναν από τα αισχρότερα πρόσωπα, που η ψυχή τους καταδικάζεται με ανεπίστρεπτη μοίρα και την πιο οδυνηρή τιμωρία, ενώ αντίθετα ο Τζόναθαν Σουίφτ στα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» τον χαρακτηρίζει έναν από τους αγαθότερους ανθρώπους που έζησαν ποτέ.
Εγώ θα αρκεστώ να παραθέσω στίχους του Καβάφη, όπου ο ποιητής δείχνει πώς κάποιες στιγμές τα υψηλά ιδανικά απορροφούν τους ανθρώπους σε τέτοιο βαθμό, που η πτώση τους είναι αναπόφευκτη από παράγοντες που κρίνονται μικρότερης σημασίας.
«Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Aρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’ αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Aρτεμιδώρου.»Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Μάρτιαι Εἰδοί»,1911
Πηγές
- Joël Schmidt, Ιούλιος Καίσαρ (Κασταλία, 2006)
- Michael von Albrecht, Ιστορία της ρωμαϊκής λογοτεχνίας (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2011)
- M. Rostovtzeff, ΡΩΜΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (Παπαζήση,1984)
Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας το 1999. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Στα ενδιαφέροντα και τις δράσεις που αναπτύσσει συμπεριλαμβάνονται θεματικές ενότητες πολιτικής, ιστορίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας και κριτικής της τέχνης. Συμμετέχει σε πολιτικές προσομοιώσεις, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες και ασχολείται από την παιδική του ηλικία με το θέατρο. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά. Στο OffLine Post γράφει ιστορικά θέματα.