Της Μαρίας Αναγνώστου,
Βρισκόμαστε σε μία εποχή, όπου όλοι γύρω μας μιλάνε για ισότητα. Ζητάμε ίσες ευκαιρίες, χωρίς διακρίσεις λόγω φύλου, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων και προσωπικών ιδεών. Η ισότητα είναι πλέον κατοχυρωμένη τόσο στο εθνικό όσο και στο αλλοδαπό δίκαιο. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ισότητα προστατεύεται μέσω της δικαιοσύνης. Όμως κατά ποσό υπάρχει ισότητα μέσα στην ιδία τη δικαιοσύνη; Και για να κάνουμε το ερώτημα λίγο πιο συγκεκριμένο: έχουν άραγε όλοι οι άνθρωποι τη δυνατότητα να συμμετάσχουν απρόσκοπτα στις δικαστικές διαδικασίες; Το ζήτημα είναι κρίσιμο και παρόλο που έχει συζητηθεί αμέτρητες φορές και έχει κατοχυρωθεί σε διεθνείς συμβάσεις παρατηρούμε ότι τελικά ακόμα δεν εφαρμόζεται στην πράξη αυτή η πολυπόθητη ισότητα ενώπιον της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, η πρόσβαση στη δικαιοσύνη είναι ένα από τα βασικά θεμελιώδη δικαιώματα. Tόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκούν προσφυγές κατά αδικοπραξιών και να υπερασπίζονται τον εαυτό τους και τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο των αστικών, διοικητικών και ποινικών διαδικασιών. Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη αποτελεί ένα βασικό και αλληλένδετο στοιχείο με την έννοια του κράτους δικαίου. Αυτό έχει ως επακόλουθο τα κράτη να υποχρεούνται να προστατεύουν το δικαίωμα αυτό, το οποίο περιλαμβάνει και άλλα ανθρώπινα δικαιώματα όπως είναι το δικαίωμα στην προστασία της αξίας του ανθρώπου, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη(άρθρο 6 ΕΣΔΑ, και το άρθρο 47 του ΧΘΔ) κ.α.
Βασικό στοιχείο του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη αποτελεί το δικαίωμα αποτελεσματικής συμμετοχής στις δικαστικές διαδικασίες. Γι’ αυτό άλλωστε και διασφαλίζεται στο άρθρο 13 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία. Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι τα άτομα με ειδικές δεξιότητες έχουν τα ίδια δικαιώματα με τα υπόλοιπα άτομα όσον αφορά την πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη, τη δίωξη άλλων ατόμων ενώπιον δικαστηρίου, την άσκηση του ρόλου τους ως μαρτύρων και την εν γένει συμμέτοχη τους στην δικαιϊκή διαδικασία. Παράλληλα, τα συμβαλλόμενα στην Σύμβαση κράτη οφείλουν να εξασφαλίζουν στα άτομα με αναπηρία τις ανάλογες διευκολύνσεις, ώστε να μπορούν και αυτοί με τη σειρά τους να ασκούν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους στο ίδιο επίπεδο και σε ίση βάση με τους υπόλοιπους. Αυτή η ρύθμιση, όμως, οφείλει να αποτελεί επιτακτική ανάγκη κάθε κοινωνίας και όχι απλώς ένα νομοθετημένο πλην όμως ξεχασμένο γεγονός.. Αυτό είναι δυνατόν, μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης και κατάρτισης των δικαστικών λειτουργών και αστυνομικών αρχών, καθώς επίσης και μέσα από τη χρήση της νοηματικής γλωσσάς, αλλά και τη χρήση εγγράφων σε μορφές Braille, τόσο κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας του δικαστηρίου όσο και στο προανακριτικό επίπεδο.
Η προστασία του δικαιώματος της πρόσβασης στη δικαιοσύνη κατοχυρώνεται, επιπρόσθετα, στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και ειδικότερα στο άρθρο 20 αυτού, το όποιο επιβεβαιώνει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στο νομό. Παράλληλα, το άρθρο 21 του Χάρτη απαγορεύει τις διακρίσεις εξαιτίας της αναπηρίας και κατοχυρώνει εμπράκτως την ισότητα των ατόμων και στην κοινωνία, ως μέλη του ίδιου κοινωνικού συνόλου.
Επίσης, το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία κατοχυρώνεται μέσω του παραγώγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως μέσω κάποιων Οδηγιών. Ενδεικτικά αναφέρουμε την Οδηγία 2012/13/ΕΕ, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, την Οδηγία 2010/64/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα σε μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία και την Οδηγία 2013/48/ΕΕ, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. Σκοπός όλων αυτών είναι τα κράτη να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες δεξιότητες και ανάγκες των υπόπτων και των κατηγορούμενων.
Ένα ακόμα βασικό ζήτημα, κυρίως για τα άτομα που έχουν κάποια νοητική υστέρηση ή ψυχικές ασθένειες, είναι το θέμα της ικανότητας δίκαιου. Η Σύμβασης για τα Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία στο άρθρο 12 ορίζει ότι τα,“άτομα με αναπηρία έχουν το δικαίωμα αναγνώρισης της προσωπικότητας τους από το νόμο’’. Η ικανότητα δικαίου περιγράφεται γενικά ως η εκ του νομού αναγνώριση των αποφάσεων που λαμβάνει ένα φυσικό πρόσωπο: και το καθιστά υποκείμενο δίκαιου και κάτοχο εννόμων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων’’. Η αναγνώρισή τους αυτή είναι αναγκαία για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, καθώς άτομα που στερούνται ικανότητας δίκαιου δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση αυτοπροσώπως στη δικαστική οδό, παρά μόνο με δικαστικό αντιπρόσωπο.
Καταλήγοντας, όλοι μπορούμε, τελικά, να αντιληφτούμε ότι υπάρχει ένα πλήθος νομοθετικών ρυθμίσεων που καθορίζει και, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι επιτάσσει την ισότητα στο δικαίωμα όλων των φυσικών προσώπων να έχουν πρόσβαση στις ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένου των ατόμων με αναπηρία. Όμως, παρατηρούμε ότι σε πολλές περιπτώσεις, οι ρυθμίσεις αυτές βρίσκονται απλώς στη θεωρία και δεν πραγματοποιούνται. Είναι καιρός λοιπόν να σταματήσουμε να ζούμε σε έναν ιδεατό, πλασματικό κόσμο και να επικεντρωθούμε στην πραγματικότητα. Είναι η ώρα η θεωρία να γίνει πράξη.
Πηγές
- Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και προαιρετικό Πρωτόκολλο, Περιφερειακό κέντρο πληροφόρησης των Ηνωμένων Εθνών
- Εγχειρίδιο σχετικά με την ευρωπαική νομοθεσία για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, Council of Europe
- Η προσβασιμότητα: ένα νέο δικαίωμα στο διεθνές νομικό πλαίσιο προστασίας των Ατόμων με Αναπηρία, Παρούλα Νάσκου-Περράκη
Γεννήθηκε το 1999 στην πανέμορφη πόλη της Θεσσαλονίκης και σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του ΑΠΘ. Έχει συμμετάσχει σε πληθώρα προσομοιώσεων Ηνωμένων Εθνών, επιστημονικών συνεδρίων, πανελλήνιων διαγωνισμών και εθελοντικών προγραμμάτων. Γνωρίζει αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά. Της αρέσουν τα ταξίδια, η μουσική και προχωράει με την ιδέα ότι «κάθε μέρα είναι μία νέα αρχή, μία ακόμη ευκαιρία για να κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο και να κατακτήσουμε τα όνειρα μας».