Του Άγγελου Μαρίνου,
Το πρώτο άρθρο που υπέγραψε ο υποφαινόμενος αναφερόταν στις Σουηδικές εκλογές του 2018. Είχα γράψει τότε για το πώς τα δύο κυρίαρχα κόμματα έχουν οδηγήσει τις βάσεις τους σε μία κατάσταση σήψης, ανέλπιδης παρακμής, με καρπό τον κίνδυνο ανόδου των εθνικιστών. Χωρίς πραγματική βελτίωση στον ορίζοντα για καμία από τις δύο ομάδες, υπήρχε σοβαρό ρίσκο οι εκλογές του 2022 να είναι αυτό ακριβώς που φοβόντουσαν για το 2018. Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν μία ακόμα πιο αποδυναμωμένη ‘κεντροδεξιά’ (μη ξεχνιόμαστε, μιλάμε για τη Σουηδία), και μία στατική αριστερά. Ένα περιβάλλον τέλειο για το τρίτο κόμμα, τους εθνικιστές Σουηδούς δημοκράτες, οι οποίοι μέλλεται να ενισχυθούν από το αποτέλεσμα των επερχόμενων ευρωεκλογών, καθώς και συνεχίζουν τον ανοδικό τους περίπατο στην Σουηδική πολιτική σκηνή.
Οι εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στην Εσθονία στις 10/3, παρουσίασαν την ίδια εικόνα. Τα δύο κύρια κόμματα που “πάλεψαν” για τη πρωτιά, (από 25 στις 24 έδρες) Reform Party και Centre Party, επιδίωξαν να τεθούν ενάντια στο ευρωσκεπτικό κόμμα,” Conservative People’s Party ” (από 7 στις 19 έδρες), ενώ ταυτόχρονα να σταθούν και το ένα απέναντι στο άλλο. Στο τέλος της ημέρας, οι κεντροδεξιοί του Reform Party αναδείχθηκαν νικητές, κερδίζοντας τις 34 έδρες από τις 101 του Εσθονικού κοινοβουλίου. Το πρόβλημα ωστόσο, έγκειται στο γεγονός ότι οι θέσεις των δύο πρώτων κομμάτων για το δημοσιονομικό μέλλον της Εσθονίας, είναι φύσει αντιδιαμετρικές. Επομένως, οποιαδήποτε συνεργασία θα ήταν το λιγότερο πολιτικά τραγελαφική και επιζήμια. Οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια για συνεργασία με τα άλλα δύο μικρότερα κόμματα, τους συντηρητικούς και τους σοσιαλδημοκράτες, θα φέρει τα ίδια αποτελέσματα, καθώς και πάλι η βάση του πρώτου κόμματος θα προσβληθεί, όπως και η βάση των μικρότερων κομμάτων. Εννοείται δε, ακριβώς όπως και στη περίπτωση της Σουηδίας, ότι όλα τα κόμματα αρνούνται κατηγορηματικά οποιουδήποτε είδους συνεργασία με τους ευρωσκεπτικιστές.
Κοινώς , σε μία ακόμα Ευρωπαϊκή εθνική εκλογική αναμέτρηση, οι ευρωσκεπτικιστές κερδίζουν έδαφος όσο οι αντίθετες δυνάμεις το χάνουν, καθώς είναι πολύ απασχολημένες να κρατούν ένα μαχητικό προφίλ για τις βάσεις τους, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να μιλήσουν με την μετριοπάθεια. Το αποτέλεσμα αυτής της “βαβούρας”, όπως και στη Σουηδία, εξυπηρετεί τον φαινομενικά πιο σίγουρο, και δυστυχώς ή ευτυχώς, οι μόνοι που φαίνονται σίγουροι για το τι θέλουν και το τι λένε, είναι οι ευρωσκεπτικιστές.
Τόσο η Εσθονία, όσο και η Σουηδία, δε βρίσκονται σε κάποια τραγική κατάσταση, όσον αφορά το θέμα του ευρωσκεπτικισμού. Αμφότερες ωστόσο, έχουν αρχίσει να φέρουν τα σημάδια του. Η Εσθονία αποτελεί «poster boy» μιας σύγχρονης εξέλιξης και ανάπτυξης κράτους εντός Ευρωπαϊκού εδάφους, ενώ η Σουηδία «poster boy» της σοσιαλδημοκρατίας. Μία πιο ακραία εξέλιξη θα έδινε σήμα ανατροπής στη περίπτωση της Σουηδίας, ένα προπύργιο των Ευρωπαϊκών αξιών. Μια ακραία εξέλιξη στη περίπτωση της Εσθονίας, θα ερχόταν να προσθέσει στο ήδη ισχυρό μπλοκ των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων.
Αναμένουμε λοιπόν για τις επόμενες κινήσεις της Ένωσης, η οποία πρέπει να αντιμετωπίσει αυτές τις απειλές και να ενοποιήσει τα συμμαχικά σε αυτή εγχώρια μπλοκ. Ελάσσον πρόβλημα είναι ότι τα μέλη αυτών των συμμαχικών μπλοκ θα πρέπει να σταματήσουν να βάζουν τρικλοποδιά στον εαυτό τους. Μείζον πρόβλημα, είναι η εικόνα της σύγχρονης δημοκρατίας εντός της Ένωσης.
Αναφέρομαι προφανώς σε αυτό το αντιαισθητικό φαινόμενο, με τρίτα κόμματα που τους αρνείται οποιαδήποτε αξιοκρατική θέση στις κυβερνήσεις. Παρότι είναι λογικό και θεμιτό σε πολλές από τις περιπτώσεις, θα έπρεπε να είναι σπάνιο ως φαινόμενο. Το γεγονός ότι έχει αρχίσει να αποτελεί την κανονικότητα, σημάνει αλλαγή στο εγχώριο πολιτικό γίγνεσθαι των κρατών, και κατ’ επέκταση αλλαγή στην πολιτική της Ένωσης. Όσο αυτή η ροή φαινομένων διατηρείται, οι ευρωσκεπτικιστές συνεχίζουν να προβάλλονται ως τα μαύρα πρόβατα του συστήματος, μία εικόνα που ενισχύεται κάθε φορά που τα άλλα κόμματα τους αρνούνται με τις ευχές της Ε.Ε.. Σε κάποιες χώρες αυτό δεν σημαίνει πολλά, αλλά σε άλλες σημαίνει αντίσταση στο Ευρωπαϊκό κτίσμα. Αντίσταση μάλιστα, σε μία περίοδο όπου είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία των κρατών για άρνηση, χωρίς να είναι γνωστό ούτε το τι απορρίπτουν, ούτε με πιο σκοπό στη συνέχεια.
Γεννηθείς το 1996 στη Κομοτηνή, είναι φοιτητής του Οικονομικού Τμήματος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, με κατεύθυνση στην οικονομική ανάλυση. Διαθέτοντας ακόρεστο ενδιαφέρον για τα πολιτικά, αρθρογραφεί στην κατηγορία των Οικονομικών του OffLine Post.