Της Αργυρώς Μαστροκούκου,
Γενικά ως σύμβαση καλείται το αποτέλεσμα της διασταύρωσης δηλώσεων βούλησης, δηλαδή της προσφοράς και της ζήτησης. Η δήλωση βούλησης δε αποτελεί το αποτέλεσμα της διαδικασίας κατά την οποία γίνεται επιλογή της καλύτερης προσφοράς ανάμεσα σε περισσότερες.
Με τον όρο «δημόσιες συμβάσεις» καλούνται ειδικότερα οι «συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας, οι οποίες συνάπτονται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσότερων οικονομικών φορέων και μιας ή περισσότερων αναθετουσών αρχών / αναθετόντων φορέων και έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών» (βλ. άρθρο 1 οδηγίας 2004/18/ΕΚ). Για την πρόσβαση, όμως, των οικονομικών φορέων στην αγορά δημοσίων συμβάσεων είναι απαραίτητη η τήρηση τόσο των κοινών κανόνων δημοσιότητας των σχετικών διαγωνιστικών διαδικασιών, ώστε να υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή ενημέρωση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων να συμμετάσχουν στον οικείο διαγωνισμό, όσο και η τήρηση των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής με σκοπό την ίση μεταχείριση των υποψηφίων αναδόχων. Επεξηγηματικά ως προς την δημοσιότητα, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να προβεί στην προκήρυξη του διαγωνισμού, όπου οριοθετεί με ακρίβεια τις ανάγκες της, προς ικανοποίηση των οποίων επιθυμεί την σύναψη δημόσιας σύμβασης και συγχρόνως ενημερώνει τους οικονομικούς φορείς γι αυτό προκειμένου να αναπτυχθεί υγιής ανταγωνισμός.
Η διαγωνιστική διαδικασία μετά από την επέλευση των διαδοχικών στοιχείων οδηγεί στην κατάρτιση της δημόσιας σύμβασης. Στο πρώτο στάδιο λαμβάνει χώρα μια ποιοτική επιλογή, κατά την οποία αποκλείονται όσες υποψηφιότητες δεν πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις της εντιμότητας και της φερεγγυότητας. Στους κλειστούς διαγωνισμούς υπάρχει και μια συμπληρωματική φάση αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων των «υποψηφίων», κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή αξιολογεί την τεχνική και χρηματοοικονομική ικανότητα των υποψηφίων και συγκροτεί ένα κατάλογο προεπιλεγέντων (short list), τους οποίους προσκαλεί στην συνέχεια να υποβάλλουν προσφορά στο δεύτερο στάδιο της κλειστής διαδικασίας. Σε ένα δεύτερο στάδιο η επιλογή και η εξονυχιστική εξέταση των προσφορών των διαγωνιζόμενων οδηγεί στον αποκλεισμό εκείνων από αυτές που είναι ανεπαρκείς.
Η αναθέτουσα αρχή οφείλει να κινείται κατά την διαδικασία της επιλογής με γνώμονα τις αρχές του ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης. Όλοι οι συμμετέχοντες οφείλουν να σέβονται και να ακολουθούν πιστά τους κανόνες και τις αρχές, ενώ ταυτόχρονα η αναθέτουσα αρχή είναι υπεύθυνη να προασπίσει και να εγγυηθεί το αδιάβλητο και το αμερόληπτο της όλης διαδικασίας και την εξέλιξη αυτής κατά τρόπο που να διασφαλίζει την ανάπτυξη ανόθευτου και πραγματικού ανταγωνισμού ανάμεσα στους οικονομικούς φορείς.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ερώτημα εάν καθιερώνεται μια ιεραρχία στους τύπους των διαδικασιών σύναψης της δημόσιας σύμβασης. Από την μία πλευρά το ενωσιακό δίκαιο καθιερώνει μια ιεραρχία, κατά την οποία το προβάδισμα ανήκει στις ανοικτές ή κλειστές διαγωνιστικές διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά βέβαια υποστηρίζεται ότι οι οδηγίες της ΕΕ για τις δημόσιες συμβάσεις καθιστούν καταρχήν σαφές πως όλες οι προαναφερόμενες διαδικασίες ανάθεσης είναι, καταρχήν διαθέσιμες στις αναθέτουσες αρχές, εκτός και αν ο ενωσιακός νομοθέτης έχει ορίσει κάτι ρητά.
Αρμόδιες για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων είναι οι αναθέτουσες αρχές. Σε αυτές περιλαμβάνονται το κράτος, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου. Ως οργανισμός δημοσίου δικαίου μπορεί να χαρακτηριστεί κάθε οργανισμός, ο οποίος σωρευτικά καλύπτει τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό για την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα
β) έχει νομική προσωπικότητα και
γ) χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή η διαχείρισή του ελέγχεται από τους οργανισμούς αυτούς ή περισσότερο από το 50 τις εκατό των μελών του διοικητικού ή διευθυντικού ή εποπτικού συμβουλίου, διορίζεται από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.
Οι αναθέτουσες αρχές επιτρέπουν την συμμετοχή στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων σε συγκεκριμένους οικονομικούς φορείς κατά αποκλειστικότητα σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 110 του ν. 4412/2016. Οι συμβαλλόμενοι οικονομικοί φορείς είναι οι ακόλουθοι :
α) προστατευόμενα παραγωγικά εργαστήρια κατά το άρθρο 17 του ν. 4412/2016
β) κοινωνικοί συνεταιρισμοί περιορισμένης ευθύνης κατά το άρθρο 12 του ν. 4412/2016
γ) κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις ένταξης του άρθρου 2 §2 περίπτωση α του ν. 4019/2011 και
δ) κάθε άλλο οικονομικό φορέα με σκοπό την κοινωνική και επαγγελματική ένταξη ατόμων με αναπηρία ή μειονεκτούντων προσώπων, εφόσον περισσότεροι από 30 τις εκατό των εργαζομένων του είναι ανάπηροι ή μειονεκτούντες εργαζόμενοι.
Καταλυτικό ρόλο κατά την διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων διαδραματίζει η εχεμύθεια. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 4412/2016 η αναθέτουσα αρχή δεν αποκαλύπτει πληροφορίες των οικονομικών φορέων, τις οποίες έχουν χαρακτηρίσει με δήλωσή τους, ως εμπιστευτικές. Δεν χαρακτηρίζονται βέβαια ως εμπιστευτικές οι τιμές μονάδος, οι προσφερόμενες ποσότητες, η οικονομική προσφορά και τα στοιχεία της τεχνικής προσφοράς.
Οι έχοντες έννομο συμφέρον δικαιούνται ύστερα από αίτησή τους, να λαμβάνουν γνώση των διοικητικών και ιδιωτικών εγγραφών, πλην αυτών που αφορούν τα προσωπικά δεδομένα. Τέλος το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα ασκείται είτε με μελέτη του εγγράφου στην Υπηρεσία, είτε με χορήγηση αντιγράφου.
Πηγές
- Γέροντας Α./ Λύτρας Σ./ Παυλόπουλος Π./ Σιούτη Γ./ Φλογαϊτης Σ., Διοικητικό Δίκαιο
- Μιχάλης Οικονόμου, Δημόσιες συμβάσεις και δίκαιο ελεύθερου ανταγωνισμού
- Δημήτρης Γ. Ράϊκος, Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων, Β’ Έκδοση
- Δημήτρης Γ. Ράϊκος, Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων, Β’ Έκδοση
- Αποστόλης Γέροντας, Δίκαιο Δημοσίων Έργων : Η Διοικητική Σύμβαση- Ανάθεση- Εκτέλεση- Δικαστική Προστασία