Του Γιάννη Βεργίδη,
Αν μιλήσουμε με όρους πολιτικής επιστήμης, ο συντηρητισμός αναγνωρίζεται ως ιδεολογία, σε διανοητικό επίπεδο. Όμως πόσο σίγουροι είμαστε ότι πρόκειται για μια αμιγώς συγκροτημένη θεωρία που να ανταποκρίνεται στον όρο αυτό; Σε περίπτωση λοιπόν που δεν είναι ιδεολογία τότε τι είναι;
Καταρχάς ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, η Ελληνική κοινωνία στη βάση της είναι συντηρητική. Για τη ακρίβεια είναι τόσο συντηρητική που ακόμα και όσοι δηλώνουν «εχθροί» της εν λόγω ιδεολογίας-στάσης, επιλέγουν να ζουν υπό τους όρους του. Η λέξη «σύστημα» και η διάβρωση ή η αφομοίωση που μας προκαλεί είναι μια υπαρκτή δικαιολογία αλλά όχι και ικανή ώστε να το φορτώσουμε εκεί.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σ. Βανδώρος στο βιβλίο του «Εισαγωγή στις πολιτικές ιδεολογίες», δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι διανοητές που αναγνωρίζονται ως συντηρητικοί (Oakeshott) κάνουν λόγο για μια ψυχοδιανοητική τάση, μια προδιάθεση εν γένει η οποία είναι αυτή που καθορίζει το συντηρητικό στοιχείο. Αυτός ο συλλογισμός διαμορφώνει τον ίδιο τον πυρήνα της έννοιας και εντάσσει μέσα σε αυτόν ψυχολογικά στοιχεία που διαμορφώνουν μια στάση ζωής. Μια στάση ζωής που επιλέγει την διατήρηση του ήδη υπάρχοντος, που αγαπά τη παράδοση και αποστρέφεται το νέο και τη καινοτομία διότι φαντάζουν ως καταστάσεις άγνωστες, ως βουτιά στα βαθιά.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος «ναι αλλά και οι άλλες ιδεολογίες δεν διακατέχονται από μια ευρύτερη στάση ζωής;». Φυσικά και ναι, το θέμα είναι πως στη περίπτωση του συντηρητισμού η χρήση του όρου της ιδεολογίας συγκαλύπτει την ψυχολογική διάσταση της έννοιας η οποία κυριαρχεί και αυτό γιατί δεν διαθέτει δική του πολιτική ταυτότητα. Η ατζέντα του καθορίζεται από τα συμφέροντα της ισχυρής τάξης της εποχής γι’ αυτό και στη παρούσα ιστορική στιγμή παρατηρείται η σύμπλευση με την αστική τάξη και τα συμφέροντα αυτής. Αρκεί απλά μια ιστορική αναδρομή τη περίοδο που το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της φεουδαρχίας έπνεε τα λοίσθια και τη θέση του έπαιρνε ο καπιταλισμός, εκεί οι συντηρητικοί αντιμάχονταν σθεναρά τους φιλελεύθερους σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν αναλλοίωτες τις κοινωνικές δομές.
Για να μπορέσει να επιβιώσει ως ρεύμα, υπέδειξε προσαρμοστικότητα, αλλιώς δεν δικαιολογείται η επικράτηση του σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο αν θεωρήσουμε τις αξίες του παρωχημένες. Ο μηχανισμός προσαρμογής του συντηρητισμού, έτσι όπως γίνεται αντιληπτός τουλάχιστον με απλοϊκό τρόπο θα λέγαμε πως είναι ο εξής: οι θέσεις των φιλελεύθερων του σήμερα τείνουν να υιοθετούνται από τους συντηρητικούς του αύριο. Με αυτό τον τρόπο καταφέρνουν να παραμένουν στο επίκεντρο αποφεύγοντας τη στασιμότητα που θα οδηγούσε σύντομα στον περιορισμό και την εξαφάνιση τους από τον κοινωνικοπολιτικό χάρτη.
Επιλέγουν αρχικά να απορρίπτουν την αλλαγή επικαλούμενοι ανθρωπολογικούς και ψυχολογικούς όρους, επομένως στην ουσία πρόκειται για μια ξεκάθαρη ψυχική και συμφεροντολογική στάση η οποία καθοδηγεί τη συγκεκριμένη συμπεριφορά και γι αυτό είναι περιορισμένη σε στενά πλαίσια αδυνατώντας να ανταποκριθεί στα «ιδεολογικά προαπαιτούμενα».
Συμπερασματικά, λοιπόν, πρόκειται περισσότερο για μια προδιάθεση του ατόμου και μια στάση ζωής που προκύπτει βιωματικά στον καθένα, πάρα για μια συγκροτημένη πολιτική θεωρία ικανή ώστε να εξαλείψει αυτού του είδους τις συζητήσεις και διχογνωμίες.
Γεννημένος στις 10 Μαΐου το 1999 και μεγαλωμένος στις Σέρρες. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στη Κομοτηνή. Εργάζεται ως ραδιοφωνικός παραγωγός σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό της Κομοτηνής.