Της Σοφίας – Ζωής Παράσχου,
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα μικρό κορίτσι που ζούσε στη Συρία, η Reem. Οι συνθήκες ήταν δύσκολες, πόλεμος και φόβος κυριαρχούσαν. Η οικογένεια της είχε σκοτωθεί οπότε ήταν μόνη στον κόσμο, αβοήθητη, κυρία πλέον του εαυτού της. Μια μέρα, νωρίς το πρωί, μετά από ένα βράδυ αϋπνίας λόγω των αδιάκοπων βομβαρδισμών, αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα. Να παίξει στη ρουλέτα την ίδια της τη ζωή και, είτε να κερδίσει, είτε να τα χάσει όλα. Ήξερε πως αν έμενε στη Συρία, η κατάληξη της ήταν σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια δεδομένη. Θα έφευγε, λοιπόν. Θα αναζητούσε νέα πατρίδα, νέα στέγη, νέα ζωή. Θα διεκδικούσε αυτά που της αξίζουν, που αξίζουν σε κάθε άνθρωπο. Αγαθά για άλλους δεδομένα. Ασφάλεια, στέγη, φαγητό, νερό, ζωή!
Πάλεψε πολύ. Ταξίδεψε πολύ. Δυσκολεύτηκε πολύ. Αγωνίστηκε και έφτασε. Έφτασε στην Ελλάδα. Ήλιος, κύματα, θάλασσα, ομορφιά. Ήλπιζε σε μια επανεκκίνηση, σε ένα σβήσιμο του παρελθόντος και μια αρχή ενός φωτεινού μέλλοντος. Ήλπιζε.
Στη διαδρομή, συνάντησε πολλά εμπόδια. Συνάντησε εχθρούς, έκανε φίλους, αντιμετώπισε ξενοφοβικές αντιλήψεις, ρατσισμό, απανθρωπιά αλλά και αγάπη, συντροφιά, βοήθεια! Δίπλα της στάθηκαν πολλοί, σε μια χρονική στιγμή που τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Ένα «μετά τί;» αιωρούνταν. Στέγη; Αντίσκηνα. Τροφή; Λιγοστή και ευκαιριακή. Φόβος και αβεβαιότητα; Κυρίαρχα συναισθήματα. Έπρεπε κάτι να κάνει, να αγωνιστεί για να διασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον. Η πάλη δεν τελειώνει ποτέ τελικά. Ύστερα από λίγο καιρό, όμως, προσπάθειας και απόγνωσης, ανακάλυψε κάτι που θα απέβαινε αργότερα πολύ σημαντικό για εκείνη. Έναν μεγάλο σύμμαχο στην επανένταξη της σε μια κοινωνία, μια χείρα βοηθείας, μια μαμά και έναν μπαμπά, το πρόγραμμα ESTIA.
Το ESTIA, είναι ένα πρόγραμμα Στήριξης Έκτακτης Ανάγκης για την Ένταξη και τη Στέγαση που διοργανώνεται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, η οποία συνεργάζεται με την ελληνική Κυβέρνηση, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Σκοπός, η παροχή στέγασης σε διαμερίσματα και η στήριξη μέσω προπληρωμένων καρτών των προσφύγων και αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα με την χρηματοδότηση του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασίζεται στη συνεργασία της Ύπατης Αρμοστείας με εταίρους, όπως η ίδια τους αποκαλεί, οι οποίοι επιτελούν αυτό το λειτούργημα, αναλαμβάνοντας ομάδες προσφύγων σε διαφορετικές περιοχές.
Ένας από τους εταίρους είναι και ο δήμος Αθηναίων, ο οποίος απασχολεί αρκετούς υπαλλήλους γι’ αυτό το σκοπό. Οι τελευταίοι, αναλαμβάνουν ο καθένας από μερικές οικογένειες ή μεμονωμένα άτομα, τους βρίσκουν στέγη και από εκεί και πέρα επιτελούν το ρόλο του συμβούλου, ψυχολόγου, πατέρα, μητέρας για τα άτομα αυτά. Είναι δίπλα τους βράχοι, για να διευκολύνουν με κάθε τρόπο την ένταξη τους στην ελληνική κοινωνία και την αποκατάσταση μιας στοιχειώδους ισορροπίας στη ζωή τους. Τα τηλέφωνα τους είναι πάντα ανοιχτά, ακόμα και ώρες που υπό κανονικές συνθήκες είναι αφιερωμένες στους εαυτούς τους και στις οικογένειες τους. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που παιδιά, τα οποία κατέφθασαν μόνα τους στην Ελλάδα, ταύτισαν και αντιμετώπιζαν τους εκάστοτε εργαζομένους που τα ανέλαβαν κυριολεκτικά σαν γονείς τους. Ένα λειτούργημα, μια τεράστια κοινωνική προσφορά, μια επιπλέον οικογένεια που κατέφθασε για βοήθεια.
Στο πρόγραμμα αυτό δε χωρούν μόνο έμμισθοι εργαζόμενοι αλλά και εθελοντές. Ο εθελοντισμός αυτός, αφορά κυρίως στο εκπαιδευτικό κομμάτι. Ο προσφυγικός κόσμος λαχταρά για πάσης φύσεως διδασκαλία, εκπαίδευση και διεύρυνση των οριζόντων του. Έτσι, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι παραδίδουν αφιλοκερδώς μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας σε μικρούς και μεγάλους. Παιδιά και ενήλικοι πρόσφυγες καλοδέχονται κάθε νέα γνώση ενώ η λαχτάρα τους για εκπαίδευση φαίνεται και από το γεγονός ότι, πολλοί από αυτούς, μόλις κατέφθασαν στην Ελλάδα και ολοκλήρωσαν τα διαδικαστικά, γράφτηκαν σε ελληνικά σχολεία ώστε να μάθουν την ελληνική γλώσσα, να εξασφαλίσουν έστω και μια στοιχειώδη εκπαίδευση και κυρίως να αισθανθούν πως η καθημερινότητα τους έχει κάποια στοιχεία ισορροπίας και φυσικότητας.
Μιλώντας με μια υπάλληλο που εργάζεται στο πρόγραμμα και, εκ των υστέρων επεξεργαζόμενη τις περιγραφές της, έρχονται στο μυαλό μου εικόνες ανθρώπων φοβισμένων, αποφασισμένων, όμως, να παλέψουν και να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Μου διηγείται ότι το συναίσθημα το οποίο κυριαρχεί στην ψυχή της είναι αυτό της αδικίας. Της αδικίας που κάποιοι άνθρωποι, με οστά και όργανα, όπως εμείς, με καρδιά και νου, όπως εμείς, με συναισθήματα, ελπίδες και προσδοκίες, όπως εμείς, εξαναγκάζονται βίαια να εγκαταλείψουν οικογένεια και φίλους και να μεταβούν, με πολλούς κινδύνους, σε μια άγνωστη νέα ζωή, μακριά από τις πατρογονικές τους εστίες, την ιστορία και τις παραδόσεις τους, στην οποία μέλλει να αντιμετωπίσουν τρομερές δυσκολίες και τρομερή αβεβαιότητα, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν αγαθά που για μερικούς είναι δεδομένα. Συγκινείται όταν μου διηγείται την έκφραση στα μάτια τους, όταν διαπιστώνουν ότι έχουν ένα κατάλυμα ή όταν τα παιδιά κρατάνε ένα βιβλίο στο χέρι. Όλη τους η ζωή είναι συγκεντρωμένη στην καλύτερη περίπτωση σε μία τσάντα, μπορεί, όμως, και σε ένα απλό φάκελο. Εκεί ανατρέχουν για να διηγηθούν ποιοι είναι, από που ήρθαν και τι βίωσαν. Αυτό είναι η περιουσία τους, η ταυτότητά τους…
Μέσα, λοιπόν, σε όλη αυτή την στενόχωρη κατάσταση, υπάρχουν και ηλιαχτίδες φωτός, «εστίες» ήλιου, που ξεδιπλώνουν ένα λαμπρό και φωτεινό μέλλον για τους πρόσφυγες, αρκεί η ελπίδα να μη σβήσει και ο αγώνας να συνεχιστεί. Και το λειτούργημα που εκπέμπει φως, δεν είναι μόνο οι φορείς και τα προγράμματα που οργανώνονται -μερικά από τα οποία είναι «καθαρά» και χωρίς περαιτέρω σκοπούς ενώ άλλα ακριβώς το αντίθετο- αλλά οι άνθρωποι οι οποίοι, παρ’ότι κουβαλούν στην «πλάτη» τους τα προσωπικά τους προβλήματα, τον προσωπικό τους «σταυρό», επιλέγουν να εισχωρήσουν, σαν καλοί Σαμαρείτες, στον κόσμο των προσφύγων, να βοηθήσουν, να φωτίσουν και να προσπαθήσουν να μετριάσουν πόνο, δυστυχία και τρόμο μα κυρίως να μετριάσουν αυτή την αδικία και να προσφέρουν, όσο μπορούν, ασφάλεια, αγάπη και στοιχειώδεις συνθήκες ανθρώπινης διαβίωσης. Αυτό, και μόνο αυτό, είναι το πραγματικό λειτούργημα, άξιο, πραγματικά, θαυμασμού.
Η Reem έχει μέλλον χάρη σε εκείνους που πάλεψαν και παλεύουν γι’αυτό.
Τελικά, ίσως να μη ζούμε σε ένα καταδικασμένο κόσμο, όπως πολλοί πιστεύουμε. Τελικά, ίσως να υπάρχει ελπίδα.
«Όλα δουλεύουν στην πλάση. Για δες: τα μελίσσια βουίζουν,
απ’ τις φωλιές τους οι σάλιαγκοι βγήκαν· στρουθιά φτερουγίζουν.
Kαι να που κι ο γέρος χειμώνας κι αυτός στο γαλάζιο του απείρου
έχει στα μάτια του, κάτι σαν φως ανοιξιάτικου ονείρου.Mόνος εγώ μέσα σ’ όλα με δίχως δουλειά τριγυρνάω,
κι ούτ’ αγαπώ, κι ούτε μέλι τρυγώ, κι ούτε πια τραγουδάω.Kι όμως γνωρίζω κάτι άγνωστους όχτους που αμάραντ’ ανθίζουν,
ξέρω κρυμμένες πηγές που το νέκταρ σε ρυάκια σκορπίζουν.
Για άλλους αμάραντ’, αλίμονο γι’ άλλους αν θέλετ’ ανθίστε·
όχι! για με μην ανθίστε. Mακριά μου ρυάκια κυλήστε·
μ’ έν’ αστεφάνωτο μέτωπο φεύγω, με χείλη φρυγμένα,
κι αν με ρωτάς ποιος με πνίγει καημός, άκου τούτο από μένα:δίχως ελπίδα η δουλειά νέκταρ μέσα σε κόσκινο χύνει,
και δίχως κάποιο σκοπό η ελπίδα δε ζει μήτ’ εκείνη.»Samuel Taylor Coleridge, Ζωή δίχως ελπίδα
Γεννηθείσα το 1999. Είναι φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από πολύ μικρή ηλικία, ξεκίνησε να ασχολείται με διάφορες δραστηριότητες, εκ των οποίων ξεχώρισε τα debate και την αρθρογραφία. Συμμετέχει ενεργά σε μοντέλα προσομοιώσεων, ενώ ήταν αρχισυντάκτρια και αρθρογραφούσε τακτικά στην εφημερίδα του σχολείου της. Ιδιαίτερα πεδία ενδιαφέροντός της αποτελούν η Μέση Ανατολή και τα κοινωνικά ζητήματα.