12.8 C
Athens
Σάββατο, 16 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟ ρόλος των μαρτύρων στην ποινική διαδικασία υπό το πρίσμα της δικαστικής...

Ο ρόλος των μαρτύρων στην ποινική διαδικασία υπό το πρίσμα της δικαστικής ψυχολογίας


Της Τατιάνας Κυτταρούδη,

Εξ αρχαιοτάτων χρόνων, ο θεσμός των μαρτύρων ως αποδεικτικό μέσο, υπήρξε η δικλείδα εκείνη που εξασφάλιζε μια δικανική επιλογή ασφαλέστερη: απείχε από το να κριθεί αυθαίρετη και στηριζόταν σε στοιχεία διάφορα από την προσωπική κρίση του δικαστή. Είναι χαρακτηριστικό πως οι δικαστικές αρχές οφείλουν να διαμορφώνουν αυξημένη πεποίθηση για την ενοχή ενός κατηγορουμένου, έπειτα από την ακρόαση μαρτύρων, αισθάνονται όμως και μεγαλύτερη σιγουριά ως προς την καταδίκη του, όταν στηρίζονται σε μαρτυρίες τρίτων που την ενισχύουν.

Ακριβώς όμως το γεγονός αυτό είναι που δημιούργησε αμφιβολίες ως προς την, αν όχι αποτελεσματικότητα, έστω εγγυημένη αξιοπιστία του θεσμού. Κατά ένα μεγάλο βαθμό, η κατάθεση ενός μάρτυρα είναι εκδήλωση της προσωπικότητάς του, γεγονός που υποδηλώνει πως σε αυτή εμφιλοχωρούν προσωπικές εκτιμήσεις, ανάλογες με τις ευαισθησίες ή πεποιθήσεις του.

Ο ρόλος των μαρτύρων βρίσκεται έτσι συνεχώς υπό αμφισβήτηση, ακριβώς επειδή δεδομένα προερχόμενα από ανθρώπινο στοιχείο, δε μπορεί παρά να έχουν υποστεί μία κάποια επεξεργασία, μικρότερη ή μεγαλύτερη, αποδίδοντας αποκλίνοντα και σίγουρα όχι πραγματιστικά αποτελέσματα μεταξύ διαφορετικών μαρτύρων. Ας εξετάσουμε αναλυτικότερα μερικές από τις κυριότερες θεματικές που κρίνουν το θεσμό των μαρτύρων αρνητικά, θεωρώντας τον ανεπαρκή στην εύρεση της αλήθειας.

Είναι γνωστή, καταρχάς, η περίπτωση της ψευδούς ταυτοποίησης (false identification). Το ενδιαφέρον, ωστόσο, εδώ είναι πως μία ψευδής ταυτοποίηση ενός υπόπτου δεν συνιστά πάντοτε μία λανθασμένη ή ηθελημένη κίνηση του μάρτυρα, ο οποίος αναζητά απόδοση δικαιοσύνης. Το συχνότερο είναι η ψευδής αυτή ταυτοποίηση να είναι αποτέλεσμα της μορφής της ερώτησης, υπό την οποία υποδεικνύει τον ένοχο ο μάρτυρας. Μπροστά σε μια αναγνωριστική παράταξη υπόπτων (line up), η απάντηση διαφοροποιείται αν η ερώτηση τίθεται ως «Ποιός είναι ο ένοχος;» ή «Αν βλέπετε τον ένοχο, υποδείξτε τον». Η πρώτη δημιουργεί στο μάρτυρα την εντύπωση πως ο ένοχος βρίσκεται απαραίτητα ανάμεσα στα εμφανιζόμενα πρόσωπα και, συνεπώς, οφείλει να υποδείξει οπωσδήποτε κάποιον από αυτούς. Στις περιπτώσεις αυτές, ο μάρτυρας προσπαθεί να συσχετίσει την εικόνα που έχει στο μυαλό του με κάποιον από τα πρόσωπα που βλέπει, προσαρμόζοντας τα χαρακτηριστικά που βρίσκονται στη μνήμη του με ένα από τα πρόσωπα αυτά. Η δεύτερη ερώτηση, που προκρίνεται και ως ορθότερη, ξεκαθαρίζει στο μάρτυρα πως ο ένοχος ενδέχεται να μην βρίσκεται ανάμεσα στα πρόσωπα που έχει μπροστά του, δημιουργώντας σαφώς πιο ξεκάθαρους όρους, πρόσφορους να οδηγήσουν σε ένα ασφαλέστερο αποτέλεσμα, απομακρύνοντας το ενδεχόμενο της ψευδούς ταυτοποίησης και της άδικης καταδίκης αθώων. Αξίζει να σημειώσουμε πως η ψευδής ταυτοποίηση έχει κριθεί ως ο σημαντικότερος παράγοντας miscarriage of justice/wrongful conviction ή, αλλιώς, δικαστικής πλάνης.

Επίσης, το γεγονός πως η ένταση και το πέρασμα του χρόνου αλλοιώνουν και εξασθενούν την ακριβή ανάμνηση ενός περιστατικού μπορούν να επηρεάσουν την κρίση και κατ’ επέκταση το κύρος της κατάθεσης. Η αδυναμία να επαναφέρει κάποιος στη μνήμη του την ακριβή αναπαράσταση ενός γεγονότος παρουσιάζεται ιδιαίτερα δικαιολογημένη στην περίπτωση ενός εγκλήματος. Η ιδωμένη από των μάρτυρα εγκληματική πράξη προκαλεί, αναμφίβολα, αυξημένα ποσοστά αδρεναλίνης και, στην προσπάθεια αποφυγής ενός τραγικού αποτόκου του συμβάντος, υπάρχει σύγχυση ως προς τη σειρά με την οποία διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Το πρακτικό αποτέλεσμα, με την επέλευση του οποίου εμφανίζεται και η αμφισβήτηση στο θεσμό, εντοπίζεται όταν, στην κάταθεσή του, ο μάρτυρας ανακαλεί περισσότερους από τον πραγματικό αριθμό δράστες, αδυνατεί να θυμηθεί εάν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του δράστη, όπως π.χ. ένα τατουάζ, βρισκόταν στο αριστερό ή το δεξί χέρι κ.ο.κ. Από την άλλη, ακόμη κι αν το συμβάν έχει αποτυπωθεί με κάθε λεπτομέρεια στη μνήμη του μάρτυρα, η επέλευση συγκεκριμένων χρονικών διαστημάτων έχει αποδειχθεί ότι αλλοιώνει αναλογικά και την ακρίβεια της περιγραφής του συμβάντος αυτού. Το φαινόμενο του “forward telescoping” περιγράφει ακριβώς μία απόχρωση του προβλήματος: πρόκειται για την τάση απόδοσης ημερομηνίας πιο πρόσφατης σε σχέση με την πραγματική σε ένα συμβάν. Θεωρείται δε ότι προκύπτει, επειδή υπερεκτιμούμε τη συχνότητα των γεγονότων που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και, ως εκ τούτου, εισάγουμε εσφαλμένα ή προωθούμε γεγονότα που πραγματικά συνέβησαν παλαιότερα. Συνοπτικά, η ικανότητα των μαρτύρων να εξιστορούν με ακρίβεια στη χρονολόγηση επεισόδια που είχαν προσωπικά βιώσει, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο καιρό πριν συνέβη το επεισόδιο.

Τέλος, υφίσταται και το συχνό και συνάμα ολέθριο για την εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη φαινόμενο της ψευδομαρτυρίας, της εν γνώσει δηλαδή ψευδούς κατάθεσης. Ψευδομαρτυρία μπορεί να προκύψει για πολλούς λόγους, από την ανάγκη προστασίας του υπόπτου, μέχρι την ενδόμυχη επιθυμία του μάρτυρα για απόδοση δικαιοσύνης για το έγκλημα, ανεξάρτητα από το πρόσωπο που όντως το διέπραξε. Το αποτέλεσμα, παρ’όλα αυτά, παραμένει ένα και το αυτό και συνίσταται σε μία μαρτυρία που καταδεικνύει περιστατικά και πρόσωπα διάφορα των πραγματικών. Εκτός των αναφερθέντων, η ψευδομαρτυρία συνιστά και πλημμέλημα, όπως περιγράφεται στο άρθρο 225 του Ποινικού Κώδικα.

Οι αγκίδες του θεσμού δεν περιορίζονται, φυσικά, στην παραπάνω ανάλυση που μόνο ενδεικτική μπορεί να χαρακτηριστεί. Περιθώρια λάθους της εμμάρτυρης διαδικασίας εμφιλοχωρούν και υπάρχουν εξαιτίας ζητημάτων τοπικής εγγύτητας του μάρτυρα με το συμβάν, το βιολογικό τύπο του μάρτυρα (πχ. ανήλικοι), την προσωπική σχέση με το θύμα κ.ο.κ. Ωστόσο, παρά τα –αρκετά- ελαττώματα που μπορεί να εντοπίσει κανείς στη μαρτυρική κατάθεση, είναι στοιχείο αναπόσπαστο και αναγκαίο για την ποινική δίκη και τον δυτικό νομικό πολιτισμό μας. Κρίσιμο θα είναι ο ανακριτής και ο δικαστής να διαθέτει ψυχολογική μόρφωση επαρκή, ώστε να διαγιγνώσκει λογικά ή εσκεμμένα σφάλματα στην εκάστοτε κατάθεση και να αποφεύγει άδικα αποτελέσματα, κλονίζοντας την κοινή πίστη στη Δικαιοσύνη.


Πηγές

  • Τηλέμαχος Γαβριήλ Φιλιππίδης, Δικαστική Ψυχολογία, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε., έκδ. β’ (Θεσσαλονίκη, 1993)
  • Vincent  Prohaska, Norman R. Brown, Robert F. Belli, Forward Telescoping: The Question Matters

Τατιάνα Κυτταρούδη

Είναι τριτοετής φοιτήτρια Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ κατάγεται από τη βορειότερη πόλη της Ελλάδας, την Ορεστιάδα. Αγαπάει τη λογοτεχνία και το γράψιμο, τη μουσική και τις ξένες γλώσσες, συμμετέχει σε προσομοιώσεις και ταξιδεύει, ενώ στα ακαδημαϊκά της ενδιαφέρονται συγκαταλέγονται το Δίκαιο Διαδικτύου, η Εγκληματολογία και η Δικαστική Ψυχολογία.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ