14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΟ νέος νόμος για την τοπική αυτοδιοίκηση: Αμεσότερη δημοκρατία ή επίταση ρουσφετολογίας

Ο νέος νόμος για την τοπική αυτοδιοίκηση: Αμεσότερη δημοκρατία ή επίταση ρουσφετολογίας


Του Παναγιώτη Δωρή,

Δεν είναι λίγοι αυτοί που καθημερινά ασχολούνται με τα κοινά και ιδίως με την τοπική αυτοδιοίκηση. Στην πλειοψηφία τους είναι άνθρωποι καθημερινοί, μικροεπιχειρηματίες, άνθρωποι της «πιάτσας», οι οποίοι ενδιαφέρονται πραγματικά για το τι συμβαίνει στην μικρή τους κοινωνία. Είναι άνθρωποι, οι οποίοι σε πλείστες περιπτώσεις διαφέρουν από τους κατέχοντες την εξουσία σε σημαντικές θέσεις (π.χ. βουλευτές), καθώς ο αγώνας των πολιτευόμενων στην Περιφέρεια, στον Δήμο ή στην Τοπική Κοινότητα είναι εν γένει αγνός, δίχως να αναμένουν να αποκομίσουν κάποιο προσωπικό όφελος εις βάρος των συμπολιτών τους. Πασχίζουν για ένα καλύτερο αύριο, μάχονται για αυτό και δεν διστάζουν να τσαλακωθούν για τα πιστεύω τους. Βέβαια, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι είναι άνθρωποι και όχι άγγελοι, επομένως είναι φυσικό και επόμενο ότι θα βρεθούν και εξαιρέσεις.

Μία μεγάλη καινοτομία του νέου νόμου, πρωτόγνωρη στον ελληνικό χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης, είναι η εκλογή των περιφερειακών και δημοτικών συμβουλίων με βάση την απλή αναλογική, μία επιθυμία πολλών ετών και βασικό, θεμελιώδες, πάγιο αίτημα της αριστεράς και της κεντροαριστεράς. Η ρηξικέλευθη για την ελληνική κοινωνία αυτή αλλαγή εν ολίγοις σημαίνει ότι από την πρώτη Κυριακή των εκλογών θα σχηματίζονται τα συμβούλια με βάση την λαϊκή ετυμηγορία και οι έδρες θα διαμοιράζονται σύμφωνα με τα ποσοστά του κάθε συνδυασμού. Την δεύτερη Κυριακή, στις περιπτώσεις που δεν λάβει κάποιος συνδυασμός την απόλυτη πλειοψηφία στην πρώτη εκλογική διαδικασία, οι εκλογείς θα ψηφίζουν τον περιφερειάρχη ή τον δήμαρχο που επιθυμούν, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την μη αλλαγή των εδρών των συνδυασμών στα συμβούλια. Ακόμη, μία καμπή στον εκλογικό νόμο είναι η ανεξαρτητοποίηση των τοπικών κοινοτήτων από τους δημοτικούς συνδυασμούς. Πλέον, ως επικεφαλής της τοπικής κοινότητας θα εκλέγεται ο πρώτος σε ψήφους, και όχι ο πρώτος από τον συνδυασμό του νικητή δημάρχου. Επειδή όμως ευτυχώς υπάρχει το διαδίκτυο και ο καθένας μπορεί να αναζητήσει τις αλλαγές του νέου νόμου, σκοπός μου δεν είναι η απλή παρουσίαση των αλλαγών του νέου νόμου 4555/2018, αλλά η διευκρίνιση σημείων που χρειάζονται προσοχή, η αναφορά των κινδύνων που ίσως ανακύψουν και προτάσεις βελτίωσης.

Βρισκόμαστε στο μεταίχμιο ενός νέου νόμου. Ένας νόμος που συμβαδίζει με τον νόμο που θα ισχύσει από τις μεθεπόμενες εκλογές για την ανάδειξη της Βουλής. Άρα, ο Μάιος του 2019 θα φέρει όλους τους πολίτες μπροστά σε μία κατάσταση που δεν έχουν βιώσει. Από την μια, ο νέος νόμος εκσυγχρονίζει το κράτος, προωθεί την συνεργασία και την σύνεση μεταξύ των κατεχόντων την εξουσία, μειώνει το προσωποπαγές στοιχείο των συμβουλίων, με την έννοια ότι ο περιφερειάρχης και ο δήμαρχος πλέον δεν θα βρίσκονται σε πλήρη θέση ισχύος και, τέλος, αυξάνει την συμμετοχική δράση των πολιτών στα κοινώς τεκταινόμενα με μία ακόμη σημαντική τομή, τα δημοτικά δημοψηφίσματα.

Από την άλλη βέβαια, πολλοί εξ ημών θα αναρωτηθούν για ποιον ακριβώς τον λόγο τόσα χρόνια οι διάφορες κυβερνήσεις που έχουν περάσει από τον τόπο μας δεν εφάρμοσαν τέτοιου είδους νόμο, που θα εκδημοκράτιζε πλέον τους θεσμούς των Ο.Τ.Α. Η απάντηση είναι σαφέστατη και ανταποκρινόμενη πλήρως στην πραγματικότητα: η κυβερνησιμότητα. Η κυβερνησιμότητα είναι η ιδιότητα ενός συνδυασμού, ο οποίος έχει την αντικειμενική δυνατότητα διακυβέρνησης, την δυνατότητα δηλαδή να λαμβάνει αποφάσεις εντός του συλλογικού οργάνου στο οποίο μετέχει. Με πιο απλά λόγια, είναι η κατοχή των απαραιτήτων εδρών σε ένα συμβούλιο (εν προκειμένω), ώστε να λαμβάνεται μία απόφαση του οργάνου.

Εννοιολογικά ο όρος της κυβερνησιμότητας είναι συγγενής με αυτόν της αρχής της δεδηλωμένης, καθώς εάν ένας συνδυασμός δεν κατέχει τον απαραίτητο αριθμό εδρών για να κυβερνήσει, τότε απολείπει και την δεδηλωμένη. Με τον «Κλεισθένη», δεν επίκειται κάποιου είδους παραβίαση της αρχής της δεδηλωμένης, καθώς οι εκλογείς ρητά αποφασίζουν δια πλειοψηφίας το άτομο που επιθυμούν να κυβερνήσει τον Δήμο ή την Περιφέρεια, είτε στις πρώτες είτε στις δεύτερες εκλογές. Παρ’ όλα αυτά, τίθεται άμεσα το ζήτημα της διακυβέρνησης, καθώς εάν ο συνδυασμός δεν δύναται να λάβει απόφαση μέσω των συμβουλίων που συγκαλούνται, το αποτέλεσμα θα είναι η άμεση αχρήστευση του συμβουλίου, η επιβράδυνση των τοπικών έργων βελτίωσης της καθημερινότητας των πολιτών και η εν γένει μετεξέλιξη της δημοκρατίας σε εκλεγμένη αναρχία.

Έπειτα, η προσπάθεια δημιουργίας συμμαχιών μέσα στο συμβούλιο μόνο απαρατήρητη και αδιάφορη δεν πρέπει να μας περάσει, καθώς σε πλείστες περιπτώσεις οι ενδεχόμενες συμφωνίες θα επιτυγχάνονται και με θεμιτά, αλλά και με αθέμιτα μέσα. Χωρίς να θέλω να επεκταθώ στα αθέμιτα μέσα, όλη αυτή η διαδικασία εύρεσης των απαραιτήτων εδρών για δυνατότητα διακυβέρνησης ίσως θα έχει ένα αναπάντεχο και απευκταίο αποτέλεσμα, την ανυπαρξία ουσιαστικής αντιπολίτευσης. Σε περιπτώσεις ρουσφετιών του δυνατού συνδυασμού προς τις μικρές παρατάξεις, αλλά και η δυνατότητα επιλογής αντιδημάρχων στα δημοτικά συμβούλια από όλους τους συνδυασμούς, ίσως να επιφέρει την ουσιαστική διακυβέρνηση του συμβουλίου από την μειοψηφία. Δεν αποτελεί μία εξωπραγματική ιδέα, αλλά μια ρεαλιστική προοπτική, ένας κίνδυνος που δύναται να γεννηθεί μέσα από τα σπλάχνα της δημοκρατίας.

Χωρίς να επιθυμώ πλέον να κουράσω τους αναγνώστες, πρωταρχικός αλλά και μοναδικός σκοπός μου δεν είναι η κινδυνολογία, ούτε ο διχασμός, αλλά η παροχή τροφής για σκέψη σε όλους και η διαλεύκανση του ζητήματος γύρω από τον νέο εκλογικό νόμο για τους Ο.Τ.Α, ώστε ο καθένας από μας να μην βρεθεί μπροστά σε μια κατάσταση που δεν επιθυμεί. Επιπλέον, κατά την ταπεινή άποψη, θεωρώ ότι αφ’ ης στιγμής που η Ελλάδα επιθυμεί και μοχθεί να ομοιάσει στα δυτικά κράτη, αυτό που είναι επιβεβλημένο για τους κατέχοντες την εξουσία, αλλά και για όλους εμάς, είναι η προσπάθεια σύγκλησης των απόψεών μας, κάτι το οποίο στην ελληνική αποδίδεται και ως «διάλογος». Μονάχα μέσω του διαλόγου και μόνο εφόσον επιθυμούμε κοινό αποτέλεσμα, την βελτίωση των όρων διαβίωσης μας, αποδυόμενοι κάθε μορφής ιδιοτέλειας, μπορούμε να αδράξουμε την ιστορική αυτή ευκαιρία και να την μετουσιώσουμε στο επιστέγασμα της δημοκρατίας μας, μέσα σε ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και εξουσίας. Σε περίπτωση, όμως, που αποτύχουμε, τότε οι συνέπειες θα είναι βαρύτατες για την κοινωνική μας δομή. Εδώ ακριβώς έρχονται προς συμπλήρωση των ήδη λεχθέντων τα λόγια του Αλέν ντε Μπενουά: «Το μεγαλύτερο μέτρο της δημοκρατίας δεν είναι ο βαθμός ελευθερίας ούτε ο βαθμός ισότητας, αλλά μάλλον ο βαθμός συμμετοχής».

Παναγιώτης Δωρής

Έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο Ναύπλιο. Σπουδάζει στη Νομική σχολή του Δ.Π.Θ. Όντας πολύ καλός γνώστης αγγλικών, έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις και σε αρκετά επιστημονικά συνέδρια. Το ενδιαφέρον του κεντρίζεται γύρω από τα ζητήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και την πολιτική ενεργοποίηση των νέων.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώτα Κοσκινά
Γιώτα Κοσκινά
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Πειραιά. Αποφοίτησε το 2016 από το τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με κατεύθυνση την Πολιτική Επιστήμη. Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο μεταπτυχιακό με τίτλο «Πολιτική και Διαδίκτυο» του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα ως επικοινωνιολόγος.