Του Μανώλη Ανδριγιαννάκη,
Ιδιαίτερη συζήτηση έχει προκαλέσει το τελευταίο διάστημα η απόφαση της κυβέρνησης για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ. Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είχε σταθεροποιηθεί επί πέντε χρόνια στα 586 ευρώ. Η επόμενη μέρα, λοιπόν, φέρνει μια αύξηση της τάξης του 11%. Αύξηση όχι μεγάλη αλλά, αν μη τι άλλο, υπαρκτή. Κρίνεται, κατόπιν τούτων, σκόπιμο να μελετήσουμε αυτή την κρίσιμη -για την εθνική οικονομία- απόφαση, να δούμε κατά πόσο ήταν αναγκαία, αλλά και να αξιολογήσουμε τις συνέπειες που θα έχει μακροπρόθεσμα.
Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί ότι η αλλαγή στα δεδομένα του κατώτατου μισθού έχει μια διπλή ανάγνωση που πρέπει να εξεταστεί. Από την μία πλευρά, σημαίνει αύξηση αποδοχών για τους εργαζόμενους, ενώ, από την άλλη, μεγαλύτερο μισθολογικό κόστος για τις επιχειρήσεις. Προφανώς, κάθε αύξηση των εισοδημάτων, έστω και μικρή όπως αυτή, είναι θετική, αφού συνεπάγεται βελτίωση της εργασιακής ικανοποίησης των χαμηλόμισθων, αυξημένη κατανάλωση και αισιοδοξία για τη χώρα. Ειδικά ύστερα από μια δεκαετία λιτότητας και δημοσιονομικών μέτρων ίσως και να αποτελεί μια ανάσα για χιλιάδες συμπολίτες μας, καθώς και τις επιχειρήσεις.
Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε ότι στην οικονομία δεν γεννιούνται χρήματα από το πουθενά, αλλά κάποιος πρέπει να επωμιστεί αυτό το κόστος. Αυτός ο κάποιος, που πρέπει και πάλι να βάλει το χέρι στην τσέπη, είναι ο ιδιωτικός τομέας. Η ιδιωτική επιχείρηση, που στα χρόνια της κρίσης έχει υποφέρει τα πάνδεινα, τόσο λόγω της μειωμένης κατανάλωσης όσο και εξαιτίας της φοροληστρικής πολιτικής του Ελληνικού Δημοσίου, λαμβάνει εκ νέου το λογαριασμό ύστερα από μια κυβερνητική απόφαση. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, πρέπει ένας επιχειρηματίας να χρηματοδοτήσει πλέον και αύξηση μισθών, χωρίς ταυτόχρονα να έχει σημειωθεί αντίστοιχη αύξηση στον τζίρο του που θα αντιστάθμιζε μια τέτοια αλλαγή στο μισθολογικό κόστος. Θα έπρεπε λοιπόν να έχει προηγηθεί μια διαβούλευση κυβέρνησης και φορέων (επιχειρηματιών, επιμελητηρίων, ΣΕΒ), ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις και τις εκτιμήσεις τους τόσο αναφορικά με την αύξηση αυτή καθ’αυτή, όσο και με το ύψος της. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Οι πρώτες αντιδράσεις από την αγορά έδειξαν γιατί μια τέτοια εκτεταμένη συζήτηση ήταν αναγκαία. Ο ΣΕΒ, επί παραδείγματι, εκτιμά ότι θα ήταν προτιμότερη μια σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού 3% κατ’ έτος, ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα και με μεγαλύτερη χρονική ευελιξία τις αλλαγές. Πολλοί επιχειρηματίες, συγχρόνως, λένε ότι μια τέτοια απότομη αλλαγή δεν είναι βιώσιμη και ότι θα οδηγήσει πολλά καταστήματα σε μείωση προσωπικού ή αύξηση τιμών προκειμένου να ισοσκελίσουν το κόστος. Τέτοια ζητήματα, συνεπώς, καλό θα ήταν να λύνονται με τη μέγιστη δυνατή συνεργασία και συναίνεση. Δεν είναι στιγμή για ανεύθυνες οικονομικά επιλογές προς όφελος κάποιου μικροκομματικού συμφέροντος. Η ελληνική οικονομία, άλλωστε, παραμένει σε μια εύθραυστη κατάσταση και το παραμικρό αρνητικό σήμα στις αγορές μπορεί να αποβεί καταστροφικό.
Πειράματα όπως της Ισπανικής κυβέρνησης, που πολύ πρόσφατα ανακοίνωσε ξαφνικά αύξηση 22% του κατώτατου μισθού στα 900 ευρώ, τεστάροντας τις αντοχές της οικονομίας της, δεν είναι οι ενδεδειγμένες λύσεις και μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα και αναταραχή στην εσωτερική αγορά. Οι οικονομίες έχουν ανάγκη από ελευθερία, σταθερότητα και προγραμματισμό, όπως διδαχτήκαμε αυτά τα δύσκολα χρόνια των μνημονίων.
Στα παραπάνω, πάντως, επιχειρήματα των εργοδοτών προβάλλεται έντονα ο ισχυρισμός ότι πρόκειται για μια μικρή αύξηση μισθών, την οποία προφανώς και αντέχουν οι επιχειρήσεις. Ίσως και να ισχύει. Η μικρή αυτή αύξηση (που δεν ξεπερνάει τα 50-60 ευρώ «καθαρά» το μήνα), όμως, σχεδόν εξαφανίζεται από την ήδη ψηφισμένη μείωση του αφορολογήτου. Ούτε 15 ευρώ/μήνα δεν θα μείνουν παραπάνω στον εργαζόμενο από τον νέο κατώτατο μισθό! Τονίζεται, βέβαια, από την κυβέρνηση -σε όλους του τόνους- ότι θα αρθεί το μέτρο για το αφορολόγητο. Αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί, ουσιαστικά ακυρώνεται το όποιο κέρδος του εργαζόμενου και απλά ζημιώνεται πάλι ο επιχειρηματίας του οποίου τα κόστη παραμένουν. Βασικά, ακυρώνεται η όλη ανάλυση, αλλά ας είμαστε καλοπροαίρετοι για την ώρα. Το συγκεκριμένο απαιτεί μεγάλη προσοχή από τους αρμόδιους.
Καταλήγουμε, λοιπόν, στο κρίσιμο ερώτημα: Ήταν αναγκαία μια αύξηση κατώτατου μισθού;
Θεωρητικά, μια αύξηση κατώτατου μισθού δεν είναι μια λάθος απόφαση, αν και το timing δεν είναι ιδανικό. Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι αρκετά χαμηλός για τα επίπεδα της οικονομίας μας και λόγω της οικονομικής κρίσης έχει δεχθεί σημαντική μείωση, από τα 700 ευρώ που ήταν το 2009. Καλώς να γίνει λοιπόν. Ωστόσο, μια τέτοια κίνηση δεν θα πρέπει να γίνεται πρόχειρα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αλλά στοχευμένα, ώστε η ανταπόκριση της αγοράς και τα οφέλη για την οικονομία να είναι τα βέλτιστα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του ΟΠΑ. Παρακολουθεί σεμινάρια και ημερίδες πολιτικής, οικονομίας, γεωπολιτικής και τεχνολογίας, ενώ συμμετέχει σε συνέδρια και προγράμματα προσομοίωσης πολιτικών θεσμών (Europa.S, ΠΠΔΣ, ΜΒΕ, MEUS). Στις δημοτικές εκλογές του 2019 ήταν υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Βύρωνα, στην Αθήνα. Στο OffLine Post έφερε την ιδιότητα του Αρχισυντάκτη Οικονομικών κατά το διάστημα Ιούνιος 2019-Ιούνιος 2020.