12 C
Athens
Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ Βουλγαρία και η θέση της στο Μακεδονικό ζήτημα μεταξύ 1870-1918

Η Βουλγαρία και η θέση της στο Μακεδονικό ζήτημα μεταξύ 1870-1918


Του Διονύσιου Κουσκουλή, 

Ο αγώνας της Βουλγαρίας για την εκπλήρωση των εθνικών της διεκδικήσεων συνάδει με την προσπάθεια της χώρας με στόχο την εκπαιδευτική και εκκλησιαστική χειραφέτηση από την ελληνική επιρροή και τον πατριαρχικό  εναγκαλισμό αντίστοιχα. Ήδη τον 18ο αιώνα ο Παΐσιος Χιλανδαρινός προσπάθησε με τα έργα του, όπως η Σλαβοβουλγαρική ιστορία και το Κυριακοδρόμιο να αφυπνίσει επηρεασμένους από την ελληνική παιδεία Βουλγάρους ωθώντας τους στην αναδίφηση της ιστορίας και του μεγαλείου της βουλγαρικής παράδοσης. Η εκπαιδευτική χειραφέτηση τελικά θα αρχίσει το 1835 όταν ιδρύεται στο Γκράμπροβο το πρώτο βουλγαρικό σχολείο από τον Βασίλ Απρίλωφ, ένας από τους πρωτεργάτες διανοούμενους και υποστηρικτές του βουλγαρικό κινήματος. Άλλοι εκπρόσωποι ήταν ο Νεόφυτος Βάμβας , Ράινο Πόποβιτς και Νεόφυτος Ρίλσκι.

Η εκκλησιαστική χειραφέτηση και τα όρια της Εξαρχίας, δηλαδή της βουλγαρικής Εκκλησίας που ιδρύθηκε το 1870 κατόπιν συμφωνίας του μητροπολίτη Τυρνόβου, Ιλαρίωνα Μακαριοπόλσκυ, με τον σουλτάνο, έπρεπε να ταυτίζονται με τις εθνικές διεκδικήσεις των Βουλγάρων, μια εκ των οποίων ήταν και η Μακεδονία. Ο αγώνας για την απόσπαση επισκοπών στη Μακεδονία μετά από το Βέλες και το σχίσμα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1872 ανατέθηκε σε ιεραποστόλους της Εξαρχίας και στα Κομιτάτα. Τα δύο πρώτα ήταν το Βουλγαρικό Μυστικό Επαναστατικό Κομιτάτο και το Βουλγαρικό Κεντρικό Κομιτάτο ιδρυθέν από τους Λιούμπεν Καραβέλωφ και Βασίλ Λέφσκυ.

Η ευκαιρία για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και της επίρρωσης των διεκδικήσεων έλαβε χώρα τη περίοδο 1875-1878 κατά τη διάρκεια μιας ακόμη κρίσης του περίφημου Ανατολικού ζητήματος, όταν οι Βόσνιοι εξεγέρθηκαν λόγω της φορολογίας. Τα Κομιτάτα οργάνωσαν και εξόπλισαν τις περίφημες τσέτες, ένοπλες ομάδες ατάκτων που προκάλεσαν επαναστάσεις σε περιοχές, όπως το Τύρνοβο, η Φιλιππούπολη, το Σλίβεν και η Βράτσα, με τη βοήθεια ενός αποστόλου και δύο βοηθών που στάλθηκαν σε κάθε μια από τις περιοχές αυτές. Η βουλγαρική επανάσταση υποκινήθηκε από τη Ρωσία, στόχος της οποίας ήταν μέσω της πολιτικής του πανσλαβισμού η ίδρυση σλαβικών κρατών στην περιοχή των Βαλκανίων υπό την επιρροή της. Η ίδια εισήλθε στο πόλεμο το 1877 ενισχύοντας την βουλγαρική προσπάθεια. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος έληξε στις 31 Ιανουαρίου 1878 με την συνθήκη της Αδριανουπόλεως. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ηττηθεί από την Ρωσία, τη Σερβία, Ρουμανία, Μαυροβούνιο, των οποίων η ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε με την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που υπογράφτηκε 19 Φεβρουαρίου/ 3 Μαρτίου 1878. Με την συνθήκη αυτή ιδρύθηκε η λεγόμενη Μεγάλη Βουλγαρία που περιέλαβε όλες τις περιοχές  βόρεια του Αίμου μέχρι τον Δούναβη, τμήματα της Θράκης και σχεδόν ολόκληρη τη Μακεδονία εκτός από τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική. Τελικά, έπειτα από παρεμβάσεις των βαλκανικών κρατών και Μεγάλων Δυνάμεων, όπως η Αυστροουγγαρία, αποσπάστηκε από τη Μεγάλη Βουλγαρία η περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας, περιοχή με έντονη ελληνική παρουσία και που το 1879 χαρακτηρίστηκε ημιαυτόνομη ηγεμονία υπό την προστασία της Πύλης μέχρι το 1885-1886 όταν προσαρτήθηκε από την Βουλγαρία, οπότε παρέμεινε μόνο ως οθωμανική επαρχία χωρίς οθωμανικό στρατό.

Νέα πνοή στο Μακεδονικό έδωσε ο πολιτικός και πρωθυπουργός της Βουλγαρία από το 1887-1894 Στεφάν Σταμπουλώφ οποίος στηριζόμενος σε αυστριακό κεφάλαιο ενίσχυσε την οικονομία της χώρας με στόχο την ταχύτερη εκπλήρωση των εθνικών διεκδικήσεων. Σπουδαίο έργο του ήταν η επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου με την προσθήκη των γραμμών Τσάριμπροντ-Βακαρέλ και Μπέλοβο-Βακαρέλ. Όσον αφορά το Μακεδονικό, ο Σταμπουλώφ καλλιέργησε φιλικές σχέσεις με την Πύλη, πολιτική χάρη στην οποία ο ίδιος κατάφερε να εξασφαλίσει το 1890 βεράτια για το διορισμό εξαρχικών  επισκόπων  σε Σκόπια και Αχρίδα και άλλα δύο το 1894. Με τα τελευταία επετεύχθη ο διορισμός επισκόπων της Εξαρχία στο Νευροκόπι και τα Βελεσσά

Το έργο του Σταμπουλώφ σχετικά με το Μακεδονικό συνέχισε ο Κωνσταντίν Στοϊλωφ, καθώς λόγω της ουδέτερης στάσης που διατήρησε η χώρα την περίοδο του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 ο σουλτάνος εξέδωσε 3 βεράτια για την εγκατάσταση εξαρχικών σε Δρίβα, Στρώμνιτσα και Μοναστήρι, ενώ εστάλησαν και εμπορικοί πράκτορες σε Σκόπια, Θεσσαλονίκη και Μοναστήρι. Να σημειωθεί  ότι το 1893 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το Βουλγαρομακεδονοθρακικό Κομιτάτο, το οποίο 10 χρόνια μετά μετονομάστηκε σε Εσωτερική Μακεδονοθρακική Οργάνωση, και το Ανώτατο μακεδονικό Κομιτάτο με έδρα τη Σόφια το 1895. Η ΕΜΕΟ ή αλλιώς VMRO ήταν εκείνη που προσδοκούσε σε επανάσταση των Σλαβόφωνων στη Μακεδονία με τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Θεσσαλονίκη το 1903 και για την επανάσταση του Ίλιντεν που ακολούθησε το καλοκαίρι του ίδιου έτους.

Τη περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα 1904-1908 η πολιτική αρχηγία της χώρας έπεσε θύμα της επιθετικής και επαναστατικής πολιτικής των Κομιτάτων μετά την αποτυχία του 1903. Οι κομιτατζήδες είτε μέσω της προπαγάνδας είτε μέσω βιαιοπραγιών τόσο σε βάρος ελληνόφωνων Σλαβόφωνων όσο και μη επιχείρησαν αφαίμαξη της περιοχής από το ελληνικό στοιχείο και την παρουσία του Πατριαρχείου. Η επιτυχής, όμως, έκβαση του αγώνα υπέρ της Ελλάδας από το 1906 οδήγησε σε έξαρση της εθνικής δράσης και στην Ανατολική Ρωμυλία, όπου διατηρούνταν ελληνικές κοινότητες, όπως στην Αγχίαλο, στο Καβακλί και τη Στενήμαχο.   Τελικά, επί Μαλίνωφ ( 1908-1911) η  χώρα αναγκάστηκε να πληρώσει αποζημιώσεις στην Ελλάδα για τους πληθυσμούς της Ρωμυλίας και της Μακεδονίας.

Πριν την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου η κυβέρνηση Γκέσωφ-Ντάνεφ υπέγραψε μυστικό σύμφωνο  συμμαχίας με τη Σερβία στις 12 Μαρτίου 1912 με στόχο την αναδιανομή των εδαφών βορείως της γραμμής Αίνου-Μηδείας, ενώ στις 29 Μαΐου υπογράφτηκε η αμυντική ελληνοβουλγαρική  συμφωνία που δεν καθόριζε, όμως, την επίλυση του εδαφικού ζητήματος. Ο πόλεμος ξέσπασε στις 18 Οκτωβρίου 1912, όταν η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία κήρυξαν πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι πρώτες προστριβές με την ελληνική πλευρά άρχισαν μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τα ελληνικά στρατεύματα στις 26 Οκτωβρίου 1912. Η Βουλγαρία πέρα από τη Θεσσαλονίκη διεκδικούσε τις Σέρρες, τη Καβάλα, Δράμα και Κιλκίς, τις οποίες όμως δεν κατάφερε να εξασφαλίσει με την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου στις 30 Μαΐου 1912. Αντιθέτως, αποζημιώθηκε με σχεδόν ολόκληρη τη Θράκη. Η έντονη δυσαρέσκεια  για την έκβαση του πολέμου εκδηλώθηκε κυρίως στους κόλπους των Κομιτάτων που κατηύθυναν σε σημαντικό βαθμό τη κοινή γνώμη ασκώντας και πολιτική επιρροή. Έτσι, λοιπόν, η χώρα υπό  την επιρροή  των Κομιτάτων εξαπέλυσε επίθεση έναντι των ελληνικών δυνάμεων σε Νιγρίτα- Παγγαίο και Γευγελή-Στίπ-Κοτσάνι-Τσάρεβο-Σέλο έναντι των Σέρβων. Αξίζει να σημειωθεί η μάχη Κιλκίς-Λαχανά (2-5 Ιουλίου 1913)  κατά την οποία ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε Σέρρες, Δράμα, Καβάλα, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Πόρτο Λάγο και άλλες περιοχές από τη Βουλγαρία. Ο πόλεμος έληξε στα τέλη Ιουλίου με την συνθήκη του Βουκουρεστίου, η οποία αφαίρεσε από την Βουλγαρία όλες τις κτίσεις στην  Μακεδονία του Αιγαίου  αφήνοντας μόνο τη Δυτική Θράκη ως δίαυλο στη Μεσόγειο.

Ο εκδικητικός πόλεμος που αναζητούσε η χώρα και τα Κομιτάτα ήλθε το 1914 με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η χώρα προσχώρησε στο πλευρό των Κεντρικών στις 6 Σεπτεμβρίου 1915. Τον Οκτώβριο η Βουλγαρία επιτέθηκε εναντίον της Σερβίας καταλαμβάνοντας το Στίπ, Βέλες, Κουμάνοβο και Αχρίδα. Μετά τη συντριβή της Σερβίας από τη Βουλγαρία, Γερμανία και Αυστροουγγαρία η δεύτερη στράφηκε έναντι των ελληνικών εδαφών εκμεταλλευόμενη τη στάση ουδετερότητας της Ελλάδας. Στις 26 Μαΐου 1916 βουλγαρικές δυνάμεις κατέλαβαν το οχυρό Ρούπελ, ενώ αργότερα ακολούθησε η Καβάλα και η Φλώρινα. Περαιτέρω συρρίκνωση των ελληνικών εδαφών αποφεύχθη  χάρη στην αντίσταση των δυνάμεων της Αντάντ. Η Ελλάδα εντάχθηκε στο πόλεμο τον Ιούνιο του 1917 και κατάφερε να νικήσει τους Βουλγάρους στη μάχη του Σκρα στις 30 Μαΐου 1918. Η Βουλγαρία έχοντας να αντιμετωπίσει και την Ελλάδα στο Μακεδονικό Μέτωπο κατέρρευσε τον Σεπτέμβριο έχοντας απωλέσει τη Δυτική Θράκη, τη Στρώμνιτσα και τις δυτικές επαρχίες Τσάριμπροντ και Μποσίλεφγκραντ.

Διονύσης Κουσκουλής

Ζει στην Θεσσαλονίκη, όπου σπουδάζει Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Γνωρίζει άριστα αγγλικά και γερμανικά, ενώ έχει συμμετάσχει σε μία σειρά προγραμμάτων, σεμιναρίων και επιστημονικών συνεδρίων. Στον ελεύθερο του χρόνο, ασχολείται με την μουσική.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ