Του Νέστορα Παπακωσταντίνου,
Η κουβέντα για την ελευθερία, που ενυπάρχει στις εξουσιαστικές δομές εντός και εκτός ενός κράτους και στην αλληλεπίδραση του με τους υπόλοιπους διεθνείς δρώντες, σαφέστατα δεν είναι καινούργια και σίγουρα δεν αποσαφηνίζεται σε τόσο μικρή έκταση. Ωστόσο, τα καίρια σημεία των δύο βασικότερων θεωριών, της φιλελεύθερης δηλαδή και της ρεπουμπλικανικής, αποτελούν την αφετηρία για ένα τέτοιο εγχείρημα.
Για τους υποστηρικτές της φιλελεύθερης θεωρίας, η ελευθερία αποτελεί κατά μία έννοια απόρροια του φιλελευθερισμού. Αξίζει να αναφερθούμε στη θεωρία του Isaiah Berlin, όπου διχοτομεί την εννοιολογική δομή της ελευθερίας σε δυο έννοιες, που συνδέονται μεταξύ τους σε ένα πλαίσιο βαθύτατα ανταγωνιστικών αξιών. Σαν αποτέλεσμα λοιπόν αυτού του εννοιολογικού διαχωρισμού, προκύπτουν η αρνητική και η θετική ελευθερία. Αν και ο ίδιος, συντάσσεται απερίφραστα υπέρ της αρνητικής, χωρίς ωστόσο, να ιεραρχεί αξιολογικά μία από τις δύο, είναι ουσιωδώς πρόδηλη η ανάγκη αναφοράς και στις δύο έννοιες καθαυτές. Η ελευθερία είναι αρνητική ακριβώς στο βαθμό που δε σημαίνει ότι το άτομο οφείλει να ζήσει τη ζωή του κατά τον τάδε και όχι και κατά τον δείνα τρόπο. Στην θετική ελευθερία αντίθετα, προβάλλεται το ζήτημα για το αν οι πολίτες ενός κράτους κυβερνούν άμεσα ή (πιο συχνά) έμμεσα οι ίδιοι τη ζωή τους.
Πόσο λοιπόν, ελεύθεροι είναι οι πολίτες ενός κράτους στα πλαίσια ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού, ο οποίος μάλιστα μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταστείλει οποιαδήποτε αντίδραση-προϊόν εσωτερικής ή εξωτερικής παρόρμησης-εφόσον διαθέτει το μονοπώλιο άσκησης έννομης σωματικής βίας; Άραγε, στα πλαίσια της έννομης τάξης, η έννοια της ελευθερίας δεν αναιρείται από τους απρόσωπους περιορισμούς των νόμων;
Η απάντηση στις παραπάνω προτάσεις θα μπορούσε να αποτυπωθεί στη βάση της γαλλικής διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου το 1789, όπου «η άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου εμποδίζεται μόνο από τα όρια που διασφαλίζουν στα άλλα μέλη της κοινωνίας την απόλαυση των ίδιων δικαιωμάτων», εν τούτοις τα δικαιώματα αυτά μόνο από τον απρόσωπο νόμο μπορούν να διασφαλιστούν και να χαλυβδωθούν στην κοινωνία, όπου πάμπολλες κοινωνικές σχέσεις πρέπει να συνυπάρξουν αρμονικά για το κοινό καλό.
Στην αντίπερα όχθη, οι υποστηρικτές της ρεπουμπλικανικής θεωρίας υποστηρίζουν ότι η έννοια της ατομικής ελευθερίας είναι στενά συμβιβασμένη και άρρηκτα συνδεδεμένη με την ηθική υποχρέωση ενός ατόμου για συμμετοχή στο δημόσιο βίο. Προτάσσουν μια πιο συλλογική αντίληψη για την κοινωνία, έχοντας πάντοτε ιεραρχημένο αξιολογικά και δομημένο στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας το ύψιστο αγαθό, που δεν είναι άλλο από την κοινωνική ευδαιμονία. Βασικό γνώρισμα και των δύο αυτών θεωριών αποτελεί, ωστόσο, η ανεξαρτησία από κάθε εξωγενή παράγοντα στη ζωή του ατόμου και του κράτους.
Εν κατακλείδι, μετά και από την αναφορά σε βασικά γνωρίσματα και των δύο θεωριών, τίθεται ένα ερώτημα: Πόσο ελεύθερο είναι ένα κράτος, το οποίο δεν ασκεί εξ ολοκλήρου δική του πολιτική παρά υπακούει στα κελεύσματα άλλων κρατών;
Το ερώτημα αυτό, κατά την προσωπική μου άποψη είναι ρητορικό, όταν γίνεται λόγος για ένα κράτος, όπως η Ελλάδα, η οποία τόσο στις εσωτερικές πολιτικές πρακτικές, όσο και στις εξωτερικές, δεν εφαρμόζει πολιτικές ανεξάρτητες, που να πηγάζουν από τη βούληση του λαού της, άρα πιθανόν να κάνουμε λόγο για ένα ιδεατό ελεύθερο κράτος, υπό το πέπλο μίας ανελεύθερης ελευθερίας.