Της Αναστασίας Σοφίας Τσαγκαρίδου,
Πριν από μερικές εβδομάδες η Ρωσία ακολουθώντας τις ΗΠΑ αποχώρησε από τη Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας οριστικοποιώντας έτσι το δρόμο για την επίσημη λήξη της συμμαχίας. Μια τελευταία εξέλιξη που δυσχεραίνει τις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, οι οποίες βρίσκονται στο χειρότερό τους σημείο, απειλώντας το καθεστώς ελέγχου των εξοπλισμών με πλήρη κατάρρευση.
Η Συνθήκη για τις Ενδιάμεσες Πυρηνικές Δυνάμεις (Intermediate Nuclear Forces Treaty, INF) υπογράφηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1987 στην Ουάσιγκτον των Ηνωμένων Πολιτειών σε μια περίοδο έντονου ψυχρού πολέμου, από τον τότε Γενικό Γραμματέα της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και τον Αμερικανό Πρόεδρο Ρόναλντ Ρήγκαν. Οι κανονισμοί απαγόρευαν την εγκατάσταση χερσαίων πυραύλων τύπου κρουζ και τους βαλλιστικούς πυραύλους που εκτοξεύονται από το έδαφος και έχουν εμβέλεια 500-5.500 χιλιόμετρα (310-3.400 μίλια). Η υπογραφή της συμφωνίας αποσκοπούσε στο να βάλει ένα τέλος στη κρίση που προέκυψε τη δεκαετία του 1980 με την δημιουργία σοβιετικών πυραύλων SS-20. Η INF είχε ένα θετικό πρόσημο για τις διεθνείς σχέσεις και την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια.
Η συνθήκη είχε αφοπλιστικό χαρακτήρα και δεν αναφερόταν απλά στη μείωση των εξοπλισμών. Αν κι αρχικά εφαρμόστηκε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, τις τελευταίες δεκαετίες κατηγορίες για παραβίαση των κανόνων εκφράστηκαν κι από τα δύο μέρη της. Η Μόσχα έχει κατηγορήσει τις ΗΠΑ για τη χρήση πυραύλων μεσαίας εμβέλειας, στα πλαίσια δοκιμών των Αμερικανικών συστημάτων, ακόμα και για τη χρήση μη επανδρωμένων πολεμικών οχημάτων (drones) που λειτουργούν ως πύραυλοι κρουζ. Η Ουάσινγκτον ως απάντηση έχει κάνει λόγο για παραβίαση της INF από την Ρωσία, κατασκευάζοντας και δοκιμάζοντας νέους πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές, οι οποίοι εκτοξεύονται από την ξηρά. Αμφότεροι αρνούνταν τις κατηγορίες, αποφεύγοντας τον παραγωγικό διάλογο με την δικαιολογία πως κάθε ενέργεια προέκυπτε από την παραβίαση της συνθήκης του συμβαλλόμενου κράτους. O Τραμπ την τελευταία διετία είχε προειδοποιήσει αρκετές φορές για πιθανή αποχώρηση των ΗΠΑ από την συνθήκη με την τελική ανακοίνωση τον Οκτώβριο του περασμένου έτους. Η στάση του Τραμπ δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς κινείται στο γνωστό αμερικανικό μοτίβο απόσχισης από κάθε συμμαχία που είναι δυνατό να περιορίσει την ελευθέρια κινήσεων των ΗΠΑ. Ωστόσο, η κρίση στην Ουκρανία και η αναζήτηση και εισαγωγή νέων τεχνολογικών οπλικών συστημάτων από την Ρωσία όχι μόνο δεν εμπόδισε, αλλά ώθησε τους Αμερικανούς αξιωματούχους προς αυτή την απόφαση.
Ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε πως δεν δύναται να αλλάξει πρακτικές και να συμμορφωθεί προς τους κανόνες της συνθήκης με τον τρόπο που ο Τραμπ απαιτεί, αλλά πως αναστέλλει και η Ρωσία το δικό της μέρος της συμφωνίας. Μαζί με την αποχώρηση ανακοίνωσε και την δοκιμή νέων όπλων που προηγουμένως απαγορευόταν. Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ εν όψει της Συνόδου των Υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ κάλεσε την Ρωσία να σεβαστεί την συνθήκη και αναστείλει την κατασκευή πυραυλικών συστημάτων σε περίοδο έξι μηνών. Παρόλα αυτά, έχοντας κι ο ίδιος πλήρη επίγνωση των πραγμάτων «ζήτησε» από την Ευρώπη να προετοιμάζεται για έναν κόσμο χωρίς την INF.
Η διάλυση της INF έχει ήδη δρομολογηθεί γεννώντας νέους κινδύνους και σενάρια για τις επόμενες μέρες. Σε διεθνές επίπεδο, οποιαδήποτε πρόοδος με την αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας είναι πιθανό να βρεθεί σε κρίση, καθώς θα αναμένεται η μη τήρηση των συμφωνηθέντων από τις ΗΠΑ. Η αποδέσμευση των δύο μεγαλύτερων δυνάμεων από κανόνες περιορισμού της είναι πιθανό να φέρει πίσω πρακτικές Ψυχρού Πολέμου, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια οποιασδήποτε χώρας δεν εξυπηρετεί τα παιχνίδια Ρωσίας-Αμερικής. H Ευρώπη από την άλλη αντιμετωπίζει πρόβλημα με την κατάρρευση αμυντικών συμφωνιών (CFE) και κινδυνεύει πάλι να βρεθεί στη μέση. Ένα πιθανό σενάριο που θα μπορούσε να δώσει λύση είναι η θέσπιση μιας νέας συνθήκης όπου είτε θα εξαιρεί τους συγκεκριμένους πυραύλους είτε θα επιτρέπει τις δοκιμές υπό κάποιες προϋποθέσεις. Το σενάριο αυτό απορρίπτεται αν σκεφτεί κανείς πως ήδη υπάρχει σε ισχύ ως το 2021 η συμφωνία New Start. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως έχει δοθεί χρονικό περιθώριο έξι μηνών για διαπραγματεύσεις που μπορούν να επιφέρουν κάποιες λύσεις.