Του Παναγιώτη-Πελοπίδα Κουλούρη,
Η Ελλάδα, όντας, κατακερματισμένη από τη σκληρή κατοχή Γερμανίας, Ιταλίας και Βουλγαρίας και τον, επίσης, καταστροφικό Εμφύλιο Πόλεμο, από το 1947 μέχρι και το 1954, ήρθε αντιμέτωπη με προβλήματα, τα οποία επιβάρυναν, ακόμα, περισσότερο την δραματική κατάσταση στο εσωτερικό της. Το κυριότερο πρόβλημα, που είχε να αντιμετωπίσει στην εξωτερική πολιτική ήταν το Κυπριακό Ζήτημα. Φυσικά, δεν προέκυψε εκείνη την περίοδο, αλλά απασχολούσε την ελληνική πολιτική ζωή αρκετά χρόνια πριν. Ωστόσο, την τετραετία 1954 – 1958, η ελληνική πλευρά κατέθεσε πέντε προσφυγές στον Ο.Η.Ε, μία εκ των οποίων δεν κατεγράφη στην ημερήσια διάταξη (προσφυγή 1955). Οι προσφυγές αυτές, θα μπορούσε να πει κανείς, πως δεν είχαν θετική εξέλιξη για τα ελληνικά και ελληνοκυπριακά συμφέροντα, ενώ, παράλληλα, αποδείχθηκε το πώς θα αντιμετωπίζονταν από τότε και στο εξής οι δύο νατοϊκοί σύμμαχοι Ελλάδα – Τουρκία, από το ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικό είναι, ότι οι δυτικοί «σύμμαχοι» της Ελλάδας, υποστήριζαν είτε φανερά είτε έμμεσα τις τουρκικές θέσεις, ενώ οι ελληνικές θέσεις υποστηρίχθηκαν από τις χώρες του –πρώην- ανατολικού μπλοκ, και δη από την ΕΣΣΔ, καθώς ήταν, μία πρώτης τάξεως, ευκαιρία για να δημιουργηθεί κρίση στους κόλπους του ΝΑΤΟ.
Οι εξελίξεις πριν από την πρώτη προσφυγή
Πριν από την έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα από την ΕΟΚΑ, η ελληνο-βρετανική διαφορά έγινε εμφανής το φθινόπωρο του 1953, όταν ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών Eden επισκέφθηκε την Αθήνα και στις συνομιλίες, που είχε με Έλληνες αξιωματούχους ξεκαθάρισε την αρνητική στάση της Αγγλίας για οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το Κυπριακό Ζήτημα. Η στάση του Άγγλου υπουργού αποτέλεσε την «σταγόνα, που ξεχείλισε το ποτήρι» και ο Έλληνας Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος αποφάσισε να κινήσει τις διαδικασίες για τη διεθνοποίηση του Κυπριακού Ζητήματος. Ωστόσο, ο Παπάγος δεν είχε ξεκαθαρίσει ούτε πως θα μεθοδευθεί η διαδικασία ούτε τις επιπτώσεις. Αρκετό καιρό πριν, ο Μακάριος πίεζε την ελληνική κυβέρνηση να προσφύγει στον ΟΗΕ για την αυτοδιάθεση της Κύπρου. Φυσικά, η επιμονή του Αρχιεπισκόπου δεν ήταν εκτός πραγματικότητας, καθώς την εποχή εκείνη, ήταν έντονο το αντιαποικιακό ρεύμα από τους εξαρτημένους λαούς. Έτσι, προέκυψε το εξής ερώτημα: το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης το απολαμβάνουν αφρικανικοί και ασιατικοί λαοί · γιατί να μην το απολαμβάνει και ένας ανεπτυγμένος λαός, όπως ο κυπριακός; Επιπλέον, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο ΟΗΕ στην ανεξαρτησία του Μαρόκου (02/03/1956) και της Τυνησίας (20/03/1956).
Παρά τις προσπάθειες της ελληνικής και ελληνοκυπριακής πλευράς να λύσουν το Κυπριακό μέσω της διεθνοποίησής του, έπεσαν στο κενό, ενώ και οι πιέσεις του Μακάριου δεν απέδωσαν καρπούς, αρχικά τουλάχιστον, καθώς ο Παπάγος και κατόπιν πιέσεων των πρέσβεων Αγγλίας και ΗΠΑ, δίσταζε να προχωρήσει άμεσα στην κατάθεση προσφυγής στον ΟΗΕ, προσπαθώντας να βρεθεί λύση σε διπλωματικό επίπεδο. Ο Έλληνας πρωθυπουργός επιθυμούσε να συνεννοηθεί, από τη μία, με τη βρετανική κυβέρνηση και από την άλλη να μη δυσαρεστήσει την Άγκυρα. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1953, ο Μακάριος ενέτεινε τις πιέσεις του προς τον Παπάγο να καταθέσει προσφυγή, ώστε να μην ζητηθεί από ξένη δύναμη να δείξει «στοργήν» προς την Κύπρο. Ο Παπάγος, εξασφαλίζοντας, πως ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ, Αλέξης Κύρου θα έθιγε το θέμα στη Γενική Συνέλευση, απέτρεψε το Μακάριο να πάει στη Νέα Υόρκη και τον έπεισε να μη ζητήσει από άλλο κράτος να καταθέσει προσφυγή. Από την άλλη, οι «σύμμαχοι» προωθούσαν τις διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας – Αγγλίας. Ωστόσο, εκτός από την Αγγλία, που υποστήριζε παρασκηνιακά την τουρκική αντίδραση, καθώς ήταν κατά της διεθνοποίησης, η τουρκική κυβέρνηση δήλωνε, ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να αποφασίσει το οτιδήποτε, χωρίς την τουρκική συγκατάθεση.
Εκτός, όμως, από την Αγγλία, και οι ΗΠΑ πίεζαν να μην καταθέσει προσφυγή στον ΟΗΕ η Ελλάδα. Από τον Ιανουάριο του 1954, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, παρότρυνε την ελληνική κυβέρνηση να μην προχωρήσει στη διεθνοποίηση του Κυπριακού. Όλο αυτό το διάστημα, τα διαβήματα από την Washington πολλαπλασιάζονταν και στις 28 Ιουλίου 1954, λίγες μέρες πριν την κατάθεση της ελληνικής προσφυγής, ο Foster Dulles, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ έστειλε προσωπικό μήνυμα στο Παπάγο, «συμβουλεύοντάς» τον να μην προχωρήσει και ότι η αμερικανική κυβέρνηση ήταν πρόθυμη να μεσολαβήσει, ώστε να μη διαταραχθεί το κλίμα εντός του ΝΑΤΟ, λόγω της διένεξης των συμμαχικών χωρών Ελλάδας και Βρετανίας – Τουρκίας. Η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να μην προκαλέσει ενδονατοϊκές προστριβές, μέσω του υπουργού Εξωτερικών Στέφανου Στεφανόπουλου δήλωνε, πως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν θεμέλιο της πολιτικής μας στο χώρο της Μεσογείου.
Πρώτη προσφυγή
Η κυβέρνηση Παπάγου, αφενός υπό την πίεση του Μακάριου και της κυπριακής Εθναρχίας, και αφ’ ετέρου της ελληνικής κοινής γνώμης, προσέφυγε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Επικαλούμενη το άρθρο 1 (παρ. 1 και 2) του Καταστατικού Χάρτη, ζήτησε την εφαρμογή «της αρχής της ισότητος δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών εις τον πληθυσμό της Κύπρου». Στις 20 Αυγούστου 1954, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ κατέθεσε στη Γραμματεία του Οργανισμού την προσφυγή. Η Γενική Συνέλευση, εκείνη την εποχή, δεν ήταν όπως σήμερα, με την ποσοτική υπεροχή των χωρών του Τρίτου Κόσμου, ενώ και η δεδομένη αρνητική στάση των ΗΠΑ, που ήλεγχε τον Οργανισμό, προδιέγραφε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Έτσι, μετά και από νεοζηλανδική παρέμβαση, υιοθετήθηκε ένα Ψήφισμα στο οποίο αναφερόταν, πως εφόσον δεν φαίνεται κάποια λύση για το Κυπριακό Ζήτημα, η Γενική Συνέλευση δε θα ασχοληθεί περαιτέρω με το θέμα εφαρμογής «της αρχής της ισότητας των δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών εις τον πληθυσμόν της Κύπρου».
Ομολογουμένως, η ελληνική προσφυγή δεν είχε προετοιμασθεί επαρκώς και το Δεκέμβριο του 1954 η Γενική Συνέλευση αποφάσισε με 50 ψήφους υπέρ (και η Ελλάδα ψήφισε υπέρ), 8 αποχές: ΕΣΣΔ και οι άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, ότι δεν ήταν σκόπιμη η λήψη απόφασης για το Κυπριακό «επί του παρόντος». Μάλιστα, ο αντιπρόσωπος της ΕΣΣΔ, Μαλίκ βλέποντας το Κυπριακό Ζήτημα, ως μία ευκαιρία για δημιουργία κρίσης εντός του ΝΑΤΟ, ζήτησε να ψηφισθεί η ελληνική πρόταση. Η Ελλάδα δεν εκτίμησε σωστά τις δυνατότητές της, σχετικά με το αν μπορεί να επηρεάσει έναν οργανισμό, στον οποίο, τότε, συμμετείχε μικρός αριθμός πρώην αποικιών. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το ότι η διπλωματική παρουσία της Ελλάδας σε αρκετές χώρες του πλανήτη ήταν περιορισμένη, με αποτέλεσμα να μην γίνουν γνωστές οι ελληνικές θέσεις. Οι Βρετανοί, ωστόσο, μη αρκούμενοι σε αυτή τη διπλωματική νίκη, προσκάλεσαν σε συνδιάσκεψη την Ελλάδα και την Τουρκία, το Δεκέμβριο του 1955 στο Λονδίνο, προκειμένου να συζητήσουν εκ νέου το Κυπριακό, προκαλώντας τριγμούς εντός της ελληνικής κυβέρνησης.
Οι τέσσερις προσφυγές στο Β΄ Μέρος..
Πηγές
- Αλέξης Ηρακλείδης, Κυπριακό Πρόβλημα 1947 – 2004, Από την Ένωση στη Διχοτόμηση; , Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2006
- Γιώργος Κ. Τενεκίδης, Γιάννος Κρανιδιώτης (επιμ.), Κύπρος, Ιστορία, Προβλήματα και Αγώνες του Λαού της, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2000
- Γιάννης Γ. Βαληνάκης, Εισαγωγή στην ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1949 – 1988, Εκδόσεις Παρατηρητής, Αθήνα 2003
- Άγγελος Μ. Συρίγος, Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2015
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996. Το 2014 ξεκίνησε τις σπουδές του, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου αποφοιτώντας το 2018. Τον Οκτώβριο ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Νεαπόλεως Πάφου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα "Νεότερη και Σύγχρονη Ευρωπαϊκή και Ελληνική Ιστορία". Στο OffLine Post αρθρογραφεί για τις κατηγορίες Πολιτικού και Ιστορίας.