Του Φώτη Τεγόπουλου,
Στις 26/05/2019 πρόκειται να διεξαχθούν οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 40 χρόνια μετά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση για την ανάδειξη των εκπροσώπων των 28 πια κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι ίσως οι κρισιμότερες όλων των εποχών, καθώς εν πολλοίς θα κρίνουν την πορεία της Ένωσης τα προσεχή χρόνια και παράλληλα λαμβάνουν χώρα σ’ ένα γενικότερο περιβάλλον αστάθειας, με την Ευρώπη να προσπαθεί να βρει το βηματισμό και τον προσανατολισμό της αντιμετωπίζοντας σειρά κρίσεων. Ξεκινώντας ωστόσο, καλό είναι να αναφερθούμε εν συντομία στα βασικά χαρακτηριστικά του εν λόγω θεσμού.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαρτίζεται από 751 ευρωβουλευτές (750 συν τον πρόεδρο) στην υπάρχουσα σύνθεσή του (με Brexit στα ενόψει ο αριθμός αναμένεται να αναπροσαρμοστεί), με το στοιχείο της εκπροσώπησης με πληθυσμιακά κριτήρια να είναι εμφανές. Λόγου χάριν, η Γερμανία έχει 96 απεσταλμένους ούσα η μεγαλύτερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ Κύπρος και Μάλτα απαριθμούν μόλις 6, καθώς πρόκειται για τις χώρες με τους λιγότερους κατοίκους. Η χώρα μας αντίστοιχα στέλνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 21 Ευρωβουλευτές. Να σημειωθεί επίσης πως οι εκλογές διεξάγονται στα κράτη μέλη της Ένωσης ανά 5 χρόνια, με τις τελευταίες εκλογές να γίνονται το 2014. Παράλληλα, είναι ένα από τα 7 βασικά θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο είδε τις αρμοδιότητες και το ρόλο του να ισχυροποιούνται σημαντικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας του 2007, την τελευταία δηλαδή αναθεώρηση των Ενωσιακών Συνθηκών. Αποτελεί κομμάτι της θέσπισης νομοθεσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με το Συμβούλιο και την Κομισιόν (Συνήθης Νομοθετική Διαδικασία & Θεσμικό Τρίγωνο), ενώ ταυτόχρονα έχει δημοσιονομικές και εποπτικές αρμοδιότητες. Ταυτόχρονα, αναπτύσσει συνεργασία και με τα εθνικά κοινοβούλια, καθώς τα τελευταία έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν τις προτάσεις νόμου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να έχουν ενεργό ρόλο σε ότι αφορά την αναθεώρηση των συνθηκών.
Γιατί οι φετινές εκλογές είναι εξόχως σημαντικές;
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων, τα οποία ξεκινούν από την οικονομία, όπως αποδεικνύεται από το πρόσφατο παράδειγμα της διένεξης Ιταλίας – Κομισιόν για το έλλειμμα στον προϋπολογισμό της χώρας και φτάνουν μέχρι το προσφυγικό και την παραβίαση από σειρά χωρών των κανόνων αναφορικά με την προστασία του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών ελευθεριών, συνοδευόμενη από αντιδημοκρατικές πρακτικές, με τις περιπτώσεις κρατών όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Επίσης, η άνοδος και η εδραίωση της ακροδεξιάς σε ολόκληρη την ήπειρο κάνει τα πράγματα ακόμη πιο περίπλοκα και δυσκολεύει το έργο της ηγεσίας της Ένωσης, καθώς ο αντιευρωπαϊσμός αυξάνει τα ερείσματά του, με αποτέλεσμα οι ελίτ να βρίσκονται σε αδυναμία εξεύρεσης ενός πειστικού αφηγήματος προς τους πολίτες. Μερικοί από τους λόγους για τους οποίους οι λαϊκιστικές και εθνικιστικές δυνάμεις ενισχύουν την επιρροή τους είναι οι ακόλουθοι: ενίσχυση των ανισοτήτων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσφυγικό και απόρριψη των υφιστάμενων δομών του ενιαίου οικοδομήματος. Μην ξεχνάμε πως και οι ΗΠΑ έχουν κάνει μια ιδιαίτερα συντηρητική στροφή υπό την ηγεσία Trump, επιλέγοντας τον απομονωτισμό ως βασική στρατηγική, συνεπικουρούμενο και από αμφισβήτηση των δυτικών οργανισμών και του status quo του οποίου υπήρξαν οργανικό και αναπόσπαστο κομμάτι για πάνω από 70 χρόνια.
Πώς όμως μπορούν οι πολίτες να συμμετάσχουν ενεργά στην όλη διαδικασία;
Βασικά, ας ξεκινήσουμε με το πιο απλό: εύλογα διερωτάται κάποιος, γιατί να πάω να ψηφίσω ενώ δεν μπορώ να επηρεάσω επί της ουσίας τις εξελίξεις; Είναι γεγονός πως σε ένα σημαντικό αριθμό κρατών τα ποσοστά αποχής στις ευρωπαϊκές εκλογές είναι πάρα πολύ μεγάλα, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα. Γιατί όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο; Επειδή οι πολίτες δεν ενημερώνονται σωστά πάνω στο θέμα, επειδή επίσης απουσιάζει συχνότατα από τη δημόσια σφαίρα η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, αλλά και επειδή η εν λόγω εκλογική αναμέτρηση συνιστά πεδίο αντιπαράθεσης για τα κόμματα σε ότι αφορά τα προβλήματα στο εσωτερικό μιας χώρας. Αποτελούν ωστόσο τα ανωτέρω επαρκείς δικαιολογίες για κάποιον ώστε να μην ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα; Εν μέρει ναι, αλλά και πάλι, είμαστε υποχρεωμένοι να αξιοποιήσουμε αυτή τη δυνατότητα προς όφελός μας.
Στις 26 Μάιου ψηφίζουμε και συμβάλλουμε προς την κατεύθυνση του να αποκτήσει η Ευρώπη τη θέση και το ρόλο που της αξίζει στη διεθνή σκηνή. Με την ψήφο μας συνδιαμορφώνουμε το νέο οδικό χάρτη για την πενταετία 2019-2024 και ο καθένας από μας, από το δικό του μετερίζι γίνεται μέρος της λύσης και βοηθά στη δημιουργία ενός καλύτερου κλίματος στη γηραιά ήπειρο. Η ψήφος πρέπει να βασίζεται σε ορθολογικά κριτήρια, στη βάση του ποιος βρίσκεται πιο κοντά στα πιστεύω μας, αποφεύγοντας φυσικά τις ακραίες φωνές και εκείνους οι οποίοι με τη ρητορική και τις πράξεις τους αποσκοπούν σε διαλυτικές τάσεις και επιδιώκουν να επιτείνουν την αστάθεια και την αβεβαιότητα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επιπρόσθετα, πέραν του καθήκοντος των πολιτών που αναφέραμε προηγουμένως, οφείλουν και οι ηγεσίες να αντιληφθούν τη σοβαρότητα και την κρισιμότητα των στιγμών, βάζοντας πλάτη όπου απαιτείται και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη συναινέσεων, ειδικότερα σε ότι αφορά την ανάσχεση των ακροδεξιών κομμάτων που επελαύνουν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι αποτελεσματικότερες εκστρατείες ενημέρωσης σε συνδυασμό με τη λεπτομερή και διεξοδική ανάδειξη όλων των βασικών θεμάτων προς συζήτηση από τους εμπλεκόμενους φορείς είναι αναγκαίες συνθήκες ώστε οι πολίτες των κρατών μελών να έχουν πλήρη επίγνωση του γιατί πηγαίνουν να ψηφίσουν και με ποιον τρόπο η ψήφος τους έχει αντίκρισμα. Ευελπιστώ πως θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και θα βοηθήσουν με το δικό τους τρόπο στο να έχουμε μια εκλογική διαδικασία με ουσιαστικό νόημα και θετικές εξελίξεις για μια Ευρώπη που τις έχει ανάγκη πιο πολύ από ποτέ άλλοτε.
Κλείνουμε με μία φράση που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στις εκλογές του 2014: Δράσε – Αντίδρασε – Επηρέασε/Act – React – Impact!
Μεταπτυχιακός φοιτητής του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, με εξειδίκευση στις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ. Απόφοιτος του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Πειραιώς, με καταγωγή από την Λάρισα. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα άπτονται των διεθνών σχέσεων, των ευρωπαϊκών θεμάτων, της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας. Συγγράφει άρθρα εδώ και πέντε έτη.