Της Αγγελικής Βορροπούλου,
Πριν από λίγες ημέρες, και πιο συγκεκριμένα στις 11 Φεβρουαρίου με αφορμή την 40ή επέτειο της επανάστασης του 1979, ίσως υποστηρίζοντας και για ακόμη μια φορά την πλήρη υπακοή τους προς τις ισλαμικές αρχές οι οποίες ορίζονται βάσει της χώρας, σε μια περίοδο κατά την οποία η οικονομική και η πολιτική πίεση γιγαντώνεται. Μάλιστα, ο πρόεδρος της χώρας, Χασάν Ρουχάνι κατέδειξε τις συνεχείς προσπάθειες των ΗΠΑ να απομονώσουν το Ιράν στη διεθνή σκηνή και υπογραμμίζοντας πως δεν πρόκειται να καταφέρουν να καταρρίψουν την Ισλαμική Δημοκρατία. Τίποτα απ’ όλα αυτά όμως δεν έχει να κάνει με την πραγματική επανάσταση του ’79.
Το Ιράν κάθε 11η Φεβρουαρίου διοργανώνει πανεθνική συγκέντρωση με στόχο να επισημάνει και να τονίσει το μέγεθος της στήριξης της επανάστασης, η οποία κατάφερε να εκθρονίσει τον Σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί και στη θέση της να εγκαταστήσει μια ισλαμική δημοκρατία υπό τον ηγέτη Αγιατολάχ Ρουόλαχ Χομεϊνί. Αυτές οι εκδηλώσεις αποτελούν πρακτική τίμησης της περιόδου των βίαιων διαμαρτυριών, την επιστροφή του Χομεϊνί από την εξορία, και σηματοδοτεί το τέλος της περσικής αυτοκρατορίας.
Αυτή τη φορά όμως, οι διαδηλώσεις δεν αφορούσαν μόνο τον εορτασμό της επαναστάσεως του ’79. Την περασμένη Δευτέρα Ιρανοί έκαιγαν αμερικανικές σημαίες, υποσχόμενοι πως θα υποστηρίζουν την στάση της κυβέρνησης ενάντια στις προσπάθειες των ΗΠΑ να περιορίσουν τη χρήση των βαλλιστικών πυραύλων τους. Μάλιστα, ο Ρουχανί κατακεραύνωσε τους «εχθρούς της Τεχεράνης» και μεταξύ άλλων δήλωσε πως “πρόκειται να συνεχίσει να επεκτείνει το στρατιωτικό του πρόγραμμα πυραύλων”. Εκατομμύρια διαδηλωτών συμμετείχαν στις εορταστικές αυτές εκδηλώσεις καθώς τα ηχεία αναπαρήγαγαν εθνικιστικά τραγούδια και οι διαδηλωτές φώναζαν στο δρόμο «θάνατος στο Ισραήλ, θάνατος στην Αμερική». Αυτό συνέβη καθώς η φετινή επέτειος έχει επισκιαστεί από την απόφαση του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να αποσυρθεί από την πυρηνική συμφωνία του 2015 και να αποκαταστήσει τις αυστηρές αμερικανικές κυρώσεις.
Τα τελευταία χρόνια η Τεχεράνη έχει κάνει πολλές δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων εξαγριώνοντας την Ουάσιγκτον, καθώς όπως υποστηρίζει φοβάται ότι αποτελεί μέρος μια ατέρμονης προσπάθειας για την ενίσχυση και περαιτέρω ανάπτυξη των «ικανοτήτων» των πυρηνικών όπλων, κάτι που το Ιράν από την άλλη πλευρά διατείνεται πως ποτέ δεν έχει επιδιώξει. Η πυρηνική συμφωνία του 2015 προέτρεπε το Ιράν να σταματήσει τις δοκιμές πυραύλων, χωρίς όμως να υπάρχει ρητή απαγόρευση. «Δεν θα ζητήσουμε άδεια για την παραγωγή οποιουδήποτε τύπου πυραύλων από κανέναν» ανέφερε ο Ρουχανί καθώς και ότι η Τεχεράνη «θα συνεχίσει την εποικοδομητική αυτή δέσμευση» με τη διεθνή κοινότητα, όπως ότι πρόκειται να ξεπεράσει τις τεράστιες οικονομικές δυσχέρειες τις οποίες αντιμετωπίζει, οι οποίες επιδεινώθηκαν περαιτέρω εξαιτίας των κυρώσεων των ΗΠΑ.
Μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ υπάρχει μια ατέρμονη διαμάχη η οποία μετρά πολλές δεκαετίες, χωρίς καμία από τις δύο πλευρές να φαίνεται πρόθυμη να την επιλύσει. Η κρίση αυτή ξεκίνησε πριν από 40 χρόνια, και επιδεινώθηκε υπό την προεδρεία του Ντόναλντ Τράμπ. Θεωρητικά, το Ιράν βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση ώστε να παίξει ηγετικό ρόλο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής εξαιτίας της γεωγραφικής του σημασίας αλλά και του πλούτου στο εσωτερικό του. Αυτό όμως δεν καταστάθηκε δυνατό καθώς της συνεχούς εμπλοκής της Τεχεράνης στη Συρία, στην Υεμένη αλλά και την αμφίδρομη αντιπάθεια η οποία αγγίζει τα όρια της εμμονής με τις ΗΠΑ. Και οι δυο πλευρές δαιμονοποιούν η μια την άλλη σε μια προσπάθεια της ενίσχυσης του γοήτρου τους.
Η εχθρότητα του Ιράν προς το Ισραήλ, οι επιθέσεις των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ, η στήριξη της Χεζμπολάχ στο Λίβανο, και το συνεχώς αναπτυσσόμενο πρόγραμμα πυραύλων το οποίο δημιουργεί ανησυχίες όσον αφορά τον τρόπο που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, ενίσχυσαν την αντιπαλότητα των δύο χωρών. Από την άλλη πλευρά, η στήριξη του Προέδρου Ρίγκαν στη Βαγδάτη κατά τον πόλεμο μεταξύ Ιράκ και Ιράν του 1980-1988, αλλά και οι δεκαετίες κυρώσεων που επιβάλουν οι ΗΠΑ στο Ιράν με σκοπό την αλλαγή της πολιτικής του συμπεριφοράς, θρέφουν το μίσος από την πλευρά του.
Με την κίνηση του Τραμπ ως προς τη διάλυση της συμφωνίας 5+1 του Ιράν, η Ουάσιγκτον έχασε μια μοναδική ευκαιρία για τη δημιουργία πρόσφορου εδάφους για συνεργασία μεταξύ Τεχεράνης και Δύσης. Το Ιράν συνεχίζει να τηρεί την τριετή συμφωνία, χωρίς όμως να έχει μειώσει ούτε στο ελάχιστο την περιφερειακή του επιθετικότητα, ενισχύοντας έτσι το προφίλ που του έχει δημιουργήσει ο Τραμπ αυτό του εχθρού στον οποίο πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις με σκοπό τον εκφοβισμό αλλά και τη συμμόρφωση. Αυτό όμως δεν βοηθά στην σταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, την οποία υποτίθεται ότι αποβλέπει ο Αμερικανός Πρόεδρος.