Της Μαρινιώς Βεργίνη,
Το Μάρτιο του 2008, ο Mustafa Molla Salli, μέλος της Μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, απεβίωσε, αφήνοντας με δημόσια διαθήκη, την οποία συνέταξε σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα, ολόκληρη την περιουσία του στη σύζυγό του (στο εξής «προσφεύγουσα»), η οποία και την αποδέχθηκε νομότυπα. Το Δεκέμβριο του 2009, οι αδελφές του αποθανόντος, άσκησαν αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Ροδόπης, επικαλούμενες ακυρότητα της διαθήκης, για το λόγο ότι οι κληρονομικές υποθέσεις που αφορούν πρόσωπα της Μουσουλμανικής μειονότητας δεν διέπονται από το ελληνικό αστικό δίκαιο, αλλά από το δίκαιο της Σαρία, του Μουσουλμανικού Νόμου που ρυθμίζει τις οικογενειακές σχέσεις, υπό το φως του οποίου, τέτοιου είδους διαθήκη δεν είναι επιτρεπτή.
Εφαρμογή της Σαρία από την Ελλάδα
Το νομικό καθεστώς που αφορά στην εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου στους Έλληνες Μουσουλμάνους της Θράκης, μεταβλήθηκε τον Ιανουάριο του 2018, με το νόμο 4511/2018, σύμφωνα με τον οποίο, οι κληρονομικές υποθέσεις της μειονότητας θα ρυθμίζονται καταρχήν με βάση τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ενώ η Σαρία βρίσκει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση που ο ίδιος ο διαθέτης εκφράσει τέτοια επιθυμία, με σύνταξη δημόσιας διαθήκης. Οι διατάξεις αυτές, ωστόσο, δεν μπορούν βάσει του άρθρου 1 παρ. 2 του ίδιου νόμου να τύχουν εφαρμογής σε διαθήκες οι οποίες συντάχθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του. Η υπόθεση της προσφεύγουσας, επομένως, κρίθηκε από τα ελληνικά δικαστήρια με βάση το προϊσχύον καθεστώς και την πάγια, μέχρι το τέλος του 2017, νομολογία τους. Στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων το ζήτημα της εφαρμογής της Σαρία, δεδομένων τόσο των ερωτημάτων αντισυνταγματικότητας που ήγειρε, όσο και των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας μας, οι οποίες απορρέουν από τις διεθνείς συνθήκες για την προστασία των μειονοτήτων, δεν ήταν ποτέ εντελώς ξεκάθαρο. Ο Άρειος Πάγος επέμενε στην παραδοχή ότι η εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου και η δικαιοδοσία του Μουφτή επί των σχετικών υποθέσεων αποτελεί υποχρέωση που απορρέει από το νόμο 147/1914, με τον οποίο η Ελλάδα κύρωσε την Ελληνοτουρκική Συνθήκη Ειρήνης των Αθηνών του 1913, συνθήκη από την οποία πηγάζει πράγματι σχετική υποχρέωση της Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά, το Συμβούλιο της Επικρατείας υιοθέτησε την άποψη πως, εφόσον, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών, μια διεθνής συνθήκη μπορεί να τροποποιηθεί με τη σύναψη μιας μεταγενέστερης, η συνθήκη των Αθηνών έπαψε να έχει ισχύ, μετά τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923. Βάσει αυτής, δεν συνάγεται ευθέως υποχρέωση εφαρμογής από την Ελλάδα του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, παρά μόνο υποχρέωση σεβασμού των ηθών και εθίμων της μειονότητας, κάτι που δεν είναι ανάγκη να ερμηνευθεί ως δέσμευση εφαρμογής της Σαρία. Με βάση τη λογική αυτή, δεν είναι αποδεκτή η άνευ εταίρου εφαρμογή της Σαρία, ιδίως στις περιπτώσεις που η εφαρμογή της έρχεται σε αντίθεση με το ελληνικό Σύνταγμα, κυρίως στη βάση της παραβίασης της αρχής της ισότητας μεταξύ των μερών της έννομης σχέσης.
Δικαστικό ιστορικό της υπόθεσης
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, λοιπόν, τόσο το Πρωτοδικείο, όσο και το Εφετείο, στο οποίο προσέφυγαν στη συνέχεια οι αδελφές του αποθανόντος, απέρριψαν την αγωγή τους, εκτιμώντας πως ο διαθέτης είχε, ως Έλληνας πολίτης, το δικαίωμα επιλογής των διατάξεων του ελληνικού κληρονομικού δικαίου, καθώς η δυνατότητα εφαρμογής της Σαρία αποτελεί εναλλακτική, η οποία παρέχεται στους Έλληνες Μουσουλμάνους της Θράκης ως μέτρο προστασίας της μειονότητας τους, αλλά πάντως δεν επιβάλλεται ως υποχρέωση. Η αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε στη συνέχεια από τις ενάγουσες, ωστόσο, είχε διαφορετική έκβαση, καθώς ο Άρειος Πάγος αναίρεσε πράγματι την απόφαση του Εφετείου, εμμένοντας στην άποψή του περί υποχρέωσης της εφαρμογής της Σαρία στα κληρονομικά ζητήματα της Μουσουλμανικής μειονότητας, ανεξάρτητα από τη θέληση του διαθέτη. Στη μετ’ αναίρεση εκδίκαση της υπόθεσης, το Εφετείο συμμορφώθηκε με την απόφαση του ΑΠ, αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της διαθήκης. Κατά αυτής της απόφασης εφετείου, άσκησε η προσφεύγουσα αίτηση αναίρεσης, την οποία το Ανώτατο Ακυρωτικό απέρριψε, στερώντας έτσι από την προσφεύγουσα τα τρία τέταρτα της κληρονομούμενης περιουσίας και περιορίζοντάς την, αναγκαστικά, στο ένα τέταρτο που κληρονομεί τη σύζυγος του αποθανόντος στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, βάσει του δικαίου της Σαρία. Η σύζυγος προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ).
Η εκτίμηση του ΕΔΔΑ
Στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται η υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει τη χρήση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στη Σύμβαση, χωρίς να εμφιλοχωρούν διακρίσεις βασισμένες σε χαρακτηριστικά του ίδιου του προσώπου ή σε εξωτερικό παράγοντα. Από το άρθρο 1 του ΠΠΠ συνάγεται ότι τέτοιο δικαίωμα αποτελεί και το δικαίωμα του προσώπου στην ιδιοκτησία. Επομένως, τα ζητήματα που τίθενται εδώ είναι: πρώτον, αν η στέρηση της κληρονομιάς την οποία επέφερε η απόφαση του ΑΠ συνιστά απώλεια περιουσίας και επομένως, παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, στο πρόσωπο της προσφεύγουσας και δεύτερον, αν υπήρξε διάκριση εις βάρος της προσφεύγουσας κατά την άσκηση του δικαιώματός της στην ιδιοκτησία. Παρά το γεγονός, πως η στέρηση της δυνατότητας της ενδιαφερόμενης να κληρονομήσει το σύζυγό της δεν εμπίπτει νοηματικά στο περιεχόμενο που δίνει το ελληνικό δίκαιο στην έννοια της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, αυτό δεν δεσμεύει το ΕΔΔΑ, το οποίο ερμηνεύει αυτόνομα τις νομικές έννοιες και ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό του εκάστοτε εθνικού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε πως δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε αποδεχθεί την κληρονομιά και η αποδοχή αυτή είχε καταρχήν εγκριθεί, τα υλικά αγαθά που κληρονόμησε θα βρίσκονταν στην ιδιοκτησία της, αν απλώς δεν είχε μεσολαβήσει η ακύρωση της διαθήκης από τα εθνικά δικαστήρια. Συνεπώς, έκρινε πως το κληρονομικό της δικαίωμα εμπίπτει στην έννοια της ιδιοκτησίας του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου.
Αναφορικά με την ύπαρξη ή όχι διάκρισης εις βάρος της συζύγου, κατά την άσκηση του δικαιώματός της, το Δικαστήριο ακολούθησε την εξής συλλογιστική, η οποία θυμίζει έντονα τα κριτήρια της αναλογικής ισότητας του ελληνικού δικαίου: Για να καταφανεί η ύπαρξη διάκρισης, θα πρέπει να κριθεί, πρώτον, ότι όντως η προσφεύγουσα βρισκόταν σε κατάσταση όμοια ή πάντως σημαντικά παρεμφερή με άλλα πρόσωπα και δεύτερον, πως παρά την ομοιότητα των καταστάσεων, υπήρξε διαφοροποίηση στη δική της μεταχείριση, με βάση κάποιο χαρακτηριστικό της ή άλλο παράγοντα. Με άλλα λόγια, πρέπει να πρόκειται για μια ανόμοια μεταχείριση όμοιων καταστάσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε την ομοιότητα των καταστάσεων και την, παρά ταύτα, διαφορετική μεταχείρισή τους με το παρακάτω σκεπτικό: Τόσο μια γυναίκα με σύζυγο Μουσουλμάνο όσο και μια γυναίκα με σύζυγο μη-Μουσουλμάνο, εφόσον οι σύζυγοι και των δύο είχαν συντάξει διαθήκη με βάση τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, θα είχαν λογικά την ίδια αξίωση να κληρονομήσουν μετά το θάνατό τους την περιουσία τους. Με την απόφασή του να θεωρήσει άκυρη την διαθήκη της πρώτης, ο Άρειος Πάγος προέβη σε μια διαφοροποίηση ως προς τη νομική της μεταχείριση βασίζοντας την κρίση του σε ένα διαφορετικό χαρακτηριστικό: τη θρησκεία του διαθέτη.
Ωστόσο, η ύπαρξη διάκρισης εις βάρος προσώπου, από μόνη της δεν αρκεί για να θεμελιώσει παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ. Πρέπει να γίνει κατανοητή, στη συνέχεια, η απουσία αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί αυτή τη διάκριση. Για να καταλήξει το Δικαστήριο αν συντρέχει τέτοιος αντικειμενικός λόγος, εξετάζει αν διαφαίνεται κάποιος σκοπός δημοσίου συμφέροντος, την επίτευξη του οποίου εξυπηρετεί η διάκριση και στη συνέχεια ελέγχει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναλογικότητας. Ελέγχει δηλαδή, κατά πόσο η διάκριση είναι πρόσφορη και αναγκαία για να επιτευχθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος και δεν οδηγεί πάντως σε μια θυσία του δικαιώματος του προσφεύγοντος, η οποία είναι υπέρμετρη σε σχέση με το επιδιωκόμενο όφελος. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η Ελλάδα θεμελίωσε τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος στην ανάγκη της να σεβαστεί τις διεθνείς υποχρεώσεις που έχει αναλάβει μέσω της Σύμβασης της Λωζάνης αναφορικά με την προστασία της μειονότητας της Δυτικής Θράκης. Το Δικαστήριο δέχθηκε τον ισχυρισμό αυτό, ωστόσο με σκεπτικισμό, αμφισβητώντας το κατά πόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εφαρμογή της Σαρία προστατεύει όντως το μέλος της μειονότητας, δηλαδή τη σύζυγο του αποθανόντος. Σε κάθε περίπτωση, δεν αναγνώρισε τη συνδρομή αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί τη διάκριση εις βάρος της προσφεύγουσας, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνται πάντως τα κριτήρια της αναλογικότητας: Καταρχάς, δεδομένου ότι η ίδια η Κυβέρνηση δέχθηκε κατά τη διατύπωση των παρατηρήσεών της, πως προγενέστερες συνθήκες αυτής της Λωζάνης δε βρίσκονται σε ισχύ και ως εκ τούτου η Ελλάδα δεσμεύεται μόνο από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει μέσω της τελευταίας, η εφαρμογή της Σαρία δεν μπορεί να κριθεί ως μέτρο αναγκαίο για την προστασία των εθίμων της Μουσουλμανικής μειονότητας, εφόσον κάτι τέτοιο δε συνάγεται ευθέως από τη συνθήκη. Επιπλέον, από τη Συνθήκη της Λωζάνης δεν απορρέει υποχρέωση του ελληνικού κράτους να προβεί στη δημιουργία συγκεκριμένου νομικού καθεστώτος που να διέπει τη θρησκευτική μειονότητα. Ωστόσο, από τη στιγμή που προβεί σε μια τέτοια ενέργεια, οφείλει να διασφαλίζει πως το καθεστώς αυτό δε θα λειτουργεί με κριτήρια διακρίσεων και ανισότητας.
Ακόμα, η εφαρμογή της Σαρία δεν δημιουργεί ζητήματα διακρίσεων μόνο εις βάρος των γυναικών, στο πλαίσιο της μειονότητας, αλλά, όπως φαίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, και σε εθνικό επίπεδο, καθώς δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των Ελλήνων πολιτών της Μουσουλμανικής μειονότητας σε σχέση με τους Έλληνες που δεν ανήκουν στη μειονότητα αυτή. Επιπρόσθετα, η διάκριση εις βάρος της προσφεύγουσας, η οποία πραγματώνεται μέσω της υποχρεωτικής εφαρμογής της Σαρία, εγείρει προβληματισμούς αναφορικά με τις διεθνείς υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Ελλάδα, μέσω των συνθηκών που αφορούν εν γένει στην προστασία των μειονοτήτων (Council of Europe Framework Convention for the Protection of Minorities), καθώς στερεί από μέλος της μειονότητας τη δυνατότητα άσκησης της αρνητικής όψης ενός δικαιώματος, δηλαδή του δικαιώματος να μην έχει τη μεταχείριση μέλους της μειονότητας. Τέλος, η στάση της Ελλάδας, να εφαρμόζει τη Σαρία, παρά τη θέληση των μελών της μειονότητας, προσκρούει στις συστάσεις που έχουν διατυπώσει αναφορικά με το ζήτημα τα Ηνωμένα Έθνη και ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Με βάση αυτά τα στοιχεία, κρίθηκε από το Δικαστήριο πως η διάκριση εις βάρος της προσφεύγουσας είναι υπέρμετρα επιβλαβής για το, προστατευόμενο στην ΕΣΔΑ, δικαίωμά της στην ιδιοκτησία, σε σχέση με το σκοπό της Ελλάδας να τηρήσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις και ως τέτοια δεν πληροί τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε, συνακόλουθα, πως πράγματι έλαβε χώρα παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ και έκανε την προσφυγή δεκτή, στις 19 Δεκεμβρίου 2018.
Πηγές
- Stec & Other v. the UK, ECHR
- Mazurek v. France, ECHR
- Merger & Cros v. France, ECHR
- Serif v. Greece, ECHR
- Παπαδοπούλου Λίνα, Φυλακισμένες στην Ιστορία: Η Ελληνίδες Μουσουλμάνες υπό τον Ιερό Νόμο του Ισλάμ