Του Μιχάλη Γιαννακίδη,
Έχω βαρεθεί να ακούω ότι ο Γιάννης Αντετοκούμπο δεν είναι Έλληνας. Μιλάμε για έναν εξαιρετικό αθλητή, εντός και εκτός παρκέ, που όχι μόνο είναι ένας από τους καλύτερους στον κόσμο, αλλά είναι παράλληλα ιδιαίτερα αγαπητός, άρα και εμπορικός. Ο Γιάννης παίζει με το χαμόγελο στα χείλη, είναι ταπεινός, θεαματικός και πολιτικά ουδέτερος: ο τέλειος αθλητής.
Βέβαια, εδώ στην Ελλάδα είμαστε ξεχωριστοί και διαφέρουμε, έτσι ο Γιάννης, ένας αθλητής παγκόσμιου βεληνεκούς, δεν είναι καθολικά αγαπητός από τους συμπατριώτες του. Αντίθετα, συχνά γίνεται αντικείμενο, αβάσιμης, κριτικής από μια μερίδα του πληθυσμού η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι θα έπρεπε.
Η τελευταία «κατηγορία» που έχουν προσάψει στον Γιάννη είναι ότι δεν αγωνίζεται αρκετά με την Εθνική. Φυσικά, πρόκειται για μία γελοία κατηγορία, αλλά ας την αναλύσουμε. Αρχικά, κανένας αθλητής, ειδικά όταν έχει παίξει 82 παιχνίδια σε μία αγωνιστική σεζόν, δεν είναι υποχρεωμένος να εκπροσωπήσει την χώρα του σε μία διοργάνωση. Ο Γιάννης δεν είναι ο μόνος αστέρας του NBA που δεν φορά το εθνόσημο σε όλες τις πιθανές περιστάσεις. Πέρα από αυτό, πολλές φορές οι ομάδες των αθλητών δε τους επιτρέπουν να αγωνιστούν με τις εθνικές τους ομάδες, καθώς φοβούνται έναν πιθανό τραυματισμό. Στο κάτω κάτω, κάποιοι παίκτες αποτελούν επενδύσεις 200 εκατομμυρίων.
Κατά τη δική μου άποψη, η εχθρότητα που κάποιοι Έλληνες εκφράζουν προς τον Αντετοκούμπο δεν είναι επειδή δεν ήρθε να παίξει σε ένα τουρνουά με την Εθνική, αλλά λόγω της καταγωγής και του χρώματος του. Εδώ πέρα δεν χρειάζονται πολλές εξηγήσεις, η Ελλάδα δεν είναι κάποια τριτοκοσμική, οπισθοδρομική, χώρα, αλλά παράλληλα αν λέγαμε ότι ο ρατσισμός προς κάποιες μειονότητες δεν υπάρχει, θα ήταν ψέμα. Φάινεται και από ένα συγκεκριμένο κόμμα που είναι στη βουλή αυτή τη στιγμή.
Έτσι, λοιπόν, βλέπεις ή ακούς συχνά άτομα να λένε ότι δεν μπορούν να ταυτιστούν με τον Γιάννη ή ότι δεν είναι πραγματικός Έλληνας, δεν μπορούν να χαρούν την επιτυχία του όπως με άλλους, «αυθεντικούς» Έλληνες. Το θέμα σε αυτή τη λογική, πέρα από την ηλιθιότητα και τον ρατσισμό που έχει μέσα της, είναι ότι το μπάσκετ, ή οποιοδήποτε άθλημα, δεν είναι παιχνίδι στο οποίο ψάχνουμε να βρούμε ποια χώρα ή φυλή έχει τα «ανώτερα» γονίδια. Αντίθετα, αναδεικνύεται η αθλητική παιδεία μιας χώρας.
Ακόμη και αν παραλείψουμε αυτή την τρύπα στο επιχείρημα σχετικά με την ελληνικότητα ή μη του Γιάννη, παραμένει αστείο. Ναι, αν προσεγγίσουμε γονιδιακά το θέμα (εδώ να συμπληρώσω ότι οι γονιδιακές προσεγγίσεις μου φαίνονται χαζές) ο Γιάννης δεν μοιράζεται το ίδιο DNA που έτρεχε στις φλέβες του Σωκράτη και του Περικλή. Αντιλαμβάνεστε, όμως. πόσο γελοίο είναι ένας άνθρωπος να είναι αρνητικά προκατειλημμένος προς έναν άλλο λόγω των γονιδίων του και παράλληλα να ισχυρίζεται ότι είναι γνήσιος απόγονος των αρχαίων Ελλήνων; Από τον Χρυσό αιώνα του Περικλή έχουν περάσει χιλιετίες, μέσα σε αυτά τα χρόνια ο ελληνικός χώρος άνηκε στην Ρωμαϊκή, στην Βυζαντινή και τέλος, στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μπορεί ο Γιάννης, γονιδιακά, να μην έχει κάποια σχέση με τους Αρχαίους Έλληνες, αλλά θα ήταν χαζό να ισχυριστώ πως εγώ, η οποιοδήποτε άλλος που γεννήθηκε στην σύγχρονη Ελλάδα έχει.
Νομίζω, λοιπόν, πως είναι ξεκάθαρο ότι ο Γιάννης είναι όσο Έλληνας όσο ο καθένας μας, κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι τόσο κατανοητό, εν τέλει, και είναι ντροπή ένα από τα καλύτερα «προϊόντα» της Ελλάδας να γίνεται αφορμή για να μας υπενθυμίσει τα ελαττώματα μας.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά μένει μόνιμα στην Αθήνα. Είναι τριτοετής φοιτητής Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και πιο συγκεκριμένα στον χώρο τον media, ενώ στον ελεύθερο του χρόνο, ασχολείται με την τέχνη και την άθληση.