Του Γιώργου Χατζηγρηγορίου,
Στις 23 Ιανουαρίου του 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε για πρώτη φορά το έγγραφο εργασίας της αναφορικά με τη λήψη σειράς μέτρων στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Έπειτα από πολύμηνες εργασίες και διαπραγματεύσεις η δέσμη μέτρων ψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους. Καρπούς αυτής της προσπάθειας αποτέλεσαν η Οδηγία 2009/28/ΕΚ, με αντικείμενο την προώθηση των ΑΠΕ, καθώς και η Οδηγία 2009/29/ΕΚ και η Απόφαση 406/2009/ΕΚ που από κοινού ρυθμίζουν τον περιορισμό της εκπομπής των αερίων του θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας. Ωστόσο, τι είναι αυτό που διαφοροποιεί την προσπάθεια αυτή του Κοινοτικού νομοθέτη από τις προηγούμενες πρωτοβουλίες του; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δύναται να αναζητηθεί σε δύο επίπεδα.
Αρχικά, σε ιστορικό επίπεδο η δέσμη μέτρων του 2008-2009 αποτέλεσε την πρώτη αξιοσημείωτη προσπάθεια για την υιοθέτηση μιας κοινής ευρωπαϊκής ενεργειακής και περιβαλλοντικής πολιτικής μετά το μακρινό 1951, όταν και ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (EKAX), ο προπάτορας της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Προχωρώντας σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή, η ΕΚΑΧ γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα ιδρυτικά μέλη της (Βέλγιο, Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο και Ολλανδία) αναγνωρίζοντας τη σημασία της ενέργειας για την επούλωση των πληγών που άνοιξε ένας ακόμα Παγκόσμιος Πόλεμος στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ίδρυσαν μια νεοπαγή ενεργειακή ένωση με καταστατικό σκοπό την εγκαθίδρυση μιας κοινής αγοράς εντός της οποίας τα ενεργειακά προϊόντα θα κυκλοφορούσαν ελεύθερα έναντι των χαμηλότερων δυνατών τιμών. Η ΕΚΑΧ πέτυχε τον στόχο της για τη ρύθμιση μιας ενιαίας αγοράς, δεν διέθετε ωστόσο ακόμα τις απαιτούμενες εξουσίες για τη διάρθρωση μιας κοινής πολιτικής στον χώρο της ενέργειας. Πράγματι, ο περιορισμένος αριθμός και η επιφυλακτικότητα των μελών να εκχωρήσουν κυριαρχικά τους δικαιώματα σε υπερεθνικούς θεσμούς αποδείχτηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια για την ΕΚΑΧ στην τότε μορφή της. Χρειάστηκε να απομακρυνθεί η σκιά των Παγκοσμίων Πολέμων και να μεσολαβήσει η διέλευση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας από το στάδιο της ΕΟΚ, ώστε να καταλήξει στη σημερινή μορφή της ΕΕ και να πραγματωθεί το όραμα της ΕΚΑΧ για μια ενιαία ενεργειακή πολιτική. Για πρώτη φορά τον Δεκέμβρη του 2007 τα κράτη μέλη αναγνώρισαν αυξημένες εξουσίες στην ΕΕ με την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβώνας, η οποία στο 4ο άρθρο της απονέμει στην Ένωση συντρέχουσα αρμοδιότητα στον τομέα της ενέργειας (όπως και του περιβάλλοντος). Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η ΕΕ έχει πλέον τον πρώτο λόγο για τη ρύθμιση των ενεργειακών θεμάτων και τα κράτη μέλη μπορούν απλώς να νομοθετήσουν συμπληρωματικά στο μέτρο που η Ένωση αφήσει κάτι αρρύθμιστο. Με αυτόν τον τρόπο η ΕΕ απέκτησε τις εξουσίες να χαράξει μια ενιαία ενεργειακή πολιτική.
Παράλληλα, σε θεσμικό επίπεδο, με την ψήφιση των μέτρων του 2008-2009 η Ένωση για πρώτη φορά στο πεδίο της ενέργειας δεν περιορίζεται σε γενικές και αφηρημένες εξαγγελίες, αλλά θέτει συγκεκριμένους στόχους στο πλαίσιο χρονοδιαγράμματος. Οι στόχοι αυτοί αποτελούν έκτοτε τις κατευθυντήριες γραμμές για την ενεργειακή και περιβαλλοντική πολιτική της. Ειδικότερα, με οδηγό τη διαμόρφωση μιας ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς η Κοινότητα έθεσε τέσσερις βασικούς στόχους : α) Τη μείωση των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου τουλάχιστον έως 20% μέχρι το 2020, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, β) Την αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο 20% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας της ΕΕ, ως το 2020, γ) Τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας σε ποσοστό 20% με αρωγό τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, δ) Τη χρήση τουλάχιστον κατά 10% βιοκαυσίμων νέας γενιάς για τις μεταφορές.
Με τη λήξη της προθεσμίας του 2020 να πλησιάζει, έχουμε μια εικόνα για την επίτευξη ή μη των τεσσάρων στόχων της ΕΕ. Σχετικά με τον περιορισμό της έκλυσης των αερίων του θερμοκηπίου αυτός επετεύχθη σύμφωνα με ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 2010 κιόλας και παραμένει μέχρι σήμερα σε ικανοποιητικά επίπεδα. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε σύντομα και η αυξημένη χρήση βιοκαυσίμων νέας γενιάς. Τα δεδομένα ωστόσο δεν παρουσιάζονται εξίσου ενθαρρυντικά για τους υπόλοιπους δύο στόχους. Από τη μία πλευρά ο τομέας των ΑΠΕ σημείωσε σημαντική πρόοδο εντός της ΕΕ με το ποσοστό όμως να μη δείχνει ικανό να ξεπεράσει το 20%, ενώ από την άλλη όπως προανήγγειλε με ανακοίνωση της η ΕΕ, ούτε η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας δεν αναμένεται να προσεγγίσει τα επιθυμητά επίθετα. Και αν για την επίτευξη του στόχου αναφορικά με τις ΑΠΕ στις τάξεις της ΕΕ επικρατεί μια αισιοδοξία, όπως άλλωστε προκύπτει και από τον νέο στόχο ως το 2030 το 32% της παραγόμενης ενέργειας να προέρχεται από ΑΠΕ, το ζήτημα της κατανάλωσης της ενέργειας προκαλεί έναν προβληματισμό. Προκειμένου να γίνει κατανοητός αυτός ο προβληματισμός ενδείκνυται να αναζητηθεί η ratio, η απώτερη επιδίωξη του στόχου περί περιορισμού της ενεργειακής κατανάλωσης.
Με μια πρώτη ματιά εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως μέσα σε ένα γενικότερο πνεύμα περιβαλλοντικής συνείδησης που διαπνέει τον Κοινοτικό νομοθέτη, εκείνος έθεσε ως στόχο την κατανάλωση λιγότερης ενέργειας εντός της Κοινότητας. Ασφαλώς, ο νομοθέτης δεν επιθυμεί να θυσιάσει τις ανάγκες των πολιτών στον βωμό της εξυπηρέτησης της ενεργειακής του πολιτικής, ακόμα και αν εκείνη συμπλέει με την προστασία του περιβάλλοντος. Απεναντίας, ενθαρρύνει την εκμετάλλευση της ενέργειας υπό τον όρο φυσικά πως οι καταναλωτές μεριμνούν για την ελαχιστοποίηση της σπατάλης της. Βέβαια τα κίνητρα της Ένωσης δεν είναι αμιγώς περιβαλλοντικά. Αντίθετα, τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας υπαγορεύει και ένας σημαντικός πολιτικοοικονομικός λόγος, που δεν είναι άλλος από την ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τρίτες χώρες. Ειδικότερα, σύμφωνα με δεδομένα της Κοινότητας για το 2016, που είναι και τα τελευταία δημοσιευμένα δεδομένα επί του θέματος, τη χρονιά εκείνη το 53.7% της ενέργειας που καταναλώθηκε προήλθε από εισαγωγές από τρίτες χώρες. Ανάμεσα στις τρίτες χώρες η Ρωσία βρέθηκε στην πρώτη θέση με εισφορά του 32% της εισαγόμενης ενέργειας, με τη Νορβηγία και τις χώρες της Μέσης Ανατολής να ακολουθούν. Τι σημαίνει αυτό για την Ευρωπαϊκή Ένωση; Σε κάθε περίπτωση η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τρίτες χώρες την καθιστά δέσμια γεωπολιτικών παιχνιδιών, πολιτικών αναταραχών ή ακόμα και ακραίων καιρικών φαινομένων σε μια τρίτη χώρα, με τον κίνδυνο μια διακοπή της ροής της ενέργειας να προκαλέσει σημαντικά πλήγματα στην ευρωπαϊκή αγορά και βιομηχανία. Επιβεβαιωτική είναι εξάλλου και η ενεργειακή κρίση που ξέσπασε το 2009 μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, με την πρώτη να διακόπτει τη μεταφορά φυσικού αερίου προς τη γειτονική χώρα. Η θέση της ΕΕ έναντι των εισαγωγέων μάλιστα φαντάζει ακόμα πιο ευάλωτη όταν δημοσίευμα της Επιτροπής κάνει λόγο για την καταβολή 1 δισεκατομμυρίου ευρώ ημερησίως για την αποπληρωμή της εισαγόμενης ενέργειας από τα κράτη μέλη! Συνεπώς, ο νομοθέτης έχει κάθε λόγο να θέτει ως στόχο τη μείωση της κατανάλωσης, η οποία και θα καταστήσει την Ένωση λιγότερο εξαρτημένη από εισαγωγές. Στο σημείο λοιπόν αυτό προκύπτει το εξής ερώτημα: Πως μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ενεργειακής εξάρτησης;
Η ΕΕ έδωσε από πολύ νωρίς τη δική της απάντηση με την Οδηγία 2004/67/ΕΚ, η οποία και περιέχει τους βασικούς άξονες της στρατηγικής της. Συγκεκριμένα, η Ένωση οραματίζεται τη σταδιακή μετατροπή της από μια Κοινότητα καταναλωτή ενέργειας, σε μια Κοινότητα παραγωγό. Ωστόσο, αυτή η επιδίωξη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από τη μία μέρα στην άλλη, ειδικά όταν η ενεργειακή εξάρτηση από τρίτες χώρες αγγίζει ποσοστά άνω του 50%. Για τον λόγο αυτό, παράλληλα με τη λήψη μέτρων για την ενίσχυση της παραγωγής, με την προσέλκυση επενδυτών, τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και τη διασύνδεση των ευρωπαϊκών ενεργειακών δικτύων, λαμβάνει επίσης μέτρα για τη βελτίωση της τρέχουσας κατάστασης. Έτσι σε μια προσπάθεια ισχυροποίησης της θέσης της έναντι των εισαγωγέων η ΕΕ επιδιώκει : α) Τη διαφοροποίηση των πηγών και οδεύσεων παραγωγής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κατάρτιση συμφωνίας με το Αζερμπαϊτζάν για προμήθεια φυσικού αερίου, που θα μεταφέρεται στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας. Απώτερος σκοπός είναι πρωτίστως η απεξάρτηση από τη Ρωσία. β) Την υιοθέτηση ενός νέου μηχανισμού αντιμετώπισης ενεργειακών κρίσεων, κατά κύριο λόγο με την υποχρεωτική διατήρηση αποθεμάτων αργού πετρελαίου ή προϊόντων πετρελαίου από τα κράτη μέλη. γ) Τη συγκρότηση μιας συλλογικής εξωτερικής πολιτικής, με την έννοια της κατάρτισης συμφωνιών με τρίτες χώρες σε Κοινοτικό επίπεδο με βάση τις ρυθμίσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Ως αποτέλεσμα ισχυροποιείται η διαπραγματευτική θέση ιδίως των μικρομεσαίων κρατών μελών, που σε διαφορετική περίπτωση θα υποχρεούνταν στη σύναψη συμφωνιών με επαχθείς όρους.
Εν κατακλείδι, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαμορφώσει και υπηρετεί μια ενιαία ενεργειακή πολιτική με γνώμονα την ενίσχυση της οικονομίας, την ενεργειακή απεξάρτηση από τρίτες χώρες και την πράσινη ανάπτυξη. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να συμβάλουν έμπρακτα, με την πιστή εφαρμογή της νομοθεσίας και την αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ τους, στην επίτευξη του ενωσιακού ενεργειακού ιδεώδους.
Πηγές
- Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 , σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ
- Οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 , για τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ με στόχο τη βελτίωση και την επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου της Κοινότητας
- Απόφαση 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020
- Οδηγία 2004/67/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004, σχετικά με τα μέτρα διασφάλισης του εφοδιασμού με φυσικό αέριο
- Δημοσίευμα στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις εισαγωγές ενέργειας στην ΕΕ και την ενεργειακή εξάρτηση https://ec.europa.eu/eurostat/cache/infographs/energy/bloc-2c.html
- Νικόλαος Ε. Φαραντούρης, Ενέργεια – Δίκτυα & Υποδομές
- Νικόλαος Ε. Φαραντούρης-Τιμολέων Θ. Κοσμίδης, Δίκαιο Υδρογονανθράκων