Της Κατερίνας Μπικιώτη,
Ανέκαθεν οι απόψεις αναφορικά με την επιρροή που ασκούν οι θρησκευτικοί λειτουργοί στο ποίμνιό τους ήταν ένα φλέγον ζήτημα στην ελληνική κοινωνία, εξαιτίας ακριβώς του καθοριστικού ρόλου που διαδραματίζει η δράση τους, μέσα από το κήρυγμα που μεταδίδουν και των δημόσιων δηλώσεων, που εκφωνούν, στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης, για την πλειονότητα των θεμάτων που μας προβληματίζουν. Βαρύνουσα μάλιστα σημασία αποκτά ο λόγος των θρησκευτικών λειτουργών όταν αυτοί καταπιάνονται με θέματα που σχετίζονται με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και τον ενδεδειγμένο τρόπο μεταχείρισης αυτών.
Μία από τις πιο δραστικές παρεμβάσεις ήταν αναμφίβολα αυτή του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιου μέσω ενός άρθρου με τίτλο «ΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΗΚΩΣΑΝ ΚΕΦΑΛΙ!- Ας μιλήσουμε έξω απ’τα δόντια ΦΤΥΣΤΕ ΤΟΥΣ!» που συνέταξε και δημοσίευσε σε ιστοσελίδα που διατηρεί ο ίδιος, κατά την περίοδο των διαβουλεύσεων του νομοσχεδίου, που είχε κατατεθεί και προέβλεπε την κατοχύρωση του δικαιώματος σύναψης συμφώνου συμβίωσης από ομόφυλα ζευγάρια.
Βασισμένοι στο άρθρο αυτό, το οποίο, όπως μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό απ τον τίτλο του, καθόλη του την έκταση καταφερόταν με άκομψους και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς εναντίον των ομοφυλοφίλων, εννέα συμπολίτες μας κατέθεσαν μήνυση κατά του Μητροπολίτη και η Εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη που οδήγησε τον μηνυόμενο στην αίθουσα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου. O Μητροπολίτης βέβαια σε πρώτο βαθμό αθωώθηκε αλλά την αθωωτική απόφαση προσέβαλαν ο Εισαγγελέας Πατρών και ο Εισαγγελέας Αίγιου. Ενόψει της δευτεροβάθμιας δίκης εξεδόθη τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση για τα εγκλήματα του άρθρου 1 του ν.4285/2014, γνωστού και ως αντιρατσιστικού νόμου («Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 − 20.000) ευρώ») και του άρθρου 196 Ποινικού Κώδικα (“Κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος. Ο θρησκευτικός λειτουργός που κατά την ενάσκηση των έργων του ή δημόσια και με την ιδιότητά του προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε εχθροπάθεια κατά της πολιτειακής εξουσίας ή άλλων πολιτών τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.”). Σύμφωνα με τις δηλώσεις της συνηγόρου υπεράσπισης του καταδικασθέντος πρόκειται να ασκηθεί αναίρεση για νομικές πλημμέλειες και η υπόθεση να αχθεί ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Το βήμα που δίνεται σε ορισμένους ανθρώπους να εκφράζουν την άποψή τους στο ευρύ κοινό ελλοχεύει αρκετούς κινδύνους αναφορικά με τον τρόπο που κάνουν χρήση αυτής τους της ελευθερίας προκειμένου να μην μετατραπεί αυτή συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία σε μανδύα για την τέλεση εγκλημάτων. Οι ιερείς εκ της φύσης του λειτουργήματός τους ασκούν επιρροή στο ποίμνιό τους και εξαιτίας αυτού άλλωστε ο λόγος τους θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συνετής σκέψης και αντίληψης που υπηρετούν τον άνθρωπο και την αξιοπρέπειά του. Η ρητορεία ανθρώπου που επενδύεται το αξίωμα ενός θρησκευτικού λειτουργού και αναφέρεται σε συνανθρώπους μας με εκφράσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον απαξιωτικές βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τον ρόλο τους. Η κοινωνία μας που βάλλεται από κρίσεις πολυδιάστατες έχει ανάγκη από πνευματικούς ταγούς, ανθρώπους που θα αναλάβουν το έργο να υπενθυμίζουν ιδιαίτερα στους νέους τις αξίες και τα ιδανικά της ζωής.
Η καταδίκη του Μητροπολίτη καθιστά σαφές ότι κανείς δεν μπορεί να καταχράται την ευχέρεια που τους παρέχει η κοινωνία μας και να καταφέρεται ενάντια στους συνανθρώπους μας εκ μόνο του λόγου ότι δε συμφωνεί με τις επιλογές αυτών σε οποιοδήποτε επίπεδο. Σε απάντηση προς τα ερωτήματα που σύμφωνα με το δικαστικό ρεπορτάζ απηύθυνε ο συνήγορος υπεράσπισης σε μάρτυρα της πολιτικής αγωγής «δεν είναι φυσιολογικό αυτού του είδους η ρητορική να προέρχεται από έναν θρησκευτικό λειτουργό».
Γεννημένη το 1997 στην Λάρισα διανύει το 4ο έτος των σπουδών της στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ. Βασικά ενδιαφέροντα της, είναι η αντιμετώπιση του νομοθέτη και της δικαιοσύνης απέναντι σε ποικίλα θέματα και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γνώμονας στην πορεία της, η εμπέδωση των αξιών της ζωής.