Του Γιώργου Κωστόπουλου,
Από την ίδρυσή του το μακρινό 1974 έως και την πρώτη αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία του, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχε ταυτιστεί απόλυτα με τον δημιουργό του, τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου. Πρόκειται για μια πολιτική προσωπικότητα που όμοιά της δύσκολα θα εμφανιστεί ξανά στην ελληνική πολιτική σκηνή, καθώς η διορατικότητά του, το επικοινωνιακό του χάρισμα και οι ηγετικές του ικανότητες είναι άξιες αναφοράς και ανάλυσης ακόμα και σήμερα.
Το καλοκαίρι του 1996 έπειτα από χρόνια προβλήματα υγείας, ο Ανδρέας Παπανδρέου πεθαίνει και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. καθίσταται και επισήμως ακέφαλο. Είχε προηγηθεί η αλλαγή Προέδρου από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κινήματος τον Γενάρη του 1996, έπειτα από προσταγή του ίδιου του Παπανδρέου που νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση. Σε αυτή τη ψηφοφορία επικράτησε μετά από δύο γύρους ο Κώστας Σημίτης, που ανέλαβε τόσο καθήκοντα Προέδρου της Κ.Ο. του ΠΑ.ΣΟ.Κ. όσο και πρωθυπουργού.
Η εποχή Σημίτη, από την επίσημη εκλογή του στο 4ο Συνέδριο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. τον Ιούλιο του 1996 έως και την αποχώρησή του από την Προεδρία τον χειμώνα του 2004 χαρακτηρίζεται από μια νότα ανανέωσης και έντονου εξευρωπαϊσμού. Ως πολιτικός στόχευε σε βήματα προόδου, ώστε η Ελλάδα να καταφέρει να εισέλθει στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς καθυστερήσεις. Έτσι, μέσα από μεταρρυθμίσεις της οικονομίας, αλλά και εφαρμογή αυστηρής λιτότητας, ο Σημίτης μπορεί να πιστωθεί σε μεγάλο βαθμό την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2001. Στο πλαίσιο του κόμματος, έδωσε στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. ένα πιο φιλοευρωπαϊκό στίγμα, πέρα από το καθαρά σοσιαλιστικό ύφος της εποχής Παπανδρέου, εδράζοντας και επίσημα το Κίνημα στις τάξεις της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας.
Ως διάδοχος του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Σημίτης δε μπορεί να θεωρηθεί πως αποτέλεσε ένα πιστό αντίγραφο του ιδρυτή του Κινήματος. Ο Σημίτης δεν είχε ούτε το επικοινωνιακό χάρισμα, ούτε την ευφράδεια λόγου του Παπανδρέου, κάτι που δημιούργησε ένα νέο πρότυπο ηγεσίας. Με τον τρόπο αυτό, ο Κώστας Σημίτης παρουσίασε ένα νέο μοντέλο ηγέτη, αυτό του εργατικού που αγγίζει τα όρια του τεχνοκράτη, καθώς δεν ενδιαφερόταν τόσο για το επικοινωνιακό του στυλ, όσο για την επιτυχή πραγμάτωση των ιδεών και των πολιτικών των κυβερνήσεών του, πέρα από την εικόνα που έβγαζε στα media της εποχής που πολλές φορές του έκαναν καυστική σάτιρα.
Το Κίνημα απέκτησε με αυτόν τον τρόπο έναν ηγέτη πειθαρχημένο και μετρημένο, μακριά από το εν μέρει lifestyle προφίλ του Ανδρέα Παπανδρέου που έστρεφε πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας για κάθε τομέα της ζωής του, συνδυάζοντας το ισχυρό πολιτικό του αισθητήριο μαζί με την προβολή από πλευράς ΜΜΕ της έντονης ιδιωτικής του ζωής.
Τον Κώστα Σημίτη διαδέχθηκε τον Φεβρουάριο του 2004 ο υιός του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Γιώργος. Έχοντας αναλάβει πολλά υπουργικά πόστα από το 1985 έως και το 2004, ο Γιώργος Παπανδρέου αποτελούσε τον ιδανικό, την εποχή εκείνη, διάδοχο του Σημίτη. Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν πρόκειται απλά για έναν ικανό πολιτικό, αλλά για τον υιό του ‘’Ανδρέα’’ του έδινε ακόμα μεγαλύτερη ώθηση, ώστε να παρουσιαστεί ως η μοναδική προσωπικότητα ικανή να αναλάβει τα ηνία του Κόμματος, συσπειρώνοντας περαιτέρω την παράταξη στο πλευρό του, ως συνεχιστής του πατέρα του.
Η προσπάθειά του να ανασυγκροτήσει το Κόμμα μετά την εκλογική ήττα του 2004, έφθειρε σύντομα το status του Γιώργου Παπανδρέου, καθώς πολλοί ‘’έτρεξαν’’ να του ρίξουν ευθύνες για την εικόνα διάλυσης που δημιουργήθηκε. Μετά την πρώτη εκλογική ήττα του Παπανδρέου το 2007 και δεύτερη συνεχή για το ΠΑ.ΣΟ.Κ. τέθηκε ζήτημα ηγεσίας και πολλοί του ζητούσαν να μην διεκδικήσει ξανά την ηγεσία. Ο Παπανδρέου, όμως, όχι μόνο διεκδίκησε εκ νέου την Προεδρία, αλλά κατάφερε να επικρατήσει ξανά των συνυποψήφιων του, ανανεώνοντας την εντολή που του δόθηκε το 2004.
Ακολούθησε το 2009 η νίκη του Κινήματος στις εκλογές του Οκτωβρίου, που οδήγησε τον Γιώργο Παπανδρέου στον πρωθυπουργικό θώκο και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία μετά από μια πενταετία. Η χαρά της νίκης δεν κράτησε παρά κάποιες εβδομάδες, καθώς η κακή οικονομική πορεία της χώρας ανάγκασε τον Πρωθυπουργό να προβεί σε κρίσιμες ενέργειες που στιγμάτισαν μια για πάντα την ελληνική κοινωνία και την πολιτική ζωή εν μέρει. Η είσοδος της χώρας στον Διεθνή Μηχανισμό Στήριξης και η εισαγωγή στη λεγόμενη ‘’μνημονιακή εποχή’’ οδήγησαν σύντομα τον Παπανδρέου στην παραίτηση από την πρωθυπουργία και στον σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Λουκά Παπαδήμο.
Στον Παπανδρέου δεν χρεώθηκε μόνο η κακή πορεία της ελληνικής οικονομίας και η εξάρτηση από τους διεθνείς εταίρους, αλλά από το ίδιο του το Κόμμα κατηγορήθηκε και επικρίθηκε έντονα για την συνεργασία με τον ‘’άσπονδο εχθρό’’, την Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά, αλλά και με τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό του Γιώργου Καρατζαφέρη.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έπνεε τα λοίσθια δημοσκοπικά, λόγω, κυρίως, των ανωτέρων λόγων, ενώ ήταν ξεκάθαρο ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου και για τον ίδιο τον Γιώργο Παπανδρέου, ώστε να αποχωρήσει από την ηγεσία του Κινήματος. Διάδοχό του αποτέλεσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, μέσα από την εκλογή του στην Εθνική Συνδιάσκεψη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. τον Μάρτιο του 2012 όντας ο μοναδικός υποψήφιος που διεκδίκησε την ηγεσία. Ο Βενιζέλος βρέθηκε στο τιμόνι του κόμματος στην πιο δύσκολη φάση του Κινήματος από την ίδρυσή του. Τα χαμηλά ποσοστά των διπλών εκλογών του 2012, η νέα συγκατοίκηση με την Νέα Δημοκρατία, με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. να αποτελεί πλέον τον ‘’φτωχό συγγενή’’, αλλά και η απώλεια μεγάλης μερίδας της Κεντροαριστεράς που στράφηκε προς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έφεραν τον νέο Πρόεδρο του εν μέσω μιας φουρτουνιασμένης πολιτικής θάλασσας.
Ο Βενιζέλος προσπάθησε να σταματήσει αυτές τις διαρροές στον βαθμό που αυτό ήταν εφικτό την περίοδο της συγκυβέρνησης με τη Νέα Δημοκρατία, καθώς αναβάθμισε τον ρόλο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. εντός της κυβέρνησης Σαμαρά αναλαμβάνοντας ρόλο Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως, αλλά και υπουργού Εξωτερικών, ωστόσο το κλίμα είχε βαρύνει επικίνδυνα τόσο για τον ίδιο όσο και για το κόμμα.
Τα απόνερα της συνεργασίας με την Νέα Δημοκρατία μείωσαν περαιτέρω την κοινοβουλευτική δύναμη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. τον Γενάρη του 2015, ενώ η σταδιακή αποχώρηση στελεχών προς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατέστησαν επιτακτική την ανανέωση των στρατηγικών επιλογών.
Η αλλαγή πλεύσης ήταν επιτακτική και δεν άργησε να συμβεί. Τον Ιούνιο του 2015 εξελέγει νέα Πρόεδρος η Φώφη Γεννηματά, η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει την ηγεσία του Κινήματος. Μόλις λίγες εβδομάδες μετά την εκλογή της, έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, ενώνοντας τις δυνάμεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με αυτές της Δημοκρατικής Αριστεράς και διαφόρων Κινήσεων Πολιτών του Κεντροαριστερού και Σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Οι ενέργειες αυτές τόνωσαν αρκετά τη δυναμική του κόμματος στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, ενώ το όραμα της κ. Γεννηματά για έναν νέο ενιαίο φορέα της Κεντροαριστεράς άρχισε να χτίζεται τον Ιούλιο του 2017 όταν και ανακοίνωσε την δημιουργία του μέσα στους επόμενους μήνες.
Συνοψίζοντας, το κενό που άφησε πίσω του ο Ανδρέας Παπανδρέου παραμένει δυσαναπλήρωτο μέχρι και σήμερα. Χωρίς αυτό να μειώνει την αξία καθενός από τους διαδόχους του στην ηγεσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ήταν και είναι δύσκολο να καλυφθεί το πολιτικό εκτόπισμα ενός ηγέτη όπως ήταν ο ‘’Ανδρέας’’. Η πολιτική κληρονομιά που άφησε με το θάνατο του ήταν τόσο βαριά, ώστε οι μετέπειτα πρόεδροι του Κινήματος δε μπόρεσαν να τη διαχειριστούν σε ικανοποιητικό βαθμό.
Σημίτης, Γιώργος Παπανδρέου, Βενιζέλος και Γεννηματά προσπάθησαν ο καθένας να δώσουν το σήμα για την έναρξη μιας νέας περιόδου. Είτε από τη σκοπιά του μεταρρυθμιστή Σημίτη, είτε με τις ενέργειες Βενιζέλου να διασώσει το καράβι που βούλιαζε, το αποτέλεσμα οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια σε αχαρτογράφητα νερά. Ο χώρος του Δημοκρατικού Κέντρου μοιάζει εδώ και χρόνια ορφανός και οι προσπάθειες που γίνονται για ανασυγκρότηση αποτελούν ίσως το τελευταίο πείραμα για να σωθεί αυτός ο πολιτικός χώρος.
Οι εξελίξεις τρέχουν με ραγδαίο ρυθμό. Συνεργαζόμενα κόμματα εντός Κινήματος Αλλαγής φεύγουν και έρχονται, ωστόσο μένει να δούμε αν την κρίσιμη ώρα της ουσιαστικής γέννησης του νέου φορέα, θα επιστρέψουν πίσω οι δυνάμεις και τα πολιτικά κεφάλαια για τη συσπείρωση της Κεντροαριστεράς και την ανάκτηση της κληρονομιάς που άφησε πίσω του ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το διάστημα αυτό σπουδάζει Δημοσιογραφία και ΜΜΕ σε ιδιωτικό Ινστιτούτο εκπαίδευσης. Έχει προηγούμενη εμπειρία στην αρθρογραφία καθώς την περίοδο 2016-2017 υπήρξε αρθρογράφος για διάφορα site ποικίλης ύλης, ενώ από τις αρχές του 2018 είναι ιδρυτής και διαχειριστής ενημερωτικού group αθλητικού περιεχομένου στα social media. Από ξένες γλώσσες γνωρίζει αγγλικά.