15.9 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΕλλάδαΠώς ο Ανδρέας Παπανδρέου συστηματοποίησε τον μεταπολιτευτικό λαϊκισμό

Πώς ο Ανδρέας Παπανδρέου συστηματοποίησε τον μεταπολιτευτικό λαϊκισμό


Του Θεοχάρη Χατζημανώλη,

Προτού ειπωθεί οτιδήποτε, αρμόζει να οριστεί η έννοια του λαϊκισμού. Ο πολιτικός λαϊκισμός σημαίνει βασικά μια κάποια πρακτική αναφορική με την αναγωγή της ποιότητας των ιδεών του πολιτικού υποκειμένου στο ακαθόριστο, ευμετάβλητο και έκθετο στις ερμηνείες στοιχείο του «λαού».

Η αλήθεια είναι πως ο νεοελληνικός λαϊκισμός άκμασε παράλληλα με την συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, ίσως όταν αυτό κατάφερε σιγά-σιγά να αποδεσμευτεί κοινοβουλευτικά από τις ξένες επιρροές και να οδηγηθεί σε νεοσύστατες κομματικές οδούς (τη δεκαετία του 1860). Η πορεία του λαϊκισμού στην χώρα είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο που προσαρμόζεται στις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, αλλάζοντας το προσωπείο του για να αναπροσδιορίσει την θέση του ως μέσο διεκδίκησης της εξουσίας. Είναι αλήθεια πως από το 1930 έως και το 1974 ο λαϊκισμός εμφανίζονταν ως ένα αμάλγαμα μυθοπλαστικών αφηγήσεων και προπαγάνδας με αρκετά (άλλοτε λιγότερα και άλλοτε περισσότερα) εθνικιστικά στοιχεία. Ήταν ισχνότερος κατά την διακυβέρνηση του Μεταξά και την μεταπολεμική περίοδο και κατάφερε να βρει έδαφος κάποια χρόνια πριν το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Φυσικά, κατά την διάρκεια της δικτατορίας άλλες μορφές ρητορικής κατόρθωσαν να αναδειχθούν. Μετά το 1974 και την μεταπολίτευση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέβαλε στην χώρα την δική του οπτική μιας συντηρητικής πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, δίνοντας έδαφος σε μία νέα αναδυόμενη δύναμη να εντοπίσει τα συστατικά στοιχεία που θα της προσέφεραν ένα ανανεωμένο βάθρο λαϊκισμού.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ένας βιρτουόζος της ρητορικής, εξαιρετικός ομιλητής και ισχυρός πολιτικός κατόρθωσε να ριχτεί στον πολιτικό στίβο καθορίζοντας πουζαντιστικά το περιεχόμενο του ελληνικού λαού. Η ρητορική του ήταν πολεμική, ο τίτλος του κόμματός του ήταν μαρξιστικός και έτσι επιστράτευε όλες τις κοινές και μη εμπεριστατωμένες αντιλήψεις των μαζών, χρησιμοποιώντας σαν βασικό του εργαλείο την πραγματικότητα που δύναται να δομήσει ο λόγος, τη γλώσσα. Η δημαγωγική του επιτυχία ήταν αναμενόμενη και πανηγυρική. Κατόρθωσε να χαλκεύσει έντεχνα την εικόνα του πολιτικά καλού και του κακού (μανιχαϊστικά), ως απόρροια μιας μάχης ισχυρών και αδύναμων, δημιουργώντας την μυθολογία της αδηφάγου δεξιάς και καθορίζοντας την θέση και τον χαρακτήρα του ελληνικού λαού ως μίας αυτοδιάθετης, πολυπαραγοντικής οντότητας, της οποίας τα συμφέροντα πλήττονται σε όλα τα μέτωπα. Έτσι, κατόρθωσε να πείσει τις μάζες πως κινδυνεύουν από την οργανωμένη κερδοσκοπία μίας αναδυόμενης παγκόσμιας ελίτ, με έναν τρόπο ασφαλώς έντονα συνωμοσιολογικό. Κατάφερε να στρέψει το ενδιαφέρον τους στον δικό του αφήγημα και να τις τοποθετήσει σε μία ιδανική οπτική γωνία, πατάσσοντας με αυτόν τον τρόπο τα όποια κατάλοιπα του εθνικού διχασμού, του οποίου τα συστατικά ήταν πλέον αδιάφορα στο κοινό, δημιουργώντας όμως ένα καθεστώς πολιτών-ζηλωτών που διψούσαν για το όραμα του ΠΑΣΟΚ.

Ο Ανδρέας έγινε ο Μεσσίας τους εύκολα. Η φόρμα του Μεσσία ήταν πάλαι γνωστή. Ήδη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε αναδειχθεί κατά παρόμοιο τρόπο ως η ηγετική μορφή που αποκαθήλωσε την δημοκρατία μετά από την «σκοτεινή επταετία».  Ο Ανδρέας δεν κατάφερε απλώς να δημιουργήσει μία δική του αυθαίρετη τάση ερμηνείας του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, αλλά φρόντισε να καταστήσει τον εαυτό του, ένα αντίδοτο σε όλα τα κακώς κείμενα. Έγινε ο αρχηγός των καταπιεσμένων και των αδικημένων ανθρώπων που ζούσαν σε έναν άδικο και επικίνδυνο κόσμο, όπως ο ίδιος τον είχε καταγγείλει. Ταυτόχρονα, το είδωλο του ηγέτη που δόμησε, φαινόταν μεν σωτήριο, αλλά ταυτόχρονα οικείο και μεθεκτό από την πλειοψηφία, ουδεμία σχέση δηλαδή, με το πρότυπο ενός «συμφεροντολόγου γραφειοκράτη», ενός «φορμαλιστή λογίου», ενός «χαρτογιακά πλουτοκράτη». Μία αριστοτεχνική οφθαλμαπάτη.

Η λαϊκιστική υστεροβουλία του ΠΑΣΟΚ εδραιώθηκε πάνω σε έναν άξονα αντι-φιλελεύθερης/αντι-καπιταλιστικής και αντι-ελιτίστικης ρητορικής, η οποία γνώρισε εκρηκτική επιτυχία στις εκλογές του 1981. Ο λαϊκισμός δεν είναι φυσικά ιδεολογία (ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα ήταν παντελώς ανυπόστατος), αλλά ένα απλοϊκό ενίοτε χυδαίο και ενίοτε απαραίτητο πολιτικό στυλ. Χυδαίο, γιατί καταξεσκίζει ευαγείς τύπους και φόρμες και θολώνει τον χώρο των ιδεών με οφθαλμαπάτες και φανταστικούς εχθρούς και φίλους, οικείες και ανοίκειες καταστάσεις. Απαραίτητο, γιατί σε κάποιες ιστορικές συγκυρίες οι δημοκρατίες αναζητούν ακόρεστα τον δημαγωγό τους, να οδηγήσει με γενναία ψεύδη και ηθοποιία τους πολίτες έξω από καταστροφικά αδιέξοδα είτε ελώδους στασιμότητας, είτε ακυβερνησίας και κεκλιμένης αστάθειας. Σε τούτη την περίπτωση μπορεί κανείς, ίσως, να τον βαπτίσει και «αναγκαίο κακό» ή και «μονόδρομο». Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν πράγματι εύγλωττος και ευφάνταστος ομιλητής, δεν ήταν όμως εφευρέτης του λαϊκισμού. Ακολούθησε πεπατημένες φόρμουλες τις οποίες δάμασε και έφερε στα μέτρα του. Το παράδειγμά του ακολούθησαν λαίμαργα οι περισσότεροι μετά από αυτόν έως και τις μέρες μας, ένα κρεσέντο λαϊκιστικού μανιφέστο, κατά το οποίο οι πολιτευτές προσπαθούν να βρουν νέες τεχνοτροπίες, για να ενισχύσουν τον λαϊκισμό τους.

Όπως και αν χαρακτηρίσει κανείς τον λαϊκισμό του Ανδρέα Παπανδρέου το σίγουρο είναι πως πέτυχε τον σκοπό του και αναπαρήγαγε το είδος του. Μπορεί όμως να απενοχοποιηθεί ποτέ η ενορχήστρωση κίβδηλων πραγματικοτήτων, η οποία εν τέλει αποσκοπεί, μετά μεγαλομανίας, απλώς στην κατάληψη της εξουσίας;

Θεοχάρης Χατζημανώλης

Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας το 1999. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Στα ενδιαφέροντα και τις δράσεις που αναπτύσσει συμπεριλαμβάνονται θεματικές ενότητες πολιτικής, ιστορίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας και κριτικής της τέχνης. Συμμετέχει σε πολιτικές προσομοιώσεις, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες και ασχολείται από την παιδική του ηλικία με το θέατρο. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά. Στο OffLine Post γράφει ιστορικά θέματα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώτα Κοσκινά
Γιώτα Κοσκινά
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Πειραιά. Αποφοίτησε το 2016 από το τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με κατεύθυνση την Πολιτική Επιστήμη. Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο μεταπτυχιακό με τίτλο «Πολιτική και Διαδίκτυο» του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα ως επικοινωνιολόγος.