Της Μαριάννας Τζανέτου,
Οι εκλογές του 1981 σηματοδότησαν τη σημαντικότερη μεταπολεμική πολιτική αλλαγή της χώρας, αφού για πρώτη φορά ανέλαβε την εξουσία ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ με τον Ανδρέα Παπανδρέου κατέκτησε μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με την υποστήριξη των μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων με την εντολή να ακολουθήσει ουσιαστικά ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα αναδιανομής των εισοδημάτων.
Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου διακυβέρνησε αμέσως μετά την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Παρόλο που η αντιπολιτευτική ρητορική του μέχρι το 1981 είχε έντονους αντιευρωπαϊκούς τόνους (χαρακτηριστικό το σύνθημα του ΠΑΣΟΚ : “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο”), η στάση του αυτή μεταβλήθηκε στα χρόνια της διακυβέρνησής του, εκμεταλλευόμενος τα κέρδη που απέρρεαν από την ΕΟΚ, και διαμορφώνοντας μια ρεαλιστική οικονομική πολιτική. Χαρακτηριστική κίνησή του, αποτέλεσε η πρόταση του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, λίγους μήνες πριν τις εκλογές του 1985, για την παγίωση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ), τα οποία συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη της χώρας. Το παραπάνω επιτεύχθηκε ασκώντας διπλωματικές πιέσεις, μέσω της απειλής για άσκηση βέτο στην ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στην ΕΟΚ.
Κύριος δείκτης για την ανάλυση της οικονομίας αποτελεί παραδοσιακά το ΑΕΠ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ από 29% το 1980 έφθασαν στο 44% το 1989. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ το 1980 ήταν 2,6% ενώ το 1989 ανήλθε στο 14,4% , με αποτέλεσμα οι καθαρές δανειακές ανάγκες του δημοσίου τομέα σχεδόν να διπλασιαστούν και από 6,9% του ΑΕΠ το 1980 να φθάσουν σε 14,6% το 1989. Επιπλέον, το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης έφθασε να αγγίζει το 7% του ΑΕΠ, ενώ το 1979 ήταν μόνο 0,3%. Συνέπεια των συνεχών ελλειμμάτων κατά την περίοδο 1981 – 1989 υπήρξε η κατακόρυφη άνοδο του χρέους του δημόσιου τομέα, το οποίο σχεδόν τριπλασιάστηκε από 23% του ΑΕΠ το 1980 σε 67% το 1989. Το φαινόμενο αυτό οδήγησε σε ένα φαύλο κύκλο ελλειμμάτων, αύξησης του δανεισμού και του χρέους.
Χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 1980 αποτέλεσε η ραγδαία επέκταση του δημόσιου τομέα σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη αύξηση των ελλειμμάτων που είχε ως αποτέλεσμα την απορρόφηση τεράστιων πόρων για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που δεν είχαν το ανάλογο αποτέλεσμα για την οικονομία. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι εκτός από την κατακόρυφη άνοδο των δαπανών σημειώθηκε μεταβολή στη δομή τους, δηλαδή παρατηρήθηκε ότι υπήρχε μια ανάλογη σχέση μεταξύ του συσσωρευμένου χρέους και των καταναλωτικών δαπανών, αυτών που πραγματοποιούνται από τα νοικοκυριά για αγορά καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Πιο συγκεκριμένα, η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών του δημοσίου χρηματοδοτήθηκε με εξωτερικό δανεισμό. Η αύξηση της ζήτησης με σταθερή την προσφορά είχε ως συνέπεια την αδυναμία της ικανοποίησής της, η οποία συνετέλεσε στην ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων, Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στη δεκαετία του 1980 ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν περίπου τριπλάσιος από το μέσο πληθωρισμό της ΕΟΚ. Επιπλέον, η αύξηση στο δημόσιο τομέα των μισθών και τον μεταβιβαστικών πληρωμών, δηλαδή των πληρωμών που αποτελούνται από μεταβιβάσεις εισοδήματος όπως συντάξεις, κοινωνικές παροχές κλπ. Η εισοδηματική αυτή πολιτική είχε ως συνέπεια την υποβάθμιση της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας σε βάρος των κρατικοδίαιτων εργαζομένων του δημοσίου τομέα. Με την πολιτική αυτή, αναμενόμενο ήταν η φθίνουσα πορεία της παραγωγικότητας εργασίας, η οποία τη συγκεκριμένη δεκαετία μειώθηκε κατά 5,5%, έναντι αύξησης 20,1% στα κράτη της ΕΟΚ, αλλά και το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 6,8%, έναντι αύξησης 26,5% στα κράτη της ΕΟΚ. Ακόμα, το ποσοστό της ανεργίας μεγεθύνθηκε από 2,7% το 1980 σε 7% το 1990 σε αντίθεση με 5,8% και 7,8% αντίστοιχα στα μέλη της ΕΟΚ.
Ενδεικτικό της πρώτης τετραετίας της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου με το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε η κρατικοποίηση πολλών ιδιωτικών επιχειρήσεων, αρκετές από τις οποίες πραγματοποιήθηκαν σε ζημιογόνες επιχειρήσεις. Το φαινόμενο αυτό σε συνδυασμό με το λανθασμένο κρατικό χειρισμό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζημίας. Ως αποτέλεσμα, αυτές οι επιχειρήσεις παρέμεναν ανοιχτές με κύρια έσοδα τις κρατικές επιδοτήσεις. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι οι παραγωγικές επενδύσεις, δηλαδή οι επενδύσεις που συνέβαλαν στην αύξηση της παραγωγικής υποδομής μια χώρας, αποτελούσαν το κύριο μοχλό πίεσης για την αναπτυξιακή πολιτική της χώρας στην προηγούμενη δεκαετία . Ωστόσο, κατά τη δεκαετία του 1980 οι παραγωγικές επενδύσεις ήταν αισθητά μειωμένες τόσο σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία όσο και σε σύγκριση τις υπόλοιπες χώρες της ΕΟΚ . Πιο συγκεκριμένα, οι επενδύσεις σε «λοιπά κτήρια», οι οποίες περιλαμβάνουν κατοικίες, σχολεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία κλπ. αντιπροσώπευαν το 1980 το 47,4% του συνόλου των επενδύσεων ενώ το 1984 το 34,1%.
Η επεκτατική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1985 είχε ως συνέπεια την οικονομική ανισορροπία στο εσωτερικό της χώρας. Στην περίοδο αυτή παρουσιάστηκαν ελλείμματα στο Ισοζύγιο Πληρωμών, στο οποίο παρουσιάζονται η αύξηση ή μείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων μιας χώρας. Οι συναλλαγματικές εισπράξεις μειώθηκαν από 11,5 δις δολάρια το 1980 και το 1981 σε 9,7 δις δολάρια το 1982, δηλαδή κατά 16%. Οι πληρωμές χωρίς τις εισαγωγές καυσίμων και τα χρεολύσια του δημοσίου τομέα αυξήθηκαν από 9,9 δις δολάρια το 1980 σε 10,5 τα 1981 και μειώθηκαν σε 9,9 δις δολάρια το 1982. Το έλλειμμα που δημιουργήθηκε από τη διαφορά αυτή χρειάστηκε να καλυφθεί με εξωτερικό δανεισμό. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος η κυβέρνηση προέβη σε δύο διαδοχικές υποτιμήσεις της δραχμής, το 1983 και το 1985. Με συνέπεια να βελτιωθεί η εξαγωγική ικανότητα της χώρας, ενώ παράλληλα μειώθηκε η αγοραστική δύναμη των πολιτών, καθώς τα εισαγόμενα αγαθά έγιναν πλέον ακριβότερα.
Είναι αδύνατο να υπολογίσουμε σήμερα ποιες θα ήταν οι συνέπειες, αν το πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα της ελληνικής οικονομίας, που ξεκίνησε το 1985 από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Κωνσταντίνο Σημίτη, δεν είχε εγκαταλειφθεί το 1987, οδηγώντας στην παραίτησή του. Το παραπάνω ήταν άλλωστε το κομβικό σημείο που έθεσε τη βάση για το προεκλογικό έτος 1989, με την περίφημη φράση του Παπανδρέου: “Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα” που έδωσε το σινιάλο της οικονομικής ασυδοσίας.
Παρά την ολοκληρωτική αλλαγή της πολιτικής του τη δεκαετία του 90’, οι οικονομικές πολιτικές του τις πρώτες δύο τετραετίες της διακυβέρνησης του είχαν ήδη δημιουργήσει ρωγμές στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας. Εύλογα λοιπόν, παραμένει ακόμη αναπάντητο το ερώτημα αν ο Ανδρέας Παπανδρέου αποτέλεσε ένα χαρισματικό “ηγέτη της αλλαγής” ή ένα λαϊκιστή, ο οποίος “μοίραζε χρήματα” για να κρατηθεί στην εξουσία.
Πηγές
- Ελληνική οικονομία 1948-1995: Μύθοι και πραγματικότητα, Θεόδωρος Παπαηλίας, Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος Α.Ε
- Οικονομική Πολιτική 1983-1986, Παναγιώτης Π. Τζανετάκης, Εκδόσεις Παπαζήση
- Μακροοικονομικές εξελίξεις και οικονομική πολιτική στην Ελλάδα: Από την μεταπολίτευση μέχρι την ένταξη στην ΟΝΕ (1975-2000), Στέλιος Ν. Πανταζίδης, Εκδόσεις Κριτική
Γεννηθείσα το 1998, είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας με κατεύθυνση την Χρηματοοικονομική επιστήμη. Στα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνεται η μελέτη της πολιτικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις και έχει παρακολουθήσει πολλαπλά συνέδρια. Επιπλέον ασχολείται με την αρθρογραφία σχετικά με χρηματοοικονομικά και πολιτικό - οικονομικά θέματα. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά και ελληνικά.