Του Πάνου Ιορδανίδη,
Η διεθνής πολιτική σκηνή την απερχόμενη εβδομάδα, όπως ήταν λογικό, είχε έναν μεγάλο πρωταγωνιστή, που δεν είναι άλλος από τη Βενεζουέλα και την κρίση που αυτή διέρχεται. Το επίκεντρο όμως των εξελίξεων δεν επέρχεται από το εσωτερικό της, αλλά από τις διεθνείς αντιδράσεις και τον τρόπο με τον οποίο αυτές επιδιώκουν να επηρεάσουν την έκβαση της αναταραχής στο κράτος-μέλος του ΟΠΕΚ.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εξέδωσε ψήφισμα αναγνώρισης στον αυτό-ανακηρυχθέντα υπηρεσιακό πρόεδρο και ηγέτη της αντιπολίτευσης, Χουάν Γκουαϊδό, ενώ σε επίπεδο εθνικών κοινοβουλίων, ο διχασμός εντός ΕΕ είναι εμφανής. Η ΕΕ, έχει όλες τις απαιτούμενες προδιαγραφές για να λάβει το ρόλο του διαμεσολαβητή στην κρίση μεταξύ των εμπλεκόμενων -επίδοξων και μη- μερών. H ανοχή προς τον Μαδούρο μειώνεται όσο κυλάει ο χρόνος, όμως και με την άρνηση του Γκουαϊδό για διαπραγμάτευση, όλα δείχνουν πως οδεύουμε σε αδιέξοδο.
Η δύναμη του de facto Βενεζουελάνου Προέδρου έγκειται στην στήριξη που λαμβάνει από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, οι οποίες μας έχουν δείξει τη βαναυσότητα του καθεστώτος αρκετές φορές στο παρελθόν κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Εφόσον η διπλωματική δίοδος οδεύει ολοταχώς προς τον γκρεμό, το ενδεχόμενο αμερικανικής στρατιωτικής παρέμβασης παραμένει ανοιχτό και ρεαλιστικό.
Είναι νωρίς για να προβλέψει κανείς τα κόστη και τα οφέλη μιας τέτοια κίνησης των ΗΠΑ, πόσο μάλλον τα αποτελέσματα και τις μεταβλητές της εξίσωσης. Καθώς προχωράει όμως η ειρηνευτική διαδικασία για το Αφγανιστάν, θα αποδεσμεύεται σταδιακά ένα αξιόμαχο στρατιωτικό κεφάλαιο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον Ντόναλντ Τραμπ. Οι Αμερικανοί φαίνεται πως έχουν διδαχθεί από το Ιράκ και δεν προβλέπεται μια απότομη αποχώρηση των στρατευμάτων από τα εδάφη του Αφγανιστάν.
Το γεγονός ότι οι Ταλιμπάν έχουν κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και συνομιλούν πιστώνεται ξεκάθαρα στη διακυβέρνηση Τραμπ και στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την κατάσταση τους τελευταίους μήνες. Ήδη από την περασμένη καλοκαιρινή σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, το θέμα της σταθερότητας και της ειρήνης στο Αφγανιστάν ήταν ψηλά στην ατζέντα, παρόλο που τα φώτα της δημοσιότητας τράβηξε η λεγόμενη «κόντρα Τραμπ-Ευρώπης». Η δέσμευση του Τραμπ για επαναπατρισμό των Αμερικάνων στρατιωτών του Αφγανιστάν λειτούργησε ως μια ισχυρή κινητήρια δύναμη προκειμένου να δρομολογηθούν οι παραπάνω διαδικασίες.
Στην εξίσωση όμως της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, πρέπει να προσθέσουμε και την αποχώρηση των ΗΠΑ από την INF, την συνθήκη του 1987 για τα πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς, η οποία ανακοινώθηκε πλέον και επίσημα. Κατά την αμερικανική πλευρά, ο λόγος που πραγματοποιείται αυτή η κίνηση είναι οι παραβιάσεις των διατάξεων της συνθήκης από τη Ρωσία. Η ρωσική πλευρά όμως βρίσκεται «πιο κοντά στην πραγματικότητα», αφού υποστηρίζει πως η αμερικανική βασισμένη σε αυτήν την αιτιολόγηση είναι απλά μια πρόφαση. Πώς να μην είναι άλλωστε από τη στιγμή που και οι δύο πλευρές αμφότερες έχουν προβεί σε παραβιάσεις στο παρελθόν;
Σε κάθε περίπτωση, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ξεκάθαρος ως προς το τι συμβαίνει πραγματικά. Ο ίδιος δηλώνει ανοιχτά ότι «θέλει καλύτερη συμφωνία». «Καλύτερη» με βάση αυτό που θεωρεί η διακυβέρνησή του σωστό, που δεν είναι άλλο από την συσσώρευση ισχύος για τον ανταγωνισμό με την Κίνα και την στροφή της προσοχής των ΗΠΑ στην Ασία και τον Ειρηνικό. Μια «καλύτερη συμφωνία» πρέπει να περιλαμβάνει και την Κίνα, η οποία δεν υφίσταται τους περιορισμούς της INF και η ανάπτυξη της στρατιωτικής της δύναμης βρίσκεται σε ένα αρκετά καλό σημείο. Η επικινδυνότητα της έντασης στην Νότια Κινεζική Θάλασσα βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα το ερχόμενο διάστημα και η αμερικανική εξωτερική πολιτική οφείλει να ιεραρχήσει τις προτεραιότητές της.
Απόφοιτος του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Είναι λάτρης της διεθνούς πολιτικής τόσο σαν ακαδημαϊκό, όσο και σαν δημοσιογραφικό αντικείμενο. Έχει ασκηθεί σε πολιτικές διευθύνσεις του ΥΠΕΞ και δραστηριοποιείται ενεργά στον χώρο του εθελοντισμού σε ΜΚΟ, ακαδημαϊκά συνέδρια και εκπαιδευτικές προσομοιώσεις.