Του Θεοχάρη Χατζημανώλη,
Ο 7ος μ.Χ. αιώνας έχει χαρακτηριστεί συθέμελα από την χειμαρρώδη εμφάνιση του Ισλάμ και την ραγδαία εξάπλωσή του μέσω του λαού των Αράβων και του νεοσύστατου αραβικού Χαλιφάτου Ρασιντούν. Οι Άραβες προοδευτικά εξαπλώθηκαν στην αραβική χερσόνησο και οι διάσπαρτες φυλές ενώθηκαν σε ενιαίο κράτος. Με βαθμιαίες κατακτήσεις τέθηκαν υπό την κυριότητα του Χαλιφάτου η ευρύτερη περιοχή της Συρίας, η Αίγυπτος και τμήματα της βόρειας Αφρικής, η αυτοκρατορία των Σασσανιδών στο σημερινό Ιράν και ο Καύκασος.
Η κυρίευση της Κωνσταντινούπολης και της βυζαντινής αυτοκρατορίας εν γένει, υπήρξε ανέκαθεν αίτημα των λαών του μεσαίωνα, υπό διαφορετικό ιδεολογικό πρίσμα κάθε φορά. Στην προκειμένη περίπτωση, η ανάδειξη και η επιβολή του ισλάμ στους «άπιστους» χριστιανούς προσέφερε το άμεσο θρησκευτικό κίνητρο που αναζητούσε η οικουμενική αυτοκρατορία του χαλιφάτου. Η βυζαντινή αυτοκρατορία επιπρόσθετα, διέθετε υλικό πλούτο τόσο συσσωρευμένο όσο και ως παραγωγική δυναμική, αλλά και χρήσιμες στρατηγικά γαίες. Ήταν ο χρυσός δρόμος για την διείσδυση στην Ευρώπη και ένας ισχυρότατος πυρήνας θρησκευτικής αντιπαλότητας.
Μία απευθείας εισβολή από την χερσαία μεριά των βυζαντινών εδαφών, δηλαδή την Ανατολία (σημερινή Τουρκία) θα καθιστούσε δύσκολο το όλο εγχείρημα. Οι Άραβες θα καλούνταν να διασχίσουν δύσβατες περιοχές και να καταλάβουν οχυρά από καλά προετοιμασμένα και εφοδιασμένα στρατεύματα βυζαντινών, ενώ ο ανεφοδιασμός των δικών τους στρατευμάτων θα καταδεικνύονταν, όσο περισσότερο προχωρούσαν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και πιο δυσχερής. Έτσι, για να προετοιμαστεί το χαλιφάτο, κατασκεύασε στόλους στην Αίγυπτο και τη Συρία για να συνοδεύουν το στράτευμα και το 654 χρησιμοποίησαν αυτόν τον στόλο για να καταλάβουν την Ρόδο και την Κύπρο. Την ίδια χρονιά, ο τότε διοικητής της Συρίας, Μωάβιας ο Πρώτος επιτέθηκε στην ανατολική βυζαντινή αυτοκρατορία και μερικές πηγές αναφέρουν πως πρόφτασε να φτάσει έως την Χαλκηδόνα. Ο τότε βυζαντινός αυτοκράτορας Κώνστας ο Δεύτερος συγκρούστηκε με τον Αραβικό στόλο, αλλά ηττήθηκε σφοδρά. Ήταν τόσο μεγάλη η απειλή των Αράβων εκείνη την περίοδο που ο Κώνστας λέγεται πως σκεφτόταν να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους στις Συρακούσες. Παρόλα αυτά, το σίγουρο είναι πως ο Μωάβιας αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει, λόγω των εμφύλιων διαμαχών που ξέσπασαν εκείνο τον καιρό στο χαλιφάτο και μετά την δολοφονία του τότε χαλίφη Αλί το 661, έγινε ο νέος κυβερνήτης και εγκαθίδρυσε την δυναστεία των Ομεϋαδών.
Τα επόμενα χρόνια κατέκτησαν σημαντικές θέσεις των Βυζαντινών και έκαναν διαρκείς επιδρομές στην αυτοκρατορία σε σημείο που έφτασαν να απειλούν ευθέως την πρωτεύουσα. Η καταστροφή του αραβικού στόλου επετεύχθη αρχικά με την χρήση του «υγρού πυρός» , μίας εμπρηστικής ουσίας η οποία δεν έσβηνε μετά την ανάφλεξη ούτε στο νερό με αποτέλεσμα να είναι σαρωτική σε ναυμαχίες και της οποίας η χημική σύσταση παραμένει ακόμα και σήμερα άγνωστη. Περίπου τον ίδιο καιρό λίγο πιο βόρεια, οι Χαζάροι συγκρούονταν διαρκώς με τους Βουλγάρους αναγκάζοντας τους δεύτερους να μετακινηθούν νότια και να εγκατασταθούν στο Δούναβη γύρω στα έτη 674-678. Ο νομαδικός αυτός λαός κατόρθωσε να νικήσει σε μάχη τους βυζαντινούς και να τους εξαναγκάσει σε συνθηκολόγηση.
Τα επόμενα χρόνια ακολούθησε πολιτική αναταραχή στο Βυζαντινό κράτος, γνωστή και ως η εικοσαετής αναρχία (695-717), την οποία το Χαλιφάτο χρησιμοποίησε προς όφελός του. Επέκτεινε τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις στην Δυτική Αφρική και στην Ιβηρική χερσόνησο και ξεκίνησε εντονότερες επιδρομές στην Βυζαντινή επικράτεια. Ήταν σαφές πως η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν στο στόχαστρο και ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Τρίτος προετοιμάστηκε για πολιορκία. Το 717 η πόλη του Αμορίου πολιορκήθηκε έντονα. Τον ίδιο καιρό, ο στρατηγός του θέματος Ανατολικών, Λέοντας ο Τρίτος Ίσαυρος, στασίασε εναντίον του αυτοκράτορα. Υποσχέθηκε στους Άραβες, οι οποίοι θέλησαν να εκμεταλλευτούν αυτήν την εσωτερική διαμάχη, πως θα συμμαχούσε μαζί τους, αφού καταλάμβανε τον θρόνο και έτσι τα αραβικά στρατεύματα επέστρεψαν στο Χαλιφάτο. Ο Θεοδόσιος, που δεν επιθυμούσε να ξεκινήσει ακόμα έναν εμφύλιο πόλεμο, παρέδωσε ειρηνικά τον θρόνο στον Λέοντα. Ο νέος αυτοκράτορας αμέσως αθέτησε την συμφωνία του με το Χαλιφάτο. Ο χαλίφης Σουλεϊμάν έστειλε τον αδερφό του Μασλαμά ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ με 80.000 άνδρες και 800 πλοία, με σκοπό να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη.
Ο Λέοντας ο τρίτος προετοίμασε αμέσως τις οχυρώσεις της πρωτεύουσας για πολιορκία. Έστειλε αγγελιαφόρο στους Βουλγάρους ζητώντας βοήθεια και περίμενε την δράση των Αράβων. Οι Άραβες γρήγορα κατέλαβαν την Άβυδο και πέρασαν στην δυτική πλευρά του Ελλησπόντου παρατάσσοντας τα στρατεύματα εναντίον του δυτικού τμήματος της Κωνσταντινούπολης (δηλαδή του χερσαίου). Έχτισαν ξύλινες οχυρώσεις μπροστά από τα βυζαντινά τείχη, αλλά και στα νώτα τους για να προστατεύσουν τις εγκαταστάσεις της πολιορκίας. Τα χερσαία βυζαντινά τείχη όμως, τα λεγόμενα Θεοδοσιανά του 5ου μΧ αιώνα, ήταν ογκωδέστατα και ψηλά και θα ήταν σχεδόν απίθανο κάποιος να μπορέσει να τα διαπεράσει. Αντίθετα, τα θαλάσσια τείχη, που είχαν χτιστεί μεταγενέστερα και ήταν απλούστερης δομής, ήταν δυνατόν να τα διεισδύσει κανείς ευκολότερα με την συνδρομή του στόλου. Εκεί στόχευσαν οι Άραβες.
Αποφάσισαν να περικυκλώσουν με τον στόλο τους την Πόλη. Στις ναυτικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν, ο Λέοντας εκμεταλλεύτηκε ένα κενό που είχε δημιουργηθεί στον αραβικό στόλο που περικύκλωνε την Κωνσταντινούπολη. Κατάφερε να καταστρέψει με «υγρό πυρ» μόλις 20 πλοία, κάτι που όμως έριξε το ηθικό των Αράβων. Η επιτυχία τους να περικυκλώσουν την πόλη δε σήμαινε τίποτα, καθώς κανένας δε θα τολμούσε να προβεί σε ανοιχτή επίθεση έπειτα από την θέαση της καταστρεπτικής αποτελεσματικότητας αυτής της τεχνολογίας. Βέβαια, κατάφεραν να απομονώσουν τους Βυζαντινούς από τους θαλάσσιους δρόμους και να θέσουν τον Γαλατά υπό πολιορκία. Οι Βυζαντινοί για να αποτρέψουν την είσοδο του αραβικού στόλου στον Κεράτιο κόλπο, τον έφραξαν με μία μεγάλη αλυσίδα από τον Γαλατά έως την Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, ο αυτοκράτορας ενθάρρυνε τους Βυζαντινούς με την περιφορά της εικόνας της Θεοτόκου στα τείχη, κάτι που αναπτέρωνε το ηθικό τους.
Την ίδια στιγμή, 15.000 Βούλγαροι υπό τον χαγάνο Τέρβελ έφτασαν κοντά στην Κωνσταντινούπολη και έσφαξαν ένα σώμα Αράβων ανιχνευτών. Οι Άραβες υπερτερούσαν αριθμητικά, αλλά βρίσκονταν πλέον ανάμεσα σε δύο δυνάμεις. Ο χειμώνας έφερε στο στρατόπεδο των Αράβων ασθένειες και έναν μεγάλο και καταστροφικό λιμό, ενώ πολλοί θάνατοι προκλήθηκαν και από το παγερό κλίμα στο οποίο ήταν ασυνήθιστοι. Την άνοιξη, το χαλιφάτο έστειλε 20.000 άνδρες και 800 περίπου ακόμη πλοία για να ενισχύσει τους πολιορκητές. Πολλά όμως από αυτά τα πλοία επανδρώνονταν από χριστιανούς της αραβικής επικράτειας, καθώς όλοι οι μουσουλμάνοι καπετάνιοι βρίσκονταν ήδη στην πολιορκία. Πολλοί εξ αυτών αυτομόλησαν στου βυζαντινούς, προσφέροντάς τους τα πλοία τους, νέο στρατιωτικό δυναμικό και ζωτικές πληροφορίες για τις θέσεις του αραβικού στόλου. Ο Λέοντας αμέσως κινήθηκε εναντίον του βορείου τμήματος του στόλου και τον κατέκαψε ανοίγοντας τους δρόμους προς την Μαύρη θάλασσα. Οι μουσουλμανικές ενισχύσεις δέχτηκαν επίθεση από Βυζαντινούς στην Ανατολία και ο Λέοντας μπόρεσε να στείλει μία μικρή δύναμη απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Περικυκλώνοντας τους 20.000 μουσουλμάνους, τους εξολόθρευσε.
Φυσικό επακόλουθο ήταν η κατακόρυφη πτώση του ηθικού των πολιορκητών. Ένα τμήμα 15.000 Αράβων προσπάθησε να διαφύγει από τον Ελλήσποντο, αλλά καταδιώχθηκε από τους Βουλγάρους και σφαγιάστηκε. Το καλοκαίρι του 718, ο Χαλίφης διέταξε να λυθεί η πολιορκία και να επιστρέψουν τα αραβικά στρατεύματα στην Ταρσό της Κιλικίας. Κατά την υποχώρησή τους, οι Βούλγαροι άδραξαν την ευκαιρία των απροστάτευτων οχυρώσεων των Αράβων και τους επιτέθηκαν. Οι πηγές κάνουν λόγο για μία σφαγή της τάξεως των 20.000-30.000 ανδρών. Ο δε αραβικός στόλος καταστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος του από μία μεγάλη καταιγίδα και τις διαρκείς επιθετικές επιχειρήσεις των βυζαντινών.
Η σημασία αυτής της ήττας για τους Άραβες δεν έχει εκτιμηθεί επαρκώς από την σύγχρονη ιστορική μελέτη. Οι περισσότεροι δυτικοί κυρίως ιστορικοί κάνουν λόγο για την καθοριστική αναχαίτηση των αραβικών προελάσεων στο Πουατιέ το 732 από τον Κάρολο Μαρτέλο, όμως η κύρια δύναμη και το κύρος των Ομεϋαδών πλήχθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 718. Δημιουργήθηκε ισορροπία μεταξύ Βυζαντίου και Αράβων και οι τελευταίοι δεν επιχείρησαν ξανά να προελάσουν εναντίον του βυζαντινού κράτους. Ήταν η πρώτη τεραστίων διαστάσεων καταστροφή που έκλεισε τους δρόμους της Ανατολίας και αποδυνάμωσε το αραβικό στράτευμα, οδηγώντας στην πτώση της δυναστείας των Ομεϋαδών από τους Αβασσίδες, αλλάζοντας τον ρου της ιστορίας του αραβικού κράτους διαμετρικά.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Michel Kaplan, Γιατί το Βυζάντιο; Μια Αυτοκρατορία Έντεκα Αιώνων (Μεταίχμιο,2016)
- Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους Τόμος δεύτερος (Ιστορικές εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος,1979)
- Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος (Βάνιας, 2001)
Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας το 1999. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Στα ενδιαφέροντα και τις δράσεις που αναπτύσσει συμπεριλαμβάνονται θεματικές ενότητες πολιτικής, ιστορίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας και κριτικής της τέχνης. Συμμετέχει σε πολιτικές προσομοιώσεις, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες και ασχολείται από την παιδική του ηλικία με το θέατρο. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά. Στο OffLine Post γράφει ιστορικά θέματα.