Των Γιάννη Βεργίδη και Μίνωα Ράπτη,
Την Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019, η Βουλή των Ελλήνων κύρωσε τη Συμφωνία των Πρεσπών με 153 ψήφους υπέρ, 146 ψήφους κατά και 1 ψήφο παρών. Αποτελεί αδιαμφισβήτητα, μια από τις πιο αμφιλεγόμενες και συνάμα ιστορικές ψηφοφορίες στη Μεταπολιτευτική Ελλάδα, όμοια με την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου το 2010, ενώ είναι τέτοια που αλλάζει ριζικά τον ρόλο και τις θέσεις της Ελλάδας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, με συνέπειες (θετικές και αρνητικές) που σίγουρα η πλειονότητα των πολιτών σήμερα ούτε διανοούνται.
Μέσα απ’ αυτήν την κοινή παρέμβαση, θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε τις διάφορες πτυχές που αναδείχθηκαν σε μια παρατεταμένη συζήτηση σχετικά με το θέμα.
Υπάρχει νομιμοποίηση;
Ηθικά και θεσμικά από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο μετά την επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εθνικών εκλογών, το κυρίαρχο κόμμα και η κυβέρνηση που σχηματίζεται επακόλουθα, έχουν την λαϊκή εντολή και την πλήρη νομιμοποίηση να εφαρμόσουν τις πολιτικές τους εξαγγελίες στις οποίες οφείλουν και την εκλογική τους νίκη. Όταν έγιναν οι τελευταίες εκλογές στις 20 Σεπτεμβρίου του 2015, η διαιρετική τομή που καθόριζε την πολιτική ζωή της χώρας ήταν Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο.
Τα μνημόνια πλέον έχουν φύγει, επομένως μαζί με αυτά χάθηκε και η κύρια διαιρετική τομή, η οποία από το 2010 επικρατούσε στην Ελλάδα. Πλέον η διαιρετική τομή (έστω και για ένα σύντομο χρονικά διάστημα) είναι “Πρέσπες-Αντιπρέσπες”. Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, οι διαπραγματεύσεις με την τέως πΓΔΜ, νυν Βόρεια Μακεδονία (είτε μας αρέσει είτε όχι) ήταν μια βόμβα που σε κάποιου τα χέρια έπρεπε να σκάσει. Είναι μάλιστα τόσο καυτή η πατάτα που μετά από τις τελευταίες διαπραγματεύσεις του 2008, καμία κυβέρνηση δεν επιχείρησε την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, γιατί όσοι ήξεραν το ιστορικό τους, είχαν γνώση ότι η μοναδική λύση θα ήταν να υπάρξει συμβιβασμός και τα Σκόπια να αποκτήσουν σύνθετη ονομασία με τον όρο Μακεδονία, στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Τα κόμματα των προηγούμενων κυβερνήσεων (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) είχαν ήδη βεβαρημένο ιστορικό με την ανάληψη πολιτικών ευθυνών και δε θα άντεχαν να τους φορτωθούν ευθύνες και γι’ αυτό το ζήτημα. Φυσικά, δεν υπήρχαν και αντίστοιχες πιέσεις από το εξωτερικό της χώρας για την εύρεση λύσης. Οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το Μακεδονικό δεν υπήρχαν επίσημα στο προεκλογικό του πρόγραμμα αλλά το 2014, έναν χρόνο μόλις πριν έρθει στην εξουσία, ο τότε υποψήφιος ευρωβουλευτής του, Στέλιος Κούλογλου, δήλωσε ανοιχτά πως αποκαλεί την πΓΔΜ, “απλά Μακεδονία, όπως όλος ο κόσμος”.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποποιήθηκε των δηλώσεων, παρόλα αυτά κέρδισε τις ευρωεκλογές του 2014, και έφτασε στην κορύφωση της εκλογικής του επιρροής τον Ιανουάριο του 2015, ούτε ένα χρόνο μετά, με πάνω από 2 εκατομμύρια ψηφοφόρους και 149 βουλευτές (σχεδόν αυτοδυναμία).
Ο κόσμος επομένως μπορούσε ξεκάθαρα να αντιληφθεί ποιες είναι οι προθέσεις του κόμματος αν ερχόταν στην εξουσία και άνοιγε αυτό το ζήτημα, το πρόβλημα ήταν ότι δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, γιατί όπως προαναφέραμε, αυτό που απασχολούσε τότε την κοινή γνώμη ήταν τα μνημόνια και η έξοδος από αυτά. Επομένως, όταν έγιναν και οι τελευταίες εκλογές ο λαός ψήφισε βάσει των προγραμματικών δηλώσεων σχετικά με το θέμα αυτό, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τα άλλα ζητήματα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η κυβέρνηση στερείται νομιμοποίησης για την λύση του ζητήματος. Η νομιμοποίηση δόθηκε σιωπηλά το Σεπτέμβρη το ’15 υπό την σκιά του 3ου ψηφισμένου μνημονίου. Ο κόσμος λοιπόν δεν έπρεπε να ξαφνιαστεί με τη Συμφωνία που έφερε στο Κοινοβούλιο η κυβέρνηση, αλλά θα έπρεπε να ξαφνιαστεί με την επιλογή ανάληψης της πολιτικής ευθύνης που συνεπαγόταν με την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων.
Τα συλλαλητήρια αποτελούν έκφραση λαϊκής εντολής και δημοκρατικής ετυμηγορίας;
Τα συλλαλητήρια για το ονοματολογικό δεν αποτελούν κάτι καινούργιο. Ήδη από τη δεκαετία του ’90 υπήρξαν μαζικές αντιδράσεις κατά της χρήσης του όρου «Μακεδονία». Σαν ένα όπλο γνώριμο, τα συλλαλητήρια για το συγκεκριμένο θέμα επανήλθαν στο προσκήνιο στις αρχές του 2018, όταν οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης ήταν σε πρώιμο στάδιο, αλλά είχε γίνει ήδη ξεκάθαρο ότι πολύ πιθανόν να υπάρξει Συμφωνία με τον όρο Μακεδονία. Τα συλλαλητήρια συνεχίστηκαν και το 2019, πριν να έρθει η Συμφωνία προς κύρωση από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Πολύς λόγος έγινε για την δημοκρατική έκφραση του λαού που δε βρήκε ανταπόκριση. Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Είναι δημοκρατικό δικαίωμα του κάθε πολίτη να διαμαρτύρεται και να συγκεντρώνεται με συγκεκριμένο στόχο και αίτημα. Ιστορικά, ανάλογα και με την έκταση της κάθε διαμαρτυρίας έχουν επιτευχθεί και ορισμένες κερδοφόρες διαμαρτυρίες, με μερική ή όλική ικανοποίηση των αιτημάτων που τέθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, ανεξαρτήτως του πληθυσμιακού μεγέθους μιας συγκέντρωσης, δε νοείται από κανένα κράτος και κανένα Σύνταγμα το συλλαλητήριο ως λαϊκή εντολή και ετυμηγορία. Οι λαϊκές εντολές δίνονται στις κάλπες και τα κοινωνικά συμβόλαια υπογράφονται εκεί και μόνον εκεί. Εκεί “μετριέται” η άποψη του καθενός, εκεί αποφασίζουν οι λαοί και αυτή είναι η κορυφαία στιγμή της Δημοκρατίας. Όχι η συνάθροιση.
Το “ΟΧΙ” κέρδισε στο Δημοψήφισμα του 2015, όχι λόγω της ιστορικής συγκέντρωσης που προηγήθηκε στο Σύνταγμα, αλλά επειδή το 61% του κόσμου το στήριξε με την ψήφο του. Το αν θα έπρεπε για τόσο σημαντικά εθνικά θέματα να γίνεται δημοψήφισμα θα το εξετάσουμε παρακάτω. Απ’ τη στιγμή όμως που δεν έγινε, ένα συλλαλητήριο δεν αποτελεί λαϊκή εντολή , αλλά λαϊκή έκφραση.
Πότε πρέπει και πότε οφείλει να χρησιμοποιείται η αυξημένη πλειοψηφία;
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που -λανθασμένα- διαμαρτυρήθηκαν και διαμαρτύρονται για την κύρωση της Συμφωνίας από 153 βουλευτές κι όχι από την αυξημένη πλειοψηφία του συνόλου της Βουλής (δηλαδή 180 ψήφοι). Η αλήθεια είναι ότι, καθώς η Συμφωνία των Πρεσπών ούτε απευθύνεται σε κάποιον διεθνή οργανισμό, ούτε παραχωρεί εθνική κυριαρχία, δεν απαιτεί κατά το Σύνταγμα της Ελλάδας αυξημένη πλειοψηφία για να κυρωθεί.
Για την ακρίβεια, δεν απαιτούταν ούτε καν η απόλυτη πλειοψηφία. Εάν υπήρχαν απόντες, ή περισσότερα “ΠΑΡΩΝ”, η Συμφωνία θα περνούσε και με λιγότερες από 151 ψήφους, αλλά η Κυβέρνηση έθεσε ως ψυχολογικό στόχο το 151, για να μη μπορούν να τεθούν άλλα ζητήματα δεδηλωμένης από την αντιπολίτευση.
Η κύρωση συνεπώς, έγινε 100% σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, και η κυβέρνηση είναι τυπικά και νομικά καλυμμένη ως προς αυτό. Παρ’ όλα αυτά, πόσο σώφρων είναι μια Κυβέρνηση να παίρνει μια -έκδηλα αντιδημοφιλή- απόφαση, η οποία έχει εντελώς δεσμευτικό χαρακτήρα για το ελληνικό κράτος, με μια άνευ προηγουμένου υπεροψία, χωρίς να κάνει εκστρατεία ενημέρωσης του λαού για το περιεχόμενο της Συμφωνίας, διχάζοντας τους πολίτες, χωρίς να καλεί Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, χωρίς να χτίσει κομματική συναίνεση (και εθνική γραμμή στα πρότυπα του 2008) και χωρίς να αναζητήσει αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία έστω για λόγους ηθικής νομιμοποίησης σε τόσο ευαίσθητα εθνικά θέματα;
Η απάντηση είναι Καθόλου. Και ίσως θα έπρεπε να απασχολήσει τους νομοθέτες ενόψει Συνταγματικής Αναθεώρησης το πότε ζητάτε και πότε οφείλει να ζητάτε η αυξημένη πλειοψηφία από τη Βουλή.
Δεν εγκρίνεται / Όχι ή Εγκρίνεται / Ναι;
Μια άλλη συζήτηση που έχει κατακλύσει τη δημόσια σφαίρα είναι το κατά πόσο σωστό ήταν να μη γίνει δημοψήφισμα για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ξεκινάμε από το γεγονός ότι το Σύνταγμα προβλέπει το δημοψήφισμα για μείζονα εθνικά ζητήματα, αλλά δεν υποχρεώνει καμία κυβέρνηση να προβεί σε αυτό. Επομένως, σε καμία περίπτωση δεν έχουμε παραβίαση Συνταγματικών διατάξεων από τη μεριά της κυβέρνησης. Επιπλέον, το Μακεδονικό θα είναι λάθος να το εντάξει κανείς αποκλειστικά στη κατηγορία των εθνικών ζητημάτων και αυτό, διότι εμπλέκεται η εξωτερική πολιτική δίνοντάς του μια ιδιάζουσα πολυπλοκότητα.
Πρέπει όμως να αναρωτηθούμε κατά πόσο θα έκανε όντως καλό στη χώρα η διενέργεια ενός δημοψηφίσματος για ένα τέτοιο ζήτημα. Πρόκειται για μια θεσμική διαδικασία, η οποία στη σύγχρονη εποχή γίνεται πολύ εύκολα έρμαιο λαϊκιστών και καιροσκόπων πολιτικών κατευθύνοντας την κοινή γνώμη προς την κατεύθυνση που αυτοί επιθυμούν, εκμεταλλευόμενοι τη συναισθηματική φόρτιση που επικρατεί. Για να μην αναφέρουμε και την σερβιρισμένη προπαγάνδα από πρόθυμα παπαγαλάκια όλων των χρωμάτων.
Επιπρόσθετα, από ένα σημείο και μετά τα δημοψηφίσματα συγκαλύπτουν την αδυναμία λήψης καίριων αποφάσεων από την εκάστοτε κυβέρνηση ρίχνοντας το μπαλάκι στον λαό για να αποποιηθεί την πολιτική ευθύνη μιας ενδεχόμενης απόφασης που θα έπρεπε να πάρει βάσει δοσμένης λαϊκής εντολής και προγραμματικών θέσεων. Ουκ ολίγα είναι τέλος τα παραδείγματα επίκρισης των δημοψηφισμάτων από φιλοσόφους της αρχαιότητας χαρακτηρίζοντας τα «χαρά του δημαγωγού» (σε ελεύθερη απόδοση), ενώ αποτελεί συναίνεση όλων των διακεκριμένων διεθνολόγων ότι τα δημοψηφίσματα δεν έχουν θέση στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής.
Για να μην μπούμε καν στο κεφάλαιο της διχόνοιας που μια τέτοια διαδικασία θα επιφέρει στον λαό. Το παράδειγμα του δημοψηφίσματος του 2015 είναι ήδη νωπό.
Υπάρχει διπλωματικό κεκτημένο;
Οποιοσδήποτε επιστήμονας του κλάδου των διεθνών σχέσεων και της διπλωματίας θα απαντήσει: Ναι.
Δε γίνεται η Ελλάδα σαν επίσημη θέση το 1995 να δέχεται την ύπαρξη του όρου Μακεδονία στην προσωρινή ονομασία και να την αρνηθεί στη μόνιμη. Αυτό γνώριζαν καλά και ο Καραμανλής με τη Μπακογιάννη το 2008 στο Βουκουρέστι, γι’ αυτό και δέχτηκαν την ύπαρξη του όρου Μακεδονία στη μόνιμη ονομασία, αλλά μόνο σε σύνθετο τρόπο, με προσδιορισμό και έναντι όλων των χρήσεων. Πώς θα γινόταν έναν συμβιβασμό που έκανε η Ελληνική Κυβέρνηση πριν από 23 χρόνια (και ξανά πριν από 10) να τον αναιρέσει τώρα μια Κυβέρνηση, με σχεδόν σύσσωμη τη διεθνή κοινότητα να έχει αναγνωρίσει το γειτονικό κράτος ως απλά “Μακεδονία”;
Αρχικά, προσπάθησε να το κάνει ο Νίκος Κοτζιάς, προωθώντας λύση σύνθετης μονολεκτικής ονομασίας (πχ. Gornamakedonija – Βορειομακεδονία), με τρόπο δηλαδή που η λέξη Μακεδονία υπάρχει, αλλά ως συνθετικό μιας άλλης λέξης. Η ελληνική απόπειρα ναυάγησε, ακριβώς επειδή υπήρχε το διπλωματικό κεκτημένο της τέως πΓΔΜ για σύνθετη ονομασία.
Φυσικά, το να το συνειδητοποιεί κανείς αυτό, σημαίνει ότι όλες αυτές οι διαμαρτυρίες είχαν λάθος αίτημα: δε νοείται με σημερινά δεδομένα Συμφωνία χωρίς τη λέξη Μακεδονία. Άρα οι διαμαρτυρίες θα έπρεπε είτε να εκφράζουν άλλα… παράπονα (όπως πχ. τη Μακεδονική γλώσσα) είτε να ζητάνε τη μη ύπαρξη Συμφωνίας και διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος (δηλαδή “πΓΔΜ” για την Ελλάδα, “Μακεδονία” για τον υπόλοιπο κόσμο). Κι αυτό, γιατί η ύπαρξη κι άλλης Μακεδονίας πέραν της Ελληνικής, είχε κατοχυρωθεί πολλά χρόνια πριν και δεν “εκποιήθηκε” τώρα.
Η ματαιότητα αυτή εντοπίζεται και στις εταιρείες δημοσκοπήσεων που ρωτούσαν μέχρι πολύ πρόσφατα τους πολίτες αν είναι υπέρ η κατά της χρήσης του όρου “Μακεδονία”. Η επιλογή “κατά” δεν έπεσε ποτέ χαμηλότερα από το 55-57% στις δημοσκοπήσεις, με το peak του να είναι στα 80-85%. Αυτό δείχνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου δε νοιάστηκε ποτέ για τις λεπτομέρειες, τα οφέλη και τις ήττες της Συμφωνίας, καθώς αρνούνταν και αρνείται να συνειδητοποιήσει την ωμή πραγματικότητα, πως από τη δεκαετία του ’90 ακόμη ήταν ξεκάθαρο και προτετελεσμένο ότι δεν θα υπάρξει ποτέ λύση – προσωρινή ή μόνιμη – χωρίς τον όρο Μακεδονία.
Ηθική ή στρατηγικό συμφέρον;
Η ηθικότητα της απόφασης της κυβέρνησης να υπογράψει και να κυρώσει τη Συμφωνία χωρίς την έγκριση της πλειοψηφούσας μερίδας του λαού και χωρίς καμία συναίνεση από την αντιπολίτευση, είναι κάτι που έχει αμφισβητηθεί έντονα και έχει έρθει σε ανάλυση από το παρόν άρθρο. Κλείνοντας όμως ας θέσουμε ένα ηθικό δίλημμα. Ας εξετάσουμε το ενδεχόμενο όντως αυτή η Συμφωνία να εμπεριέχει στρατηγικά οφέλη μεγαλύτερα από κάθε άλλη πιθανή λύση (ή μη λύση) προηγούμενη ή μελλοντική, ότι τα όποια αρνητικά είναι σαφώς λιγότερα από τα θετικά, και ότι η σημερινή Κυβέρνηση βρίσκεται σε απόλυτη βεβαιότητα επ’ αυτών των δεδομένων.
Τι θα θέλαμε από μια Κυβέρνηση να κάνει; Πώς θα θέλαμε να ιεραρχήσει τις προτεραιότητές της; Εθνικό στρατηγικό συμφέρον ή λαϊκή βούληση; Το σωστό της μειοψηφίας (παρ’ ότι εκλεγμένη μειοψηφία) ή το λάθος της πλειοψηφίας; Έχει απασχολήσει δεκάδες θεωρητικούς της πολιτικής και απ’ ότι φαίνεται θα συνεχίσει να τους απασχολεί… έως ότου βρεθεί λύση τα σχόλια δικά σας!
“Η Δημοκρατία πρόδωσε τη Μακεδονία”
“Εκλογές εδώ και τώρα“. “Ζούμε στη σκιά ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος“. “Πρώτη φορά φασιστερά“. Αυτές είναι μερικές φράσεις που ακούγονται σε τρομακτική συχνότητα στο δημόσιο διάλογο από τη στιγμή που η Συμφωνία των Πρεσπών μπήκε για τα καλά στην καθημερινότητά μας. Η αναφορά μας αφορά κυρίως τους ανθρώπους που έζησαν τη Χούντα του ’67, αλλά και σε αυτούς που αγνοούν επιδεικτικά την ιστορία της χώρας τους…είναι δυνατόν να εξισώνουμε το σήμερα με τις εποχές της Μακρόνησου, της Γιάρου και των τανκς στα πολυτεχνεία; Δεν καταλαβαίνουμε ότι πετώντας αβίαστα στους ιδεολογικούς, πολιτικούς και κομματικούς μας αντιπάλους τέτοια φρασεολογία δεν επιτυγχάνουμε την δαιμονοποίησή τους, αλλά την απενεχοποίση της Χούντας και του Φασισμού στους νεώτερους που δεν τα έζησαν; Και εν πάση περιπτώσει, η νίκη των ιδεών γίνεται στις Ιδέες και στον Πολιτικό διάλογο, όχι στα φαντεζί συνθήματα!
(Να σημειωθεί εδώ ότι για τα πιο… εξελιγμένα συνθήματα τύπου “Η Δημοκρατία πρόδωσε τη Μακεδονία” ίσως θα ‘πρεπε κάποια στιγμή να κινηθεί και κάποιος εισαγγελέας… αν υπάρχει…)
Κι οι βάρβαροι αυτοί ήσαν μια κάποια λύση
Τι θα απογίνουμε τώρα χωρίς τη Συμφωνία των Πρεσπών; Ήρθε σαν σίφουνας κι άλλαξε τις κοινοβουλευτικές και προεκλογικές ισορροπίες και συσχετισμούς. Καριέρες ολόκληρες χτίστηκαν πάνω στον νέο Μακεδονικό αγώνα. Μια λύση, ανεξαρτήτως του τι λύση, σίγουρα δεν άρεσε σε όσους τις έχτισαν Η Συμφωνία πλέον ανήκει στο παρελθόν, ενώ τις συνέπειες της θα ζήσουμε να παρατηρήσουμε στο -όχι και πολύ άμεσο- μέλλον. Οι εκλογές όμως θα γίνουν, βαριά μέχρι τον Οκτώβρη, κι όταν το “Μην παραχαράσσετε την Ιστορία” πάψει να αποτελεί επικαιρότητα να δούμε από πού θα καταπιαστούν οι απανταχού πατριδέμπορες. Μπορεί το “παζάρι” για τη Μακεδονία να ήταν τόσο οδυνηρό και η “προδοσία” αβάσταχτη, αλλά και ήταν στο πολιτικό παιχνίδι και αυτά μια κάποια λύση…
Γεννημένος στις 10 Μαΐου το 1999 και μεγαλωμένος στις Σέρρες. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στη Κομοτηνή. Εργάζεται ως ραδιοφωνικός παραγωγός σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό της Κομοτηνής.
Γεννημένος και μεγαλωμένος από το 1998 στην Αθήνα, προπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης & Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης στην Κομοτηνή, στην κατεύθυνση της Πολιτικής Επιστήμης.