Της Καλυψώς Κουρτίδη,
Ως καταναλωτές, για την πραγματοποίηση συναλλαγών συχνά συμμετέχουμε -ακόμα και δίχως να το αντιλαμβανόμαστε- σε τυποποιημένες συμβάσεις με ομοιόμορφους συμβατικούς όρους, προδιατυπωμένους μονομερώς από την επιχειρηματική πλευρά. Οι όροι αυτοί έχουν συνταχθεί κατά οριστικό τρόπο από τον προμηθευτή ή από τρίτους (πχ από επαγγελματικούς συλλόγους), αποκλείοντας έτσι την ατομική διαπραγμάτευση. Πρόκειται για τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (στο εξής ΓΟΣ) και το ζήτημα προστασίας των καταναλωτών από αυτούς ρυθμίζεται σε εθνικό επίπεδο με το άρθρο 2 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 13 του ν. 3587/2007.
Οι ΓΟΣ εμπίπτουν στον νομικό τύπο των συμβάσεων προσχωρήσεως, στις οποίες το περιεχόμενο καθορίζεται από τον ισχυρότερο συμβαλλόμενο, ενώ το έτερο μέλος προσχωρεί στη σύμβαση χωρίς να δύναται να τροποποιήσει το περιεχόμενό της. Με τη χρήση ΓΟΣ επιτυγχάνονται οικονομικά πλεονεκτήματα στις συναλλαγές, επειδή προάγεται ο ορθολογικός και μελετημένος σχεδιασμός της επιχειρηματικής δραστηριότητας, απλοποιείται η κατάρτιση μιας σύμβασης και επιτυγχάνεται διαφάνεια και ασφάλεια δικαίου με τον καθορισμό εξαρχής των εκατέρωθεν υποχρεώσεων και την αποφυγή των άσκοπων αντιδικιών.
Ωστόσο, συχνά οι ΓΟΣ καταλήγουν να αποτελούν παράγοντα συμβατικής αδικίας για τα αδύναμα μέλη, όταν οι επιχειρηματίες επιφυλάσσουν υπέρμετρα πλεονεκτήματα για τους ίδιους, π.χ. με ρήτρες αποκλεισμού ή περιορισμού της ευθύνης του προμηθευτή και αντίστοιχες ρήτρες επίτασης της ευθύνης των καταναλωτών ή πρόσθετες επιβαρυντικές συμφωνίες όπως ποινικές ρήτρες, παρακράτηση κυριότητας κ.ά., με αποτέλεσμα τη μετακύληση του συμβατικού κινδύνου στους καταναλωτές. Η ελευθερία των καταναλωτών λοιπόν, περιορίζεται με τον τρόπο αυτό στη σύναψη ή μη (“take it or leave it”) της σύμβασης, που ακόμα και αυτή είναι συχνά ανύπαρκτη, ιδίως όταν πρόκειται για αγαθά βασικής ανάγκης (π.χ. υδροδότηση) από επιχειρήσεις/οργανισμούς κοινής ωφέλειας με μονοπωλιακή ή δεσπόζουσα θέση, όπου εκλείπουν εναλλακτικές λύσεις, συνεπώς ο καταναλωτής είναι αναγκασμένος να «υποταχθεί» στους όρους που προβλέπει η σύμβαση. Η συμβατική αυτή ανισορροπία παρακάμπτει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, ως έκφανση της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών, που θεμελιώνεται στο άρθρο 361 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά». Προκύπτει λοιπόν, ότι ο δικαιοπρακτών, έχει την ελευθερία να επιλέξει εάν και με ποιον θα συμβληθεί (εξωτερική ελευθερία), καθώς και να συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση του περιεχομένου της σύμβασης (εσωτερική ελευθερία).
Οι προβληματισμοί αυτοί, γρήγορα οδήγησαν στη διορθωτική παρέμβαση του νομοθέτη, όπως εξάλλου και με τη νομολογία του ΔΕΕ (υποθέσεις C-240/98 και C-244/98) κατέστη σαφές ότι «…το σύστημα προστασίας που καθιερώνει η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες στηρίζεται στην ιδέα ότι η ανισότητα μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με θετική παρέμβαση, μη εξαρτώμενη από τους συμβαλλομένους στη σύμβαση και μόνο». Η έννομη τάξη κλήθηκε να αποκαταστήσει τη συμβατική ισορροπία, καθώς οι γενικές ρήτρες του Αστικού Κώδικα για τα χρηστά ήθη (178 ΑΚ), την κατάχρηση δικαιώματος (281 ΑΚ) και την καλή πίστη (288 ΑΚ) δεν προσέφεραν ισχυρή αποδεικτική διευκόλυνση στον καταναλωτή. Τα κενά καλύπτει πλέον το άρθρο 2 του ν. 2251/94 (όπως τροποποιήθηκε από τον ν. 3587/2007).
Το άρθρο 2 του ν. 2251/94 στην πρώτη περίοδο της παρ.1, οριοθετεί την έννοια και το πεδίο εφαρμογής των ΓΟΣ: έτσι λοιπόν ΓΟΣ αποτελούν «όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις…», ενώ στην έννοια των ΓΟΣ εντάσσεται και «κάθε όρος που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Θεωρείται πάντοτε ότι ο όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και όταν ο καταναλωτής, εκ των πραγμάτων, δε μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της, ιδίως στα πλαίσια μιας σύμβασης προσχωρήσεως», σύμφωνα με την υποχρεωτική ρύθμιση της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Πρόκειται για μια Οδηγία ελάχιστης εναρμόνισης, καθώς το άρθρο 8 ορίζει ότι «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Η εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε πρόσφατα από το άρθρο 32 της Οδηγίας 2011/83/ΕΕ για «τα δικαιώματα των καταναλωτών», που ωστόσο επέφερε ελάχιστες τροποποιήσεις στο ζήτημα των ΓΟΣ. Επομένως, οι διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, εξακολουθούν να ισχύουν, συμπεριλαμβανομένης και της ρήτρας ελάχιστης εναρμόνισης.
Με βάση το άρθρο 2 του ν. 2251/94, ο δικαστικός έλεγχος των ΓΟΣ διέρχεται από τρία διαδοχικά στάδια:
Α) Το Δικαστήριο αρχικά ελέγχει το αν οι επίμαχοι όροι ενσωματώθηκαν ή όχι στη σύμβαση (έλεγχος ένταξης, -παρ. 1 και 2 του α. 2)
Β) Στη συνέχεια το Δικαστήριο εξακριβώνει το νόημα των ΓΟΣ (έλεγχος μέσω ερμηνείας, -παρ. 3 έως 5 του α. 2) και
Γ) Τέλος ελέγχεται το κύρος του ίδιου του περιεχομένου των ΓΟΣ (έλεγχος καταχρηστικότητας/ άμεσος έλεγχος κύρους, -παρ. 6 και 7 του α. 2).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τρίτο στάδιο ελέγχου, το οποίο είναι και το πιο κρίσιμο, αφού συνιστά μια δραστικότατη μορφή προστασίας για το αδύναμο συμβαλλόμενο μέρος με αυστηρές έννομες συνέπειες. Πρόκειται για την κρίση ως προς το εάν η ρύθμιση που περιέχεται σε καθέναν από τους επιμέρους ΓΟΣ είναι θεμιτή και άρα έγκυρη, ή καταχρηστική και άρα άκυρη. Ο έλεγχος αυτός του περιεχομένου, πραγματοποιείται με βάση τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/94. Στην αρχή προτάσσεται μια γενική ρήτρα (παρ. 6) η οποία προσδιορίζει γενικά κριτήρια ελέγχου καταχρηστικότητας των ΓΟΣ και εναπόκειται στην κρίση του Δικαστή να αποφανθεί για την καταχτηστικότητα ή μη κάποιου όρου. Αμέσως μετά, στην παράγραφο 7 παρατίθενται τριάντα δύο όροι, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση κρίνονται αυτοδικαίως καταχρηστικοί, επομένως η χρήση τους είναι απαγορευμένη (black list). Μεθοδολογικά, ο έλεγχος της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ, πραγματοποιείται ως εξής:
Πρώτα απ’ όλα εξετάζεται αν ο επίδικος όρος εμπίπτει σε μία ή περισσότερες από τις απαγορευτικές ρήτρες του μακροσκελούς καταλόγου της παρ. 7, οπότε και θα είναι αυτοδικαίως καταχρηστικός. Το Δικαστήριο λοιπόν σ ’αυτήν την περίπτωση δεσμεύεται να κηρύξει τον επίμαχο όρο άκυρο ως καταχρηστικό, χωρίς καμία άλλη στάθμιση, αφού η καταχρηστικότητα είναι εδώ κατά αμάχητο τεκμήριο δεδομένη και φυσικά χωρίς να εξεταστεί και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6. Έτσι, αφενός ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεστεί αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει το αντίθετο (ότι δηλαδή δεν συντρέχει καταχρηστικότητα) και αφετέρου ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος απόδειξης.
Σε περίπτωση που ο επίδικος όρος δεν υπάγεται στον λεπτομερή κατάλογο της παρ. 7, τότε μόνο θα ερευνηθεί αν αποκλίνει από τη γενική απαγορευτική ρήτρα της παρ. 6, η οποία έχει ως εξής: «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται». Διατάραξη επιφέρει ο ΓΟΣ που χωρίς εύλογη αιτία παρακάμπτει ουσιώδεις αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του καταναλωτή σχετικά με τη συμβατική κατανομή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του, καθίσταται επομένως επιβαρυντικός για τον πελάτη, προκαλώντας βλάβη στα συμφέροντά του.
Στην πράξη, η σωρευτική εφαρμογή των παρ. 6 και 7 όχι μόνο δεν αποκλείεται, αλλά και επιβάλλεται, επειδή η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου (γενική ρήτρα), δύναται να χρησιμεύσει για την εξειδίκευση μερικών αόριστων νομικών εννοιών των επιμέρους περιπτώσεων του ενδεικτικού καταλόγου. Έννομη συνέπεια της καταχρηστικότητας είναι, σε συνδυασμό με την ΑΚ 174, η ακυρότητα. Πάντως, πρόκειται για μερική ακυρότητα, συνεπώς δεν θίγεται το κύρος ολόκληρης της σύμβασης, γεγονός που προκύπτει από τον συνδυασμό των παρ. 6 και 8 του άρθρου 2, σύμφωνα με τις οποίες «ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεστεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης για τον λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί». Αντιθέτως, ο καταναλωτής αν το θελήσει δύναται να επικαλεστεί την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας μόνο αν συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181, η οποία ορίζει ότι «η ακυρότητα μέρους συνεπάγεται την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος».
ΠΗΓΕΣ
-Ν.2251/1994
–Π.Αγαλλοπούλου και Κ.Δελούκα-Ιγγλέση, «Εισαγωγή στο Δίκαιο των Επιχειρήσεων», εκδ. Σάκκουλα 2016
-Γ.Μεντής «Γενικοί όροι Συναλλαγών σε Καταναλωτικές και Εμπορικές Συμβάσεις, Ερμηνεία του άρθρου 2 §§ 1-10 ν.2251/94», εκδ. Σάκκουλα
-Γ.Ι. Δέλλιος «Ατομική και Συλλογική Προστασία των Καταναλωτών από την έλλειψη ουσιαστικής διαπραγμάτευσης των όρων της σλυμβασης», εκδ. Σάκκουλα 2013
-Οδηγία 2011/83/ΕΕ για «τα δικαιώματα των καταναλωτών» και 93/13/ΕΟΚ για «τις καταχτηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές»
– ΔΕΕ/ C-240/98 και C-244/98, Oceano Grupo Editorial SA v.Rocio Murciano Quintero and others §27
-ΟλΑΠ 15/2007 για το προστατευτικό πεδίο του Ν.2251/1994 και ΑΠ 652/2010
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 3 Μαΐου του 1997. Είναι τεταρτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και παράλληλα ειδικός συνεργάτης Marketing της Ευρωπαϊκής Ένωσης Φοιτητών Νομικής (ELSA Greece). Στο OffLine Post θα ασχοληθεί με τη σύνταξη νομικών άρθρων, διάφορων τομέων του δικαίου.