19.7 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά Θέματα«Πολιτισμική Γενοκτονία»: Γενοκτονία ή όχι;

«Πολιτισμική Γενοκτονία»: Γενοκτονία ή όχι;

Της Μαρινιώς Βεργίνη,


Ευρώπη, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Έξι εκατομμύρια Εβραίοι θανατώνονται από τους Ναζί, κατ’ εκτέλεση του σχεδίου αφανισμού της εβραϊκής θρησκείας.

Σερβία, 1992: Μουσουλμάνοι και Κροάτες της Βοσνίας, αντιμετωπίζουν, ως κρατούμενοι, εξευτελιστικές και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής, με σχεδόν παντελή έλλειψη φαγητού, νερού και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, έλλειψη ακόμη και επαρκούς χώρου, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να σταθούν όρθιοι, καθώς και καταναγκαστική εργασία, συνθήκες οι οποίες οδηγούν αναπόδραστα στον αφανισμό της συγκεκριμένης ομάδας.

Καναδάς, 1880: Εκατόν πενήντα χιλιάδες παιδιά ιθαγενών εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους και να φοιτήσουν σε οικοτροφεία, όπου, με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης και συνεισφορά της Εκκλησίας, στόχο αποτελούσε η αποκήρυξη του ιθαγενούς πολιτισμού και η σταδιακή αφομοίωσή τους από τον καναδικό πολιτισμό και τρόπο ζωής. Στο πλαίσιο αυτό, θέση είχε η απαγόρευση χρήσης της γλώσσας τους, ακόμη και κατά την αλληλογραφία τους με τις οικογένειές τους, η διδασκαλία της Χριστιανικής θρησκείας, η αλλαγή του τρόπου ένδυσης, συχνά ακόμη και η μετονομασία των ίδιων των παιδιών.


Σε μια πιθανή ερώτηση: «ποια από τα προαναφερθέντα παραδείγματα αντιστοιχούν σε ένα έγκλημα γενοκτονίας;», εύκολα κανείς θα υποδείκνυε ως απάντηση, το πρώτο παράδειγμα. Με λίγη περισσότερη σκέψη, ίσως και το δεύτερο, μιας και το είδος των πράξεων που περιγράφονται είναι ικανό να οδηγήσει, ακόμη κι αν όχι αμέσως, στην εξόντωση των θυμάτων. Μια τέτοια πεποίθηση, ωστόσο, δεν είναι ορθή. Η πραγμάτωση του εγκλήματος της γενοκτονίας, όπως αυτό τυποποιείται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (στο εξής ΚΔΠΔ), δεν απαιτεί σε επίπεδο ούτε αντικειμενικής ούτε υποκειμενικής υπόστασης, ως αναγκαία, τη θανάτωση προσώπων.

Από άποψη αντικειμενικής υπόστασης, η γενοκτονία μπορεί να πραγματωθεί με πέντε τρόπους, οι οποίοι ορίζονται περιοριστικά στο άρθρο 6 του Καταστατικού και οι οποίοι επιχειρούνται πάνω στα μέλη μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας: Ο πρώτος τρόπος, που εν πολλοίς ταυτίζεται με την κοινή εντύπωση αναφορικά με τις πράξεις γενοκτονίας, είναι αυτός της θανάτωσης μελών της ομάδας. Ο δεύτερος συνίσταται στην πρόκληση βαριάς σωματικής ή διανοητικής βλάβης μελών, χωρίς ωστόσο να απαιτείται η βλάβη αυτή να έχει μόνιμο χαρακτήρα. Τον τρίτο τρόπο πραγμάτωσης αποτελεί ουσιαστικά το δεύτερο παράδειγμα (Brdanin Case), δηλαδή η επιβολή στην ομάδα συνθηκών διαβίωσης, υπολογισμένων να επιφέρουν την ολική ή μερική εξόντωσή της. Ο τέταρτος τρόπος, συνίσταται στην επιβολή μέτρων στην ομάδα, που έχουν ως σκοπό την παρεμπόδιση των γεννήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσονται πρακτικές που έλαβαν χώρα κατά το Ολοκαύτωμα, μέσω υποχρεωτικών αμβλώσεων, στειρώσεων και ευνουχισμών επί του εβραϊκού πληθυσμού στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά ακόμη και πρακτικές, όπως αυτές του διαχωρισμού ανδρών και γυναικών ή της παρεμπόδισης των γάμων, πρακτικές δηλαδή οι οποίες δε συνδέονται με κάποιου είδους άμεση φυσική επέμβαση πάνω στα πρόσωπα. Τέλος, γενοκτονία μπορεί να τελεστεί μέσω της εξαναγκαστικής μεταφοράς παιδιών της μιας ομάδας σε άλλη.

Είναι, επομένως, σαφές ότι η γενοκτονία είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη θανάτωση προσώπων μιας συγκεκριμένης ομάδας και αυτό το κατανοεί κανείς παρατηρώντας ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω τρόπων τέλεσης: Πρόκειται για πράξεις που, είτε σύντομα είτε πιο μακροπρόθεσμα, είναι πρόσφορες να οδηγήσουν στην εξαφάνιση της ομάδας από μια γεωγραφική περιοχή ή και από ολόκληρο το χάρτη. Ο παρεμποδισμός των γεννήσεων δε στερεί μεν από κανένα υπάρχον μέλος της φυλετικής ομάδας Α, τη ζωή, ωστόσο, η έλλειψη δυνατότητας αναπαραγωγής των μελών αναπόδραστα θα οδηγήσει, σε κάποιο χρονικό σημείο, στον αφανισμό της συγκεκριμένης ομάδας. Με τον ίδιο τρόπο, η μετακίνηση παιδιών από τη θρησκευτική ομάδα Α, στη θρησκευτική ομάδα Β και η συνακόλουθη ανατροφή τους με βάση διαφορετικές πολιτισμικές και θρησκευτικές συνήθειες, θα έχει και πάλι, σταδιακά, ως αποτέλεσμα να εκλείψουν τα πρόσωπα που θα φέρουν τα χαρακτηριστικά εκείνα,που συγκροτούν τη θρησκευτική ομάδα Α.

Το κοινό αυτό χαρακτηριστικό που εντοπίζεται στους τρόπους τέλεσης του εγκλήματος, είναι αναπόσπαστο κομμάτι και της υποκειμενικής του υπόστασης. Οι προαναφερθείσες πράξεις συνιστούν γενοκτονία, μόνο εφόσον τελούνται με δόλο (α. 30 ΚΔΠΔ) και με τον επιπλέον σκοπό (dolus specialis) της καταστροφής της εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, ως τέτοιας. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα έγκλημα, του οποίου ουσιαστικό θύμα είναι η ομάδα, ως σύνολο των χαρακτηριστικών εκείνων που τη συγκροτούν και τη διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες. Στο σημείο αυτό μπαίνει επομένως, το ερώτημα, αν αποτελεί ή όχι κάποια μορφή γενοκτονίας το τρίτο παράδειγμα, των οικοτροφείων του Καναδά. Είναι φανερό ότι δεν υπάγεται σε κανέναν από τους τρόπους τέλεσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, ακόμη κι αν ενδεχομένως η υποκειμενικη υπόσταση, δηλαδή η πρόθεση καταστροφής της ομάδας, υπάρχει, και ακόμη και αν οι πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν είναι πράγματι πρόσφορες να οδηγήσουν στον αφανισμό της ομάδας, εξίσου αποτελεσματικά με τους απαριθμούμενους τρόπους τέλεσης του άρθρου 6. Πρόκειται για την προβληματική της πολιτισμικής γενοκτονίας.

Η πολιτισμική γενοκτονία, όπως αποκαλείται η διενέργεια πρακτικών όπως αυτών της απαγόρευσης χρήσης της γλώσσας μιας ομάδας και των επιθέσεων σε θρησκευτική και πολιτισμική κληρονομιά και πολιτισμικά και θρησκευτικά σύμβολα των στοχοποιημένων ομάδων, δε συμπεριλήφθηκε από τους συγγραφείς του Καταστατικού της Ρώμης και της Σύμβασης για την Πρόληψη και την Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, στην έννοια του εγκλήματος. Έτσι, μέχρι σήμερα, η γενοκτονία γίνεται δεκτή μόνο με τη μορφή πράξεων φυσικής και βιολογικής εξόντωσης της ομάδας, όπως αυτές περιγράφηκαν παραπάνω, ενώ οι πράξεις επίθεσης σε πολιτιστικά στοιχεία της ομάδας, αξιολογούνται μόνο ως απόδειξη της ύπαρξης του απαιτούμενου δόλου για την τέλεση βιολογικής ή φυσικής γενοκτονίας, τις οποίες στην πράξη, συνήθως ακολουθεί.

Το ερώτημα ωστόσο, αναφορικά με την ορθότητα του αποκλεισμού της πολιτισμικής γενοκτονίας από τις επίμαχες ρυθμίσεις, μένει ακόμη ανοικτό στη θεωρία, αλλά, σε κάποιες περιπτώσεις, και στη νομολογία. Είναι άλλωστε αμφίβολο, κατά πόσο ο σύγχρονος δικαστής οφείλει να παραμείνει δεσμευμένος από την ερμηνευτική απόδοση του όρου της γενοκτονίας από τον ιστορικό νομοθέτη του 1948 και δε μπορεί να προβεί σε μια πιο προοδευτική ερμηνευτική κατασκευή, ώστε να συμπεριλάβει πιο σύγχρονα δεδομένα. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς, ότι η τυποποίηση των συγκεκριμένων μόνο πρακτικών ως τρόπων τέλεσης της γενοκτονίας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι οι συντάκτες των κειμένων προέβησαν σε μια προσπάθεια ποινικοποίησης κυρίως των φρικαλεοτήτων που είχαν διαπραχθεί την προηγούμενη περίοδο και βασισμένοι άρα ως επί το πλείστον σε δεδομένα του παρελθόντος. Από την άλλη πλευρά, στην υπόθεση Milosevic τονίζεται πως το ουσιώδες στοιχείο που δικαιολογεί τη διαφοροποίηση της πολιτισμικής γενοκτονίας από τις άλλες δύο μορφές, συνίσταται στο ότι το έννομο αγαθό του οποίου η προστασία επιδιώκεται δεν είναι η ταυτότητα της ομάδας αυτή καθ’ εαυτήν, όπως προσδιορίζεται από τα εθνικά, εθνοτικά, φυλετικά ή θρησκευτικά της χαρακτηριστικά, αλλά η φυσική υπόσταση της ομάδας που ταυτοποιείται, λόγω αυτών των χαρακτηριστικών.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι απόλυτο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην υπόθεση Jorgic, έκρινε πως η απόφανση των γερμανικών δικαστηρίων ότι ο γενοκτόνος σκοπός ενυπάρχει στην προσπάθεια καταστροφής μιας ομάδας ως «κοινωνικής μονάδας» κι όχι μόνο ως βιολογικής ή φυσικής υπόστασης, είναι συμβατή με την ουσία του εγκλήματος της γενοκτονίας. Αλλά και ο δικαστής Shahabuddeen στη συγκλίνουσα γνώμη του επί της υπόθεσης Krstic, ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία, εξέφρασε την άποψη ότι πέρα από την υλική υπόσταση μιας ομάδας, η ουσιαστική της συνοχή ως «κοινωνική μονάδα» στηρίζεται και στην ύπαρξη χαρακτηριστικών, ακόμη και άυλων, η απώλεια των οποίων οδηγεί επί της ουσίας στην εξάλειψη της ομάδας, άσχετα από το γεγονός ότι η εξάλειψη αυτή δεν είναι φυσική ή βιολογική.

Κρίσιμο είναι, πως το στοιχείο που διαφοροποιεί τη γενοκτονία από τα υπόλοιπα διεθνή –κι όχι μόνο- εγκλήματα και οδηγεί στην ξεχωριστή τυποποίησή της, δεν είναι η σκληρότητα της πράξης, εφόσον αυτή δεν είναι απαραίτητα μεγαλύτερη απ’ ότι σε ένα άλλο έγκλημα, ούτε βεβαίως η ανάγκη επιβολής της αυστηρότερης δυνατής τιμωρίας, καθώς, συχνά, τα εθνικά ποινικά συστήματα επιφυλάσσουν συνολικά βαρύτερη ποινή για μια συρροή ανθρωποκτονιών, βαριών σωματικών βλαβών ή τέλεση βασανιστηρίων. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γενοκτονίας, βρίσκεται στην υποκειμενική της υπόσταση, και συγκεκριμένα στον υπερχειλή σκοπό καταστροφής μιας άλλης ομάδας. Το έγκλημα της γενοκτονίας πηγάζει από το μίσος προς το διαφορετικό και τελείται με τη στοχοποίησή του. Η δε διαφορετικότητα της στοχοποιούμενης ομάδας, υπάρχει, σε κάποιες περιπτώσεις, ακριβώς λόγω των χαρακτηριστικών εκείνων του τρόπου ζωής της, που εξατομικεύουν την ομάδα στα μάτια του δράστη. Η εξάλειψη των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών σημαίνει την επί της ουσίας καταστροφή της ομάδας, καθώς πλέον η ίδια δε διαφοροποιείται βάσει αυτών και άρα σταματά να αποτελεί το συνεκτικό σύνολο που συνιστούσε και οδηγείται μοιραία σε αφανισμό.

Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να πούμε, πως η εθνοτική ομάδα Α, της οποίας τα μέλη στερήθηκαν τη δυνατότητα οποιασδήποτε επαφής με τη γλώσσα τους, την ιστορία τους, τα ήθη και τα έθιμά τους, ενώ παράλληλα έχουν υποβληθεί επί σειρά ετών σε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, παραμένει η ίδια στο χρόνο, αφού δεν δολοφονήθηκαν τα μέλη της και οι απόγονοί τους συνεχίζουν να έρχονται στη ζωή; Η απάντηση σ’ αυτό, είναι μάλλον αρνητική. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, εφόσον ο σκοπός του δράστη να αφανίσει την ομάδα υφίσταται, είναι, κατά την άποψή μου, απολύτως αδιάφορα τα μέσα με τα οποία θα το επιχειρήσει.


Πηγές

  • Antonio Cassese, International Criminal Law
  • William A. Schabas, An Introduction to International Criminal Court
  • William A. Schabas, Genocide in International Criminal Law
  • Olympia Bekou & Robert Cryer, The International Criminal Court
  • Otto Triffterer (ed), Comentary on the Rome Statue of the International Criminal Court
  • Antonio Cassese, The Rome Statute of the International Criminal Court: a commentary
  • Roberto Belleli, International Criminal Justice, Law and Practice from the Rome Statute to its Review
  • Φανή Δασκαλοπούλου- Λιβαδά, Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, Από τη Νυρεμβέργη στη Χάγη
  • The Canadian Encyclopedia, Residential Schools in Canada
  • Edward C. Luck, Cultural Genocide and the Protection of Cultural Heritage
Μαρινιώ Βεργίνη
Ζει στη Θεσσαλονίκη και είναι τελειόφοιτη Νομικής ΑΠΘ. Την ενδιαφέρει πολύ η αρθρογραφία και συμμετέχει στον τομέα των Νομικών Θεμάτων, κυρίως με άρθρα που αφορούν σε ζητήματα ποινικού δικαίου.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ