Του Μιχάλη Γιαννακίδη,
Φτάσαμε στα τέλη του Ιανουαρίου, την αγαπημένη περίοδο των φοιτητών, την περίοδο της εξεταστικής. Η εξεταστική είναι η περίοδος που λες σε όποιον βρεθεί κοντά σου το πόσο διάβασμα έχεις, αλλά δε διαβάζεις, είναι η περίοδος που πηγαίνεις στη σχολή περισσότερες φορές από ότι πήγες σε όλο το εξάμηνο και είναι η περίοδος που το σώμα σου αρχίζει να αποκτά, αν δεν την είχε ήδη, μία εξάρτηση στην καφεΐνη. Επίσης, μέσα σε αυτές τις δύο, μαγικές, εβδομάδες καθορίζεται αν το ακαδημαϊκό σου εξάμηνο ήταν επιτυχημένο ή όχι, κάτι που, κατά την άποψή μου, δεν είναι καλό.
Από μικρή ηλικία, τα παιδιά στην Ελλάδα μαθαίνουν να κυνηγόυν τους βαθμούς, όχι τη γνώση. Από το δημοτικό, όταν προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των γονιών τους, μέχρι το λύκειο και τις πανελλήνιες, όταν πασχίζουν να περάσουν στην σχολή της επιλογής τους.
Δε μπορείς να αδικήσεις τα παιδιά για αυτήν τους τη προσέγγιση. Στο κάτω κάτω, όταν είσαι μικρός, η μόνη σου υποχρέωση είναι να τα πηγαίνεις καλά στο σχολείο, με την απόδοσή σου να σου δίνει, υλικά και μη, ”μπόνους” ή να προκαλεί την κριτική των γονιών σου. Όσο για τις πανελλήνιες, είναι προφανές πως κάποιος θα εστιάσει στον βαθμό και την αποστήθηση, παρά στην ουσία της γνώσης. Αν για να εκπληρώσεις το όνειρό σου να γίνεις γιατρός ή δικηγόρος χρειάζεσαι έναν συγκεκριμένο, πενταψήφιο, αριθμό μορίων, τότε φυσικά θα κάνεις ότι μπορείς για να τα καταφέρεις. Δυστυχώς, η λεγόμενη παπαγαλία φαίνεται να είναι μια αρκετά αποτελεσματική τακτική.
Δεν γράφω για να ασκήσω κριτική στις πανελλήνιες και για το πόσο κακό είναι το σύστημα, θα χρειαζόμουν υπερβολικά πολύ χρόνο, τον οποίον δεν έχω, έχω και εγώ εξεταστική. Γράφω γενικότερα για τη βαθμοθηρική φύση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, η οποία συνεχίζει να υπάρχει και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σε ένα από τα πρώτα μαθήματα που παρακολούθησα στη σχολή μου, αφότου ο καθήγητης τελείωσε την παράδοσή του, πριν αποχωρήσει, ρώτησε αν υπάρχουν ερωτήσεις. Τότε ένας συμφοιτητής μου τον ρώτησε , αρκετά ευθέως, με ποιον τρόπο μπορούμε να προετοιμαστούμε για την εξέταση του μαθήματος, πέρα από την παπαγαλία. Ο καθήγητης, φυσικά, έμεινε έκπληκτος, αλλά δε θυμάμαι τι απάντησε, δεν έχει σημασία, στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που μετράει δεν είναι η απάντηση, ούτε καν η ίδια η ερώτηση, αλλά το γεγονός ότι έγινε.
Η αποστήθιση παρότι, συχνά, δημιουργεί φοιτητές που υστερούν σε κριτική σκέψη, δεν είναι ολόκληρο το πρόβλημα, άλλα μέρος του. Στα ελληνικά πανεπιστήμια, ειδικότερα στις θεωρητικές επιστήμες, ένας φοιτητής μπορεί να εμφανίζεται στα έδρανα με την ίδια συχνότητα που η Λίβερπουλ παίρνει πρωταθλήματα και να περάσει, με ευκολία το μάθημα, αρκεί να είχε διαβάσει λίγες μέρες πριν. Δεν είναι δα τόσο δύσκολο, αν ένα μάθημα δεν έχει κάποιες συμπληρωματικές εργασίες, δεν απαιτεί κάποια έρευνα, κάποια πραγματική ενασχόληση με το αντικείμενο, αλλά απλά την ανάγνωση 100 σελίδων, τότε πως θα πείσεις έναν νέο που όλη του τη ζωή εστιάζει απλά στον βαθμό, να δείξει πραγματικά ενδιαφέρον; Πόσοι από εμάς αυτές τις μέρες ακουμπάμε, για πρώτη φορά, βιβλία από μαθήματα που δεν θυμόμαστε καν με σιγουριά το μάθημα του διδάσκοντός τους; Πόσα μαθήματα όντως γουστάρουμε και πόσα θα ξεχάσουμε αμέσως, μόλις, με λίγη τύχη, τα περάσουμε;
Ξέρω ότι ο τίτλος του άρθρου υποδηλώνει πως οι τελικές εξετάσεις είναι μάταιες, αλλά δε κάνω λόγο για την κατάργησή τους. Μπορεί να μην είναι ένα ιδανικό σύστημα, αλλά είναι απαραίτητες, άλλωστε, όλα τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου το χρησιμόποιουν. Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι όλα τα άλλα τα στοιχεία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που καθιστούν σχετικές μόνο αυτές τις τωρινές δύο εβδομάδες και τα αποτελέσματά τους.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά μένει μόνιμα στην Αθήνα. Είναι τριτοετής φοιτητής Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και πιο συγκεκριμένα στον χώρο τον media, ενώ στον ελεύθερο του χρόνο, ασχολείται με την τέχνη και την άθληση.