Του Διονύσιου Κουσκουλή,
Ο Βασίλειος χάρης στις πρόσφατες κατακτήσεις στη Θράκη και και στη Μακεδονία μπορεί να εισβάλλει στο Βουλγαρικό Κράτος, καθώς οι περιοχές αυτές μέσω Αίμου και Ροδόπης οδηγούσαν στην καρδιά της βουλγαρικής αντίστασης. Οι εναπομείνασες εστίες της βουλγαρικής αντίστασης είναι η Πελαγονία, η Παιονία, η Δαρδανία, η Ορεστίς, η Ήπειρος και η Ιλλυρία. Ο Βασίλειος, λοιπόν, διεξάγει νέα εκστρατεία το 1006-1007 και τελικά καταφέρνει το 1009 να υπερισχύσει έναντι των βουλγαρικών δυνάμεων στη Κράτοβο (σημερινή Τόπλιτζα). Για τα γεγονότα μέχρι το 1014 δεν διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες. Πάντως, το 1014 ο Βασίλειος διεξάγει μία ακόμη εκστρατεία. Ο λόγος αυτής της εκστρατείας δεν ήταν μόνο η κατάληψη εχθρικών θέσεων και αποδυνάμωση του Σαμουήλ. Με την εκστρατεία αυτή ο Βασίλειος επιθυμούσε να καταστήσει το στρατό του πιο αξιόμαχο, να καταλάβει κτήσεις του εχθρού, προκειμένου μέσω της λαφυραγωγίας να ικανοποιήσει τις ανάγκες του στρατού του και να επιδείξει τις ηγετικές και στρατιωτικές του ικανότητες. Επίσης, επεδίωκε την εξασφάλιση πολιτικής και στρατιωτικής σταθερότητας μέσω των τακτικών επιχειρήσεων, ώστε να αποφευχθούν πιθανές δολοπλοκίες μέσα στους κόλπους της στρατιωτικής ηγεσίας εις βάρος του. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας καταλαμβάνει εχθρικά φρούρια, όπως το Μαντζούκι, που βρισκόταν κοντά στην Στρώμνιτσα, τη Πρίλαπο, το Στυπείο και τα Βιτώλια. Τέλος, παραδίδονται και οι υπόλοιπες πόλεις της Πελαγονίας με αποτέλεσμα οι εναπομείνασες θέσεις του Σαμουήλ να είναι η Καστοριά, η Πρέσπα και η Αχρίδα.
Πριν την κατάληψη των προαναφερθέντων βουλγαρικών θέσεων συντελέστηκε μια σπουδαία μάχη στα στενά του Κιμβαλόγγου που καθόρισε την έκβαση του πολέμου από εδώ και στο εξής. Πρόκειται για τη μάχη στο Κλειδί (29/7/1014). Ο Βασίλειος ξεκινά την εκστρατεία του 1014 εισβάλλοντας μέσω Στρυμόνα και Ζαγορίων Ροδόπης σε Κάρα και Μελένικο, δύο θέσεις που είχαν οχυρωθεί καλά από τον Σαμουήλ με αποτέλεσμα να διακοπεί η προέλαση των Βυζαντινών. Τα οχυρά αυτά είχαν κτισθεί σε ορεινές θέσεις καθ’ εντολή του Σαμουήλ, καθηλώνοντας έτσι τα βυζαντινά στρατεύματα που υπέστησαν αρκετές απώλειες χωρίς να καταφέρουν να τα καταλάβουν. Σ’ αυτή τη κρίσιμη στιγμή για τους Βυζαντινούς ο Νικηφόρος Ξιφίας μηχανεύεται σχέδιο για την κατάληψη των θέσεων. Με βάση το στρατήγημα του, ο κύριος όγκος του στρατού θα παρέμενε με τον Βασίλειο, ενώ αυτός με ένα μικρότερο σώμα θα εκτελούσε κυκλωτική κίνηση, ώστε να αιφνιδιάσει τον εχθρό. Το εγχείρημα στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, καθώς οι αιφνιδιασμένοι Βούλγαροι τράπηκαν σε άτακτη φυγή εγκαταλείποντας τις θέσεις τους. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, είναι οι διαστάσεις που είχε λάβει αυτός ο μακρόβιος και αιματηρός πόλεμος. Ο Βασίλειος εις ένδειξη παραδειγματισμού τύφλωσε 14.000 με 15.000 Βουλγάρους αιχμαλώτους, αφήνοντας έναν μονόφθαλμο ανά εκατοντάδα να τους οδηγήσει στη Πρίλαπο, όπου επιδημούσε ο Σαμουήλ. Η αποτρόπαια αυτή πράξη καθρεφτίζει πλήρως το μίσος που έτρεφε η μία πλευρά για την άλλη μετά από 38 χρόνια πολέμου. Βέβαια, η πράξη αυτή αποσκοπούσε στην κάμψη του βουλγαρικού ηθικού και στη αποδυνάμωση της αντίστασης. Πράγματι, με βάση τον Κεδρηνό και τον Σκυλίτζη, ο Σαμουήλ, αφού αντίκρισε τους τυφλωμένους του στρατιώτες, πέθανε απόπληκτος. Πράγματι, Ο θάνατος του Σαμουήλ (6/10/1014) καταρράκωσε το ηθικό των ομοεθνών του. Μετά τη μάχη, ο Βασίλειος κατέκτησε τα προαναφερθέντα φρούρια περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τον πυρήνα της αντίστασης σε ορισμένες περιοχές. Έχοντας καταλάβει και το Μελένικο ο Βασίλειος επιστρέφει στη Μοσυνόπολη, όπου πληροφορείται το θάνατο του Σαμουήλ. Η μόνη συντριπτική ήττα που υπέστη ο βυζαντινός στρατός αυτή τη περίοδο ήταν σφαγή της εμπροσθοφυλακής( υπό τη διοίκηση του Θεοφύλακτου Βοτανειάτη) του Βασιλείου στα στενά της Στρώμνιτσας. Πλέον, το σχέδιο για την προσάρτηση της Βουλγαρίας εισέρχεται στην τελευταία φάση της εφαρμογής του.
Ο θάνατος του Σαμουήλ, όπως επεσημάνθη, έπληξε το ηθικό των Βουλγάρων. Όμως, σύμφωνα με το Χρονικό της Διόκλειας και τον Σκυλίτζη, οι Βούλγαροι αναγόρευσαν τον Γαβριήλ Ραδομίρ ως νέο τσάρο του κράτους. Από την άλλη, Ο Βασίλειος μετά την επιτυχημένη εκστρατεία του 1014 επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη κατά τις αρχές του 1015. Η εξέγερση των Βοδενών όμως, τον αναγκάζει να εκστρατεύσει για μία ακόμη φορά εναντίον των Βουλγάρων. Μετά την παράδοση της πόλης με συνθηκολόγηση ο Βασίλειος διατάζει την ίδρυση δύο φρουρίων, της Καρδιάς και του Αγίου Ηλία, προκείμενου να έχει πλήρη εποπτεία της περιοχής. Οι αλλεπάλληλες νίκες του Βασιλείου αναγκάζουν τον Ραδομίρ να στείλει μήνυμα στον Βασίλειο, μέσα στο οποίο δηλώνει υποταγή. Ο Βασίλειος αντί να δεχτεί, αποφασίζει να συνεχίσει τον πόλεμο γνωρίζοντας ότι η καθυπόταξη της Βουλγαρίας ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. Επόμενος στόχος του Βασιλείου ήταν το φρούριο των Μογλενών και αυτό των Ενωτίων, τα οποία καταλαμβάνονται από τους Νικηφόρο Ξιφία και Κωνσταντίνο Διογένη. Τα Μογλενά, συγκεκριμένα, καταλαμβάνονται με σχέδιο του ίδιου του Βασιλείου. Μετά την κατάκτηση των Μογλενών, ο Βασίλειος πληροφορείται την δολοφονία του Ραδομίρ από τον εξάδελφο του Ιωάννη Βλαδισλάβο, με τον οποίο ο Βασίλειος έρχεται σε διαπραγματεύσεις. Με βάση τον Σκυλίτζη δεν επήλθε συμβιβασμός μεταξύ των δύο ηγεμόνων, ενώ ,σύμφωνα με Schlumberger, κατά τέλη του 1015 ή το 1016 ο Βασίλειος στέλνει χρυσόβουλλο στον Βλαδισλάβο προσφέροντας του τον τίτλο «ανεξάρτητος ηγεμών» με αντάλλαγμα την υποταγή του. Ο Καραγιαννόπουλος υποστηρίζει ότι η μετέπειτα δολοφονία του γαμπρού του Σαμουήλ, Βλαδίμηρου, ηγεμόνα της Διόκλειας και η σύνταξη πολλών Βουλγάρων αρχόντων με τους Βυζαντινούς ανέτρεψαν την συνθήκη. Αντιθέτως, σύμφωνα με τον Schlumberger η άρση του όρκου περί υποταγής από τον Ιωάννη τερματίζει την συνθήκη. Η αναζωπύρωση των συγκρούσεων οδηγεί στην οργάνωση νέας εκστρατείας από τον Βασίλειο, οποίος, αφού λεηλάτησε τις περιοχές Οστροβός, Σωσκός και την κοιλάδα της Πελαγονίας, προελαύνει προς Αχρίδα τυφλώνοντας όσους Βουλγάρους στρατιώτες αιχμαλώτιζε. Το γεγονός αυτό δηλώνει τις διαστάσεις που είχε λάβει ο πόλεμος.
Μετά τις επιτυχίες του ο Βασίλειος επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη και από εκεί στη Μοσυνόπολη. Κατά την επιστροφή του, όμως, διέταξε τους στρατηγούς Νικηφόρο Ξιφία και Δαβίδ Αριανίτη να καταλάβουν τις πόλεις, Τριαδίτζα και Στρούμβιτζα, τις οποίες απέτυχαν να εκπορθήσουν. Όμως, κατόρθωσαν να καταλάβουν τη Θερμίτζα και τη Βοιώ. Το καλοκαίρι του 1016 ο Βασίλειος διεξήγαγε νέα εκστρατεία με στόχο το οχυρό, Πέρνικος, το οποίο αποτυγχάνει να καταλάβει μετά από τρίμηνη πολιορκία, και τελικά επέστρεψε στη Μοσυνόπολη. Νέα εκστρατεία οργάνωσε ο Βασίλειος το 1017 στοχεύοντας το φρούριο του Λογγού ή Λογγά που βρισκόταν βορειοανατολικά της Καστοριάς. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας στέλνει τους στρατηγούς Δαβίδ Αριανίτη και Κωνσταντίνο Διογένη να δηώσουν την πεδιάδα της Πελαγονίας και να καταστείλουν τις τελευταίες εστίες αντίστασης. Οι στρατηγοί πετυχαίνουν νίκες και τελικά ο Λογγάς παραδίδεται. Επόμενος στόχος ήταν η Καστοριά, κατά την προέλαση της οποίας ο Βασίλειος ενημερώνεται σχετικά με την σύναψη συμμαχίας μεταξύ Ιωάννη και Πετσενέγων. Στόχος των συμμάχων ήταν η εισβολή σε βυζαντινό έδαφος μέσω της γραμμής Τριαδίτζης και Φιλιππούπολης. Ο Βασίλειος στο διάγγελμα αυτής της είδησης εκστράτευσε εκ νέου εναντίον των εχθρών. Κατά την προέλαση του κατέλαβε και πυρπόλησε τα Βοσό-γραδα. Στη συνέχεια δήωσε τις περιοχές του Οστροβού και του Μολισκού. Τελικά, οι Πετσενέγοι αρνήθηκαν να συνδράμουν τον Ιωάννη, γεγονός που ενθαρρύνει τον Βασίλειο να συνεχίσει την εκστρατεία κατακτώντας την Σεταίνη. Τέλος, αφού έστειλε εναντίον του Ιωάννη τον Κωνσταντίνο Διογένη, επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη (9/1/1018).
Το έτος 1018 ήταν καθοριστικό για την έκβαση του πολέμου, καθώς ο Ιωάννης Βλαδισλάβος σε απόπειρα του για ανακατάληψη του Δυρραχίου σκοτώνεται ( πιθανώς δολοφονείται από κάποιο ομοεθνή του που ήθελε να εκδικηθεί το θάνατο του Ραδομίρ). Χάρη στο θάνατο του η ηγεσία Βουλγάρων ήταν ακέφαλη, εξωθώντας τους τελευταίους ανυπότακτους Βουλγάρους σε παράδοση. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εκστρατείας του Βασιλείου παραδίδονται ο διοικητής της Καστοριάς, Κρακράς και 35 άλλοι διοικητές φρουρίων. Έπειτα, ο Βασίλειος από την Στρώμνιτσα περιόδευσε σε όλα τα κατακτηθέντα φρούρια. Στην Αχρίδα παραδόθηκαν τα μέλη της τσαρικής οικογένειας μαζί με κάποιους άλλους ευγενείς . Από εκεί ο Βασίλειος συνέχισε την περιοδεία του, φθάνοντας τελικά στην Αθήνα, όπου προσκύνησε στο ναό του Παρθενώνα και στη συνέχεια επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Πριν φθάσει, όμως, στην Αθήνα κατέστειλε μία ακόμη εστία αντίστασης που είχε οργανωθεί από τον ανυπότακτο Βούλγαρο ονόματι Ιβάτζη. Τελικά, ο Ιβάτζης αιχμαλωτίζεται από τον Ευστάθιο Δαφνομήλη. Αργότερα, παραδόθηκε και ο Νικολιτζάς. Τέλος, ο Βασίλειος με την βοήθεια του Κωνσταντίνου Διογένη κατέστειλε εξέγερση σε Δυρράχιο, Δαλματία και Σερβία υποκινούμενη από Σέρβους ηγεμόνες που αναγνώρισαν την επικυριαρχία του Βασιλείου. Η μόνη εξαίρεση ήταν ο βούλγαρος διοικητής του Σιρμίου, Σέρμων, ο οποίος δολοφονήθηκε από τον Διογένη. Έτσι λοιπόν, τερματίζεται ο μακροχρόνιος αυτός πόλεμος και ξεκινά η περίοδος κατοχής στη Βουλγαρία μέχρι το 1086.
Ζει στην Θεσσαλονίκη, όπου σπουδάζει Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Γνωρίζει άριστα αγγλικά και γερμανικά, ενώ έχει συμμετάσχει σε μία σειρά προγραμμάτων, σεμιναρίων και επιστημονικών συνεδρίων. Στον ελεύθερο του χρόνο, ασχολείται με την μουσική.