Της Ιωάννας Σερέτη,
Σε προηγούμενο άρθρο μου (30.09.2018) αναφέρθηκα στις βασικές έννοιες και τη σημασία του θεσμού της Τιτλοποίησης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων (στο εξής ΤΕΑ) ως μιας μορφής χρηματοδότησης των μεγάλων κυρίως εταιρειών. Στην Ελλάδα, ο θεσμός της ΤΕΑ, παρότι άρχισε μόλις τις τελευταίες δύο δεκαετίες να χρησιμοποιείται ενεργά, έχει πλέον μετατραπεί σε δημοφιλές θέμα συζήτησης με αφορμή την εφαρμογή των διατάξεων περί τιτλοποίησης σε πλείονες μεταβιβάσεις επιχειρηματικών απαιτήσεων από τα τραπεζικά ιδρύματα της χώρας. Στο ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο, η ΤΕΑ ρυθμίζεται κυρίως από το άρθρο 10 του ν.3156/2003.
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου ως τιτλοποίηση απαιτήσεων καλείται «η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α)από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β)από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων».
Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι:
1) ο ν. 3156/2003 δεν εφαρμόζεται σε συνθετικές ΤΕΑ (synthetic securitization) στις οποίες δεν υπάρχει πραγματική μεταβίβαση απαιτήσεων, αλλά πραγματοποιείται μόνο μια μεταβίβαση του πιστωτικού κινδύνου μέσω πιστωτικών παραγώγων,
2) η μεταβίβαση των απαιτήσεων από τον μεταβιβάζοντα προς τον αποκτώντα γίνεται μόνο με πώληση (βλ. α.10 παρ.6 του ν.3156 και α.513 επ. ΑΚ),
3) η διάθεση των ομολογιών περιορίζεται μόνο στη μεταβίβαση με ιδιωτική τοποθέτηση, ήτοι στη διάθεσή τους σε περιορισμένο κύκλο προσώπων που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα (150), μη επιτρεπόμενης της δημόσιας προσφοράς τους και
4) η εξόφληση των ομολογιών που εκδίδονται πραγματοποιείται μόνο με έναν από τους δύο ως άνω τρόπους. Από την άλλη μεριά, η εξόφληση του τιμήματος της πώλησης συνηθίζεται στην ελληνική πρακτική να εξοφλείται από το προϊόν διάθεσης στο ευρύ κοινό ομολογιών, στο πλαίσιο του ομολογιακού δανείου που εκδίδει η λήπτρια εταιρεία για το σκοπό αυτό.
Στην ΤΕΑ, μεταβιβάζων, βάσει της παρ. 2, μπορεί να είναι όχι μόνο τραπεζικό ή χρηματοοικονομικό ίδρυμα αλλά και έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή την αλλοδαπή, εφόσον όμως υπάρχει εγκατάσταση αυτού και στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, αποκτών μπορεί να είναι μόνο Εταιρεία Ειδικού Σκοπού (στο εξής ΕΕΣ) που αν εδρεύει στην Ελλάδα παίρνει υποχρεωτικά τη μορφή Ανώνυμης Εταιρείας, η οποία πλέον από 1/1/2019 ρυθμίζεται από τον νέο ν. 4548/2018 για την «αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών», και έχει αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους. Οι μετοχές της ΕΕΣ είναι υποχρεωτικά ονομαστικές. Εκδότης των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών (δηλ. η ΕΕΣ) και η ελάχιστη ονομαστική αξία είναι εκατό χιλιάδες ευρώ (100.000€)/ομολογία (α.10 παρ.5 του ν.3156/2003). Είναι, λοιπόν, εμφανές πως μια τέτοια μορφή χρηματοδότησης είναι εξ΄ ορισμού προσβάσιμη μόνο σε επενδυτές με μεγάλη οικονομική δύναμη και παρουσία.
Περαιτέρω, οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου, ακόμα και καταναλωτών (βλ. στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια ή οφειλές από πιστωτικές κάρτες), υφιστάμενες ή μελλοντικές, αλλά και απαιτήσεις υπό αίρεση. Η μεταβίβαση λαμβάνει χώρα, ως ελέχθη, με πώληση των απαιτήσεων από τον μεταβιβάζοντα προς την ΕΕΣ, ωστόσο αυτή παράγει έννομα αποτελέσματα μετά την ολοκλήρωση της καταχώρισης των στοιχείων που προβλέπει ο νόμος στα δημόσια βιβλία. Έτσι, η ΕΕΣ αποκτά κυριότητα στις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις αφού λάβει χώρα η καταχώριση της περίληψης που περιέχει όλα τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης μεταβίβασης βάσει του α.3 του Ν.2844/2000. Έναντι των τρίτων, όμως, η μεταβίβαση αντιτάσσεται μόνο μετά την έγγραφη αναγγελία της μεταβίβασης η οποία πραγματοποιείται με την καταχώρισή της στα δημόσια βιβλία (α.10 παρ.9 και 10 του ν.3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου που καθορίστηκε με την 161337/2003 αποφ. Υπ. Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος. Δικαιολογητικός λόγος της δημοσιότητας είναι η προστασία των καλόπιστων τρίτων, οφειλετών ή μη, και επομένως πριν από τις αναγκαίες και εκ νόμου προβλεπόμενες καταχωρίσεις, δεν αποκτώνται δικαιώματα έναντι τρίτων, ενώ παράλληλα το δικονομικό βάρος αποδείξεως αυτών στα οικεία βιβλία φέρει ο μεταβιβάζων ή η ΕΕΣ που θα προβεί στην αναγγελία (βλ. σχετικώς ΕφΠειρ 655/2005). Με την καταχώριση στο δημόσιο βιβλίο ή αρχείο βάσει του ν.2844/2000 και με σχετική μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους επέρχεται και η μεταβίβαση τυχόν εξασφαλίσεων από τον μεταβιβάζοντα προς την ΕΕΣ (βλ. σχετικώς ΕφΔυτΜακ 63/2013).
Κομβικής σημασίας γεγονός στην ΤΕΑ είναι η προστασία του προϊόντος των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων από την περιουσία του διαχειριστή ή του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται. Ο Έλληνας νομοθέτης μερίμνησε για το σκοπό αυτό, αφενός διατάζοντας το προϊόν των ΤΕΑ να κατατίθεται υποχρεωτικά σε χωριστή έντοκη κατάθεση σε τραπεζικό ίδρυμα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (στο εξής ΕΟΧ), στο οποίο υφίσταται επιπλέον και νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και λοιπών δικαιούχων από της καταχωρίσεως στο δημόσιο βιβλίο (βλ. ανωτέρω), και αφετέρου, προστατεύοντας εξ’ ολοκλήρου τις χρηματοροές της ΕΕΣ από τους δανειστές του διαχειριστή και τυχόν επιβολή οποιουδήποτε συλλογικού μέτρου ικανοποίησης από τους πιστωτές του (α.10 παρ.13,15,18 του ν.3156/2003).
Να σημειωθεί εδώ, ότι ο νόμος δίνει τη δυνατότητα η είσπραξη και η διαχείριση των εργασιών της ΕΕΣ να γίνεται και από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα εκτός Ελλάδας, από τον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή από τρίτο με έγγραφη σύμβαση μεταξύ αυτού και της ΕΕΣ, εφόσον όμως ο τρίτος είτε ήταν εγγυητής των εν λόγω απαιτήσεων είτε είχε αναλάβει τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν από τη μεταβίβασή τους στην ΕΕΣ. Επιπλέον, αν η ΕΕΣ δεν εδρεύει στην Ελλάδα, αλλά οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στον ελλαδικό χώρο, η ανωτέρω δυνατότητα μετατρέπεται σε δέσμευση εκ νόμου για την ΕΕΣ, η οποία πρέπει να ορίσει για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου της υποχρεωτικώς πρόσωπο με εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης της διαχείρισης, ο υποκατάστατος διαχειριστής ευθύνεται εις ολόκληρο με τον διαχειριστή (α.10 παρ.14 του ν.3156/2003).
Με σκοπό να γίνει αντιληπτή η πρακτική σημασία της ΤΕΑ, παραθέτω μια γενική περιγραφή του ρόλου μεταβιβάζοντος-αποκτώντος και του τρόπου λειτουργίας του θεσμού.
Ζητούμενο από την πλευρά των τραπεζών: η διαγραφή των μη εξυπηρετούμενων δανείων από το χαρτοφυλάκιό τους και άμεση είσπραξη τιμήματος με σκοπό α) να αποδεσμεύσουν κεφάλαια για παροχή νέας χρηματοδότησης προς το κοινό και β) την εναρμόνισή τους με το θεσμικό εποπτικό πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ για την επάρκεια κεφαλαίων, που ουσιαστικά απαιτεί να έχουν οι τράπεζες τόσα κεφαλαιακά αποθέματα όσος και ο κίνδυνος στον οποίο εκτίθενται.
Ζητούμενο από την πλευρά της ΕΕΣ: να αποκτήσει τις απαιτήσεις σε χαμηλή τιμή με μοναδικό σκοπό να εκδώσει ομολογίες τις οποίες θα αγοράσει το ευρύ επενδυτικό κοινό. Από τις χρηματοροές του χαρτοφυλακίου θα πληρώνονται οι επενδυτές και τα όποια έξοδα της ΕΕΣ. Η πώληση θα εξασφαλίσει την απαιτούμενη ανεξαρτησία του χαρτοφυλακίου της ΕΕΣ και οι περαιτέρω δυνατότητες για μεταβίβαση των όποιων ασφαλειών είχαν οι απαιτήσεις αλλά και των ευνοϊκών καθεστώτων φορολογίας και κατάταξης που εξασφαλίζει ο νόμος θα αυξήσουν την αγοραστική του αξία.
Αποτέλεσμα: Φαινομενικά και μεταβιβάζων και αποκτών είναι κερδισμένοι από τη συμφωνία, αφού πετυχαίνουν τους στόχους τους.
Τελική παρατήρηση: η αδυναμία του οφειλέτη να εναντιωθεί σε μια πώληση των οφειλών του σε ένα ξένο και απρόσωπο επενδυτικό κοινό, που στην πλειοψηφία του απαρτίζεται από ξένα funds ανά την υφήλιο. Αυτό ενδεχομένως να έχει αρνητικές συνέπειες για αυτόν αφού η αποξένωση του fund από την ελληνική πραγματικότητα δεν επιτρέπει τον επηρεασμό του από κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις του τόπου. Έτσι, οι οφειλέτες χάνουν τη δυνατότητα να κάνουν χρήση τυχόν ευνοϊκών κρατικών ρυθμίσεων, που θα τους εξασφάλιζαν συμφερότερους όρους αποπληρωμής.
Πηγές
– Α. Κουλορίδας, Η τιτλοποίηση απαιτήσεων ως μηχανισμός διαχείρισης και αναχρηματοδότησης επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων (ΔΕΕ, 8-9/2017, 1018)
– Αιτιολογική έκθεση του ν. 3156/2003 από www.hellenicparliament.gr
– Ελληνική εταιρεία τραπεζικού δικαίου & δικαίου της κεφαλαιαγοράς, Ενιαία εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα – τιτλοποίηση απαιτήσεων, Πρακτικά 1ου ετήσιου συνεδρίου 2005
– Αποφάσεις: ΕφΔυτΜακ63/2013, ΕφΠειρ 655/2005, ΜΠρΑθ 6310/2015
Έχει γεννηθεί στην Καλαμάτα αλλά ζει μόνιμα στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη της νομικής σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ). Από το 2016 απασχολείται σε δικηγορική εταιρεία της Αθήνας. Πρόσφατα ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Διεθνές Τραπεζικό και Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο στο University College London (UCL) του Λονδίνου. Στον ελεύθερό της χρόνο ταξιδεύει, αθλείται και συμμετέχει ενεργά σε εθελοντικές δράσεις στην πόλη της Αθήνας.