12.8 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορία«Μπορεί μία Δημοκρατία να οδηγήσει στον ολοκληρωτισμό;» Η «δύση» της Δημοκρατίας της...

«Μπορεί μία Δημοκρατία να οδηγήσει στον ολοκληρωτισμό;» Η «δύση» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (Β΄ Μέρος)

Του Πελοπίδα – Παναγιώτη Κουλούρη,

Στην τελική ευθεία προς την καταστροφή…

Μετά, λοιπόν, από το θάνατο του σπουδαίου, αυτού, πολιτικού, Streseman, η γερμανική κυβέρνηση, που βασιζόταν στη συνύπαρξη του Κέντρου και των Σοσιαλδημοκρατών, έπαψε να υφίσταται, λόγω των οικονομικών πιέσεων, που δεχόταν η οικονομία, μετά το 1929. Από τη μία, οι σοσιαλδημοκράτες απαιτούσαν αύξηση των επιδομάτων και από την άλλη το Λαϊκό Κόμμα, που ταυτιζόταν, ολοένα και περισσότερο, με τους εργοδότες, αντιδρούσε. Έτσι, το Μάρτιο του 1930, η κυβέρνηση Μüller παραιτήθηκε. Αυτό, σήμαινε το τέλος της κυβερνητικής συνύπαρξης κεντρώων και σοσιαλιστών, η οποία αποτελούσε τη βάση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Από το σημείο αυτό και ύστερα, ξεκίνησε μία μετακίνηση των εξουσιών από το Κοινοβούλιο και τα πολιτικά κόμματα προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος αποκτούσε, ολοένα και περισσότερες εξουσίες, καθώς και το στρατό τη γραφειοκρατία, τα οικονομικά συμφέροντα, βιομηχανικά και αγροτικά, τα οποία, λόγω της οικονομικής κρίσης, αναγκάζονταν να εμπλακούν πιο ενεργά στις πολιτικές διεργασίες. Η μεταστροφή αυτή, οδήγησε στην παρακμή του Κοινοβουλίου και τη διαμόρφωση εκείνων των συνθηκών για την κατάλυση της Δημοκρατίας από τους Ναζί, τον Ιανουάριου του 1933.

Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Müller, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Paul von Hindenburg ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον πρόεδρο του καθολικού κεντρώου κόμματος. Το πρόγραμμα του Heinrich Brüning στόχευε στην προστατευτική οικονομική πολιτική, με την επιβολή δασμών στα αγροτικά προϊόντα καθώς και πολιτική λιτότητας με περικοπές στις κρατικές δαπάνες, προς τέρψιν των συντηρητικών. Η πολιτική αυτή προκάλεσε αντιδράσεις όχι μόνο στους κόλπους των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, όπως αναμενόταν, αλλά αντέδρασαν και οι εξτρεμιστές της Δεξιάς, με τους ναζί να προχωρούν σε διαδηλώσεις και πράξεις βίας, με σκοπό να δείξουν, πως η Γερμανία ήταν ακυβέρνητη. Λόγω της απουσίας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για το πρόγραμμα του Brüning, αυτός απείλησε με την εφαρμογή του άρθρου 48 του Συντάγματος (βλ. Α΄ Μέρος). Στις 16 Ιουλίου του 1930, μετά την καταψήφιση της κυβέρνησης από το Κοινοβούλιο, ο Brüning επικαλέστηκε το άρθρο 48, αλλά, λόγω των αντιδράσεων, αναγκάστηκε να διαλύσει τη Βουλή και να κηρύξει εκλογές για το Σεπτέμβριο.

Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου 1930 ισοδυναμούσαν με το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης

Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1930 ισοδυναμούσαν με το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, καθώς οι Ναζί από 800.000 ψήφους έλαβαν 6.5 εκατομμύρια και η εκπροσώπησή τους στο Κοινοβούλιο από 12 έδρες σε 107. Οι σοσιαλιστές, αν και με λιγότερες ψήφους, παρέμειναν η πρώτη δύναμη στη Βουλή με 143 έδρες (έναντι 153 εδρών από τις εκλογές του 1928), ενώ οι κομμουνιστές αύξησαν τη δύναμή τούς από 54 σε 77 έδρες. Οι μεγάλοι χαμένοι αυτών των εκλογών, ήταν τα κεντρώα κόμματα. Η περιθωριοποίηση των κεντρώων κομμάτων οδήγησε σε μία πόλωση μεταξύ των σοσιαλιστών – κομμουνιστών και των ναζί. Λόγω της κάθετης διάστασης των κομμάτων της αριστεράς και των αστικών κομμάτων σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής, η άνοδος των ναζί, το 1930, τους καθιστούσε υπολογίσιμη δύναμη, που αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση. Την περίοδο αυτή, μάλιστα, παρατηρείται ακόμα περισσότερο η υποχώρηση του Κοινοβουλίου από την πολιτική ζωή της χώρας, (ενδεικτικά: το 1930 συνήλθε 94 μέρες, αλλά το 1932 μόλις 13, το 1930 ψηφίστηκαν 98 νομοσχέδια, ενώ το 1932 μόλις 5). Φυσικά, λόγω αυτής της υποχώρησης, τα προεδρικά διατάγματα από 4 το 1930, το 1932 ήταν 66.

Οι ναζί διευκολύνθηκαν τόσο από την πολιτική της κυβέρνησης Brüning, που παρέμεινε στην εξουσία ως το Μάιο του 1932, χωρίς να διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όσο και από τις διαφωνίες μεταξύ των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών. Η πολιτική του Brüning εξυπηρετούσε τους στόχους του Χίτλερ, καθώς ναι μεν ακολουθούσε σκληρή οικονομική πολιτική, αυξάνοντας την ανεργία και τις κοινωνικές αναταραχές, στην εξωτερική πολιτική ακολουθούσε μία πιο δυναμική τακτική με την προσπάθεια αποποίησης των πολεμικών αποζημιώσεων και το σχέδιο για τελωνιακή ένωση με την Αυστρία. Η κυβέρνηση Brüning ακολουθώντας αυτή την αντιλαϊκή πολιτική στο εσωτερικό και μία μη «επιθετική» τακτική στην εξωτερική πολιτική ενίσχυε τους ισχυρισμούς των ναζί για ενδοτισμό της κυβέρνησης. Εκτός, όμως, από την κυβέρνηση, και οι συγκρούσεις κομμουνιστών και σοσιαλιστών ενίσχυσαν το έργο του Χίτλερ, καθώς μία πιθανή συμμαχία μεταξύ τούς, θα μπορούσε να αναχαιτίσει την άνοδο των ναζί στην εξουσία.

Το Μάρτιο του 1932, διενεργήθηκαν προεδρικές εκλογές και σε αυτές παρά την ήταν του Χίτλερ από τον Hindenburg, το 36,8%, που συγκέντρωσε ο Χίτλερ αποδείκνυε τη δυναμική τού στο εκλογικό σώμα. Το Μάιο, ο Πρόεδρος απομάκρυνε τον Brüning και τη θέση του πήρε ο von Papen, ενώ κήρυξε εκλογές για τον Ιούλιο του 1932. Σε αυτές τις εκλογές οι Ναζί από 6.5εκ. ψήφους έλαβαν 13.5εκ και από 107 έδρες έλαβαν 230. Οι σοσιαλιστές από 143 έλαβαν 133 έδρες, ενώ οι κομμουνιστές από 77 έλαβαν 89 έδρες. Ο Χίτλερ διακήρυττε, πως δε θα ανεχόταν στον von Papen στην καγκελαρία, ενώ οι συντηρητικοί, θέλοντας να κατευνάσουν τον Χίτλερ πρότειναν να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση κάποιοι εθνικοσοσιαλιστές, αρνούμενοι, όμως, το βασικό τού αίτημα για εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον ίδιο. Βέβαια, δεδομένης της πλειοψηφίας, που διέθεταν στο Κοινοβούλιο οι πολέμιοι της Δημοκρατίας (ναζί και κομμουνιστές), που συγκέντρωναν μαζί 319 έδρες, η ανατροπή της Δημοκρατίας ήταν θέμα χρόνου.

Τέλος, η πορεία προς την καταστροφή ολοκληρώθηκε με τις εκλογές του Νοέμβριο του 1932, στις οποίες, μειώθηκαν τα ποσοστά των ναζί δείχνοντας πόσο ευμετάβλητο ήταν το εκλογικό σώμα και για τον ίδιο τον Χίτλερ, το «μήνυμα» αυτών των εκλογών ήταν, πως δεν μπορούσε να περιμένει άλλο για την κατάληψη της εξουσίας, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα έχανε σημαντικό μέρος των οπαδών του. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο von Papen συμφώνησε να σχηματίσει κυβέρνηση υπό την καγκελαρία του Χίτλερ και με τη συμμετοχή, μόνο, δύο ναζί υπουργών, των Göring και Frick. Στις 30 Ιανουαρίου του 1933, ο Χίτλερ ορκιζόταν καγκελάριος και άνοιγε μία νέα σελίδα στην ιστορία της Γερμανίας, η οποία σελίδα άφησε πίσω της στρατόπεδα συγκέντρωσης, το Ολοκαύτωμα 6 εκατομμυρίων Εβραίων, κρεματόρια και ανθρώπους, που δεν ξέχασαν ποτέ τι σήμαινε Εθνικοσοσιαλισμός.


ΠΗΓΕΣ

– Πάνος Τσακαλογιάννης, Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία – Από τη Βαστίλλη στον 21ο αιώνα, Τόμος Β, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ.

– F. – G. DREYFUS, ROLAND MARX, RAYMOND POIDE VIN, General History of Europe, Τόμος ΣΤ, Εκδόσεις Παπαζήση


Πελοπίδας-Παναγιώτης Κουλούρης

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996. Το 2014 ξεκίνησε τις σπουδές του, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου αποφοιτώντας το 2018. Τον Οκτώβριο ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Νεαπόλεως Πάφου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα "Νεότερη και Σύγχρονη Ευρωπαϊκή και Ελληνική Ιστορία". Στο OffLine Post αρθρογραφεί για τις κατηγορίες Πολιτικού και Ιστορίας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ