Της Άννας Κανάκη
”Σκέψεις πάνω στον επιθανάτιο υλικό ευδαιμονισμό”
Κοιτάζοντας ο εκτιμητής αντικών Γκρέγκορυ Σόλομον τα έπιπλα του πελάτη του, Βικ , του λέει: «Κανείς δεν πρόκειται να τα αγοράσει αυτά. Δεν τα βλέπεις; Αυτά τα έπιπλα δεν θα σπάσουν ποτέ! Να, κοίτα αυτό το τραπέζι. Ο άντρας που θα το πάρει ξέρει ότι θα μείνει για πάντα με τη γυναίκα που παντρεύτηκε, ο γάμος του δεν θα σπάσει ποτέ! Αλλά σήμερα η μόδα είναι το «μιας χρήσης». Αγοράζεις πράγματα που ξέρεις πως θα χαλάσουν. Μάλιστα, ακριβώς το ότι θα χαλάσει γρήγορα, του δίνει μεγαλύτερη αξία! Κάποτε αισθανόσουν στενοχώρια, πήγαινες στην Εκκλησία, άλλαζες παραστάσεις. Σήμερα νιώθεις στενοχώρια, πας για ψώνια!» (*)
Ο Άρθουρ Μίλλερ εδώ βάζει στο στόμα του γέρου αντικέρ ένα σχόλιο για την υλιστική μας κοινωνία τόσο καυστικό όσο λίγα. Κι αυτό, όχι γιατί υπονοεί ότι είμαστε θύματα του υπερκαταναλωτισμού μας –αυτό το λέει μάλιστα ξεκάθαρα- αλλά ότι είμαστε τόσο αφοσιωμένοι στο καταναλωτικό μοντέλο που αντιμετωπίζουμε τους γύρω μας σαν πράγματα: εφήμερες σχέσεις, διάφορες δουλειές, μόνο ένα πράγμα μένει σταθερό να περπατά στη γραμμή του μέσα και παράλληλα από όλα τα άλλα: ο εαυτός μας. Αλλά δεν είναι ούτε έτσι.
Είμαστε παιδιά του θανάτου. Παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα μιας γενιάς που χόρτασε πολύ και άδικο θάνατο. Και μαζί μ’ αυτόν, ένα γερό πλήγμα σε ιδανικά και αξίες. Δεν έχουν πια οι άνθρωποι να αντιμετωπίσουν τον ξαφνικό θάνατο που συγκεντρώνει την τρομαγμένη οικογένεια σε έναν πυρήνα για να τον «ξορκίσει», αλλά ούτε το «θάνατο τιμής» στο πεδίο της μάχης. Τα πεδία της μάχης έγιναν πεδία όπου κείτονται αδικοχαμένοι από εμφυλίους, στρατιωτικές επεμβάσεις, πολιτικούς πολέμους που διαρκούν χρόνια, οδηγώντας χιλιάδες χιλιάδων στο δρόμο της προσφυγιάς. Σε τέτοιους θανάτους δεν υπάρχει καμία τιμή.
Τα μέσα επικοινωνίας μεταδίδουν τις εικόνες φρίκης. Οι θεατές τις παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα. Κάθε μέρα περισσότερες. Η ενστικτώδης, ανθρώπινη ανάγκη για βοήθεια του συνανθρώπου ουρλιάζει μέσα τους να σηκωθούν από την πολυθρόνα, να φύγουν, με μια βαλίτσα στο χέρι, μακριά από την (υποτιθέμενη;) ειρήνη και την ασφάλεια της πατρίδας τους, με κατεύθυνση τα μέρη όπου ο ανθρώπινος πόνος περισσεύει. Κι όμως, μένουν παγωμένοι στη θέση τους. Την επόμενη μέρα, οι ίδιες σκηνές φρίκης. Την μεθεπόμενη, το ίδιο. Μέχρι που τελικά παραιτείται ο άνθρωπος από την αγωνία για τον άλλον, «σκληραίνει» τον εαυτό του, επαναπαύεται στη βολή του σπιτιού του. Αλλά και πάλι δεν είναι καλά.
Στη βολή του σπιτιού, ο χρόνος περνάει αλλιώς. Ένα πεντάχρονο παιδί στην Υεμένη πεθαίνει, γιατί το σωματάκι του έχει να τραφεί μερικές βδομάδες, αλλά ένας εξηνταπεντάχρονος στην Ελλάδα έχει μπροστά του μια τριακονταετία. Αλλά κάποια στιγμή θέλει κι αυτός να πεθάνει. Έχει χορτάσει από μια ζωή όπου του δόθηκαν όλα, μα ο ίδιος δεν κράτησε τίποτα. Έχει κουραστεί. Όχι στα εξηνταπέντε του, μα ίσως στα ογδονταπέντε του ή και στα εκατόν πέντε του. Οι γύρω του το βλέπουν. Έχει ήδη ζήσει υπερβολικά.
Και τελικά συμβιβαζόμαστε με το θάνατο και με το δόγμα «όλα είναι φθαρτά και παροδικά και τίποτα δεν μένει». Γι’ αυτό ας ζήσω τη ζωή με ό,τι φθαρτό και παροδικό μου έχει δώσει. Ας το ξεζουμίσω μέχρι αχρησίας. Κι ας είναι η στιγμή της αχρησίας γρήγορη, για να πάω παρακάτω. Αφού είναι η ζωή παροδική, γιατί να μην είναι εξάλλου οι χαρές της, τα έπιπλά μου, οι γειτονιές μου, τα ενδιαφέροντά μου, οι δουλειές μου, οι φίλοι μου, η σχέση με τον/την σύζυγό μου, η σχέση με τους γονείς μου; Αλλάζουν όλα γύρω μου. Εγώ μένω σταθερός. Μένω; Όχι. Αλλάζω και εγώ. Μου αρέσει να αλλάζω. Μεταμορφώνομαι. Και κάποια στιγμή γίνομαι στάχτη. Αλλά δεν είμαι φοίνικας.
Αγαπητέ κύριε Γκρέγκορυ Σόλομον, δεν είναι ο καταναλωτισμός που μας οδήγησε εδώ. Ο καταναλωτισμός είναι απόρροιά του, ένας απλός ενδείκτης για την φύση αυτή του ανθρώπου, που ενθουσιάζεται με το παροδικό και το αγοραστό, γιατί αυτό μπορεί να το ελέγξει (ή έτσι νομίζει). Το μόνιμο το ελέγχει μόνο τη στιγμή που το κατασκευάζει. Από τη στιγμή αυτή και μετά, αποκτά το δικό του ρόλο, το δικό του σκοπό και διαγράφει τη δική του πορεία.
Ο θάνατος είναι ένα ακόμα πράγμα που δεν μπορεί να ελέγξει. Εδώ όμως υπάρχει μια τεράστια αγεφύρωτη διαφορά από τα άλλα πράγματα: το θάνατο ο άνθρωπος ποτέ δεν μπόρεσε να τον ελέγξει. Το ξέρει καλά πως είναι καταδικασμένος να χάνει αυτή τη μάχη. Κάθε φορά. Ώσπου τελικά αποφασίζει να πάει με τα νερά του. Του θανάτου. Να συμβιβαστεί μαζί του. Να κάνει το δόγμα του λάβαρο. “όλα είναι παροδικά”. Ακούγεται λίγο σαν διαφημιστικό σποτάκι; Μάλλον είναι. Γιατί σαν όλα τα σποτάκια συμπυκνώνει μέσα του ένα πελώριο νόημα, ξεχνώντας έξω ένα εξίσου πελώριο.
Το σποτάκι είναι κατασκεύασμα. Η ζωή είναι στη φύση. Ο θάνατος είναι στη φύση. Τη φύση δεν την πολεμάς με κόλπα, δεν μπορείς να ψευτο-συμβιβαστείς μαζί της. Ο άνθρωπος είναι φύση. Είναι μέρος της φύσης, μέρος της ζωής και μέρος του θανάτου. Άρα ο άνθρωπος δεν ελέγχει το θάνατο, ελέγχει όμως το παροδικό τραπέζι και την παροδική σχέση. Αν πει πως το τραπέζι ή η σχέση είναι παροδικά όπως ο θάνατος είναι παροδικός, έχει κερδίσει όλο το παιχνίδι. Το παιχνίδι με το θάνατο; Όχι βέβαια, το παιχνίδι με το φόβο. Με τον εξαρχής εχθρό του.
(*) Απόσπασμα από το έργο του Άρθουρ Μίλλερ, «Το τίμημα»
Είναι 19 ετών και είναι δευτεροετής φοιτήτρια του τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Γνωρίζει αγγλικά,γερμανικά και γαλλικά και έχει συμμετάσχει σε πληθώρα φοιτητικών προσομοιώσεων και σεμιναρίων.