Του Πάνου Ιορδανίδη,
Ποτέ δεν αντιλήφθηκα την ουσία μιας «στρατηγικής επιλογής» εξόδου από διεθνείς και περιφερειακούς θεσμούς. Ειδικά από τη στιγμή που δεν υπάρχει διαφορετικός προσανατολισμός συστράτευσης, αλλά ούτε και τίθεται –ακόμα- το ζητούμενο σημαντικής εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας των κρατών. Ακόμα και στο πιο ισχυρό παγκόσμιο σώμα, στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η βούληση των ισχυρότερων κρατών μετατρέπει τις αποφάσεις σε ουσιαστικές δεσμεύσεις.
Οπότε, το μόνο που μένει είναι να τοποθετήσουμε την ροπή των γεγονότων στη πραγματική της διάσταση, που δεν είναι άλλη από τις εκάστοτε στοχεύσεις προσώπων ή πολιτικών οντοτήτων. Η περίπτωση του Brexit σαφέστατα δεν αποτελεί εξαίρεση.
Το οριακό αποτέλεσμα της 23ης Ιουνίου 2016 σόκαρε τον κόσμο και βύθισε τη Μεγάλη Βρετανία σε ένα πολιτικό χάος. Για την ΕΕ όμως, θα μπορούσε να αποτελέσει η αφορμή για μια περισσότερο στοχευμένη και αποτελεσματική ενοποιητική εμβάθυνση. Μια πραγματική στρατηγική επιλογή όπου θα θωράκιζε την Ένωση για να αντιμετωπίσει συλλογικά τις –κυρίως- εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις που αναδύονταν.
Παρόλο που αυτό επιδίωξε ο γαλλο-γερμανικός πόλος, στην πράξη δεν έχουμε ακόμα απτά αποτελέσματα. Τουναντίον, το ευρωσκεπτικιστικό μέτωπο, με επίδοξο αρχηγό την Ιταλία πλέον, επιδιώκει να περιπλέξει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Στο θέμα του Brexit πάντως, η συλλογική βούληση των κρατών-μελών ήταν αποτελεσματική και παρήγαγε μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία για «μαλακό Brexit», την οποία το βρετανικό κοινοβούλιο δεν επικύρωσε.
432 ψήφοι κατά και 203 υπέρ της συμφωνίας όπου θα καθόριζε το καθεστώς Λονδίνου-Βρυξελλών μετά τις 29 Μαρτίου. Ενώ ο κίνδυνος του «άτακτου Brexit» αρχίζει να επιβεβαιώνεται, η βρετανική κυβέρνηση θα συνεχίσει ως έχει την πορεία της αφού βγήκε και από τη δύνη των τριγμών της ψήφου εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου. Σίγουρα τα σύννεφα στον ορίζοντα επισκιάζουν μια θετική πορεία, όμως κανένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη δεν θα συνέφερε μια δυσμενή εξέλιξη και οι προσπάθειες για εξεύρεση λύσης θα συνεχιστούν.
Τα τελευταία δυόμιση χρόνια, οι αναλύσεις για το πώς η Μεγάλη Βρετανία έφτασε σε αυτό το σημείο είναι πολυάριθμες. Όσες όμως κοινωνικές αναλύσεις κι αν κάνουμε για το χάσμα των αστικών και των αγροτικών πληθυσμών, οικονομικές για τις δευτερογενείς επιπτώσεις της παγκοσμιοποιήσης, πολιτικές για την άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη, κατά τη γνώμη μου, το φαινόμενο Brexit έχει δύο ονοματεπώνυμα: Ντέιβιντ Κάμερον και Τερέζα Μέι.
Οι σχέσεις μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και εξωτερικής πολιτικής, και κατ’ επέκταση επιρροής στη διαμόρφωση του διεθνούς περιβάλλοντος, μπορούν να εξεταστούν από διάφορες οπτικές. Μπορούμε να δούμε τους ηγέτες ως σημαντικές μεταβλητές στην εξίσωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη διασύνδεση ψυχολογίας-πολιτικής επιστήμης για να σκιαγραφήσουμε προφίλ ή μπορούμε να λάβουμε υπόψιν μας τα ιστορικά δεδομένα που «στενεύουν» τα περιθώρια ανάλυσης του συγκεκριμένου τομέα.
Στην περίπτωση του Brexit τα πράγματα ίσως να είναι λιγότερα περίπλοκα. Το σημείο όπου ο λαός του Ηνωμένου Βασιλείου αποφασίζει να αποχωρήσει από την ΕΕ, επήλθε, διαχειρίστηκε, μετεξελίχθηκε και θα γνωρίσει έκβαση μέσα από την αλαζονεία και τις ιδιαίτερες πολιτικές στοχεύσεις των ηγετών του.
Το 2015, ο Ντέιβιντ Κάμερον, μετά από 2 επιτυχημένες εκστρατείες δημοψηφισμάτων (Εναλλακτική Ψήφος, Ανεξαρτησία της Σκωτίας), επανεκλέγεται με αυτοδυναμία υποσχόμενος το περιβόητο δημοψήφισμα εξόδου από την ΕΕ. Οι φιλοδοξίες του συντηρητικού ηγέτη είχαν να κάνουν με την πεποίθηση ότι ακόμα ένα επιτυχημένο δημοψήφισμα θα τον έκανε πανίσχυρο στο εσωτερικό του και θα ενίσχυε τη θέση της Μεγάλης Βρετανίας εντός ΕΕ. Όμως. υποτίμησε οικτρά το ρεύμα των καιρών και έριξε τη χώρα στη δύνη της αβεβαιότητας και της πολιτικής αστάθειας που πασχίζει να βγει σήμερα.
Η Τερέζα Μέι στη συνέχεια, το 2017, ζήτησε εκ νέου εκλογές για να ισχυροποιήσει την εντολή διαπραγμάτευσης για μια καλή συμφωνία μετά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουν οι Συντηρητικοί την αυτοδυναμία τους στο βρετανικό κοινοβούλιο και η διαπραγματευτική θέση του Λονδίνου να γνωρίσει την κατιούσα. Η διαχείριση του Brexit από την Βρετανίδα πρωθυπουργό, έχει φέρει τη χώρα δυόμιση μήνες πριν την επικείμενη έξοδο χωρίς συμφωνία και το κόμμα της σε βαθύτατο διχασμό.
Αυτό που βλέπουμε να συντελείται τις τελευταίες μέρες με το Brexit δεν είναι παρά το αποτέλεσμα δύο κομβικών και λανθασμένων αποφάσεων της βρετανικής πολιτικής ηγεσίας. Και οι δύο αποφάσεις παρμένες στη βάση του «πως μπορώ να γίνω ισχυρότερος» μη λαμβάνοντας υπόψιν τις πραγματικές συνισταμένες και τα δεδομένα. Ένα «ωραίο» παράδειγμα για το τον ρόλο των πολιτικών ηγεσιών στη διαμόρφωση του διεθνούς περιβάλλοντος μέσα από εθνικές επιλογές και στοχεύσεις.
Απόφοιτος του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Είναι λάτρης της διεθνούς πολιτικής τόσο σαν ακαδημαϊκό, όσο και σαν δημοσιογραφικό αντικείμενο. Έχει ασκηθεί σε πολιτικές διευθύνσεις του ΥΠΕΞ και δραστηριοποιείται ενεργά στον χώρο του εθελοντισμού σε ΜΚΟ, ακαδημαϊκά συνέδρια και εκπαιδευτικές προσομοιώσεις.