Του Δημήτρη Τόλια,
Το πολυαναμενόμενο διαζύγιο των δύο κομμάτων της Κυβέρνησης λαμβάνει χώρα στις 13 Ιανουαρίου 2019. O Αλέξης Τσίπρας «κούνησε» το μαντίλι στον Πάνο Καμμένο, καθώς δεν τελεσφόρησε η πρωινή τους συνάντηση. Το μαντίλι αυτό σηκώνει σκόνη, φέρνει εξελίξεις. Η σκόνη αυτή μπορεί να φέρει πρόωρες εκλογές ίσως και σε ένα μήνα, πολύ πιθανό δε να φέρει μια κεντροαριστερή μονοκομματική Κυβέρνηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες προέβησαν σε μια συνεργασία το 2015, η οποία είναι αδύνατον να εξηγηθεί με ιδεολογικούς όρους. Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονάμε ότι διακύβευμα των εκλογικών αναμετρήσεων από το 2009 μέχρι το 2015 δεν ήταν τόσο ο ιδεολογικός προσανατολισμός την επομένη των εκλογών, αλλά η οικονομική διαχείριση της κρίσης και σε δευτερεύοντα ρόλο η πάταξη του διαπλεκόμενου συστήματος της μεταπολίτευσης.
Κοινός στόχος για τον Αλέξη Τσίπρα και τον Πάνο Καμμένο ήταν η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια και η ενίσχυση των ασθενέστερων που επλήγησαν από την κρίση. Η κυβέρνηση που συγκροτήθηκε γι’ αυτό το σκοπό ισοδυναμεί με τη σύμπραξη των δύο αντιμνημονιακών κομμάτων κάθε πλευράς του άξονα αριστεράς-δεξιάς.
Η κυβέρνηση ολοκλήρωσε σχεδόν το οικονομικό της έργο, αφού έβγαλε την Ελλάδα από τα μνημόνια την 21η Αυγούστου, μείωσε την ανεργία από το 27% το 2013 στο 19% σήμερα ενώ ενίσχυσε οικονομικά ευπαθείς ομάδες της κοινωνίας (π.χ. Κοινωνικό μέρισμα). Βέβαια, έχουν εξαγγελθεί και άλλα «θετικά», για την κοινωνία μέτρα, όπως αναφέρει ο Πρωθυπουργός, τα οποία θα κατατεθούν προς ψήφιση στη Βουλή τον επόμενο μήνα.
Ωστόσο, τώρα που η διακύβευση μνημόνιο-αντιμνημόνιο, που έκρινε τις εκλογές από το 2009 και μετά, πλέον δεν υφίσταται καθώς δεν υπάρχει μνημόνιο, αναδεικνύονται στην επιφάνεια οι ιδεολογικές διαφορές. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα της αριστεράς, το οποίο επιθυμεί να ανοιχτεί στον χώρο της προοδευτικής κεντροαριστεράς, ενώ οι ΑΝΕΛ είναι ένα κόμμα δεξιό, το οποίο επιχειρεί να συγκεντρώσει το, δυσαρεστημένο με την ΝΔ, δεξιό ακροατήριο. Οι ΑΝΕΛ σε νομοσχέδια που έφερνε ο ΣΥΡΙΖΑ και διαφωνούσαν ιδεολογικά (Εξορθολογισμός σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας ή σε ζητήματα που αφορούσαν την ΛΟΑΤ κοινότητα) δεν υπερψήφιζαν στην Βουλή. Το ζήτημα της συμφωνίας των Πρεσπών ήταν ωστόσο μείζονος σημασίας για τον Πάνο Καμμένο, ο οποίος αποφάσισε να αποχωρήσει από την κυβέρνηση με το κόμμα του και να μην δώσει ψήφο εμπιστοσύνης. Όσο βαδίζουμε προς τις εκλογές έχει ενδιαφέρον να αναλύσουμε το αποτέλεσμα στην επίδραση που έχουν προεκλογικά οι κινήσεις του Πάνου Καμμένου.
Αρχικά, ο Πάνος Καμμένος όπως είχε δεσμευθεί έπραξε σύμφωνα με τα πιστεύω του και επιχειρεί να ρίξει την Κυβέρνηση, προκειμένου να μην περάσει η συμφωνία των Πρεσπών. Με τον τρόπο αυτό, παρουσιάζεται ως μία εκ των δύο δυνάμεων του κοινοβουλίου (η Ένωση Κεντρώων, η άλλη) που τάσσεται κατά της χρήσης του όρου «Μακεδονία» για την ονομασία της Π.Γ.Δ.Μ. Έτσι, πιθανόν να αποκτήσει οπαδούς στα δεξιά, οι οποίοι δεν εμπιστεύονται την ΝΔ για την διαχείριση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Από την άλλη, μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε αναζήτηση ψήφων στη Βουλή. Η λογική λέει ότι 4 βουλευτές των ΑΝΕΛ (Β.Κόκκαλης, Θ. Παπαχριστόπουλος, Κ. Ζουράρις, Ε. Κουντουρά), η ανεξάρτητη βουλευτής Κ. Παπακώστα, όπως φημολογείται ο Σ.Δανέλλης από το ΠΟΤΑΜΙ και οι 145 του ΣΥΡΙΖΑ δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης (151) στην πρώτη μονοκομματική κυβέρνηση μετά το 2009. Πιθανόν να υπάρχουν και απόντες από την διαδικασία βουλευτές, συνεπώς ο αριθμός βουλευτών που απαιτείται για την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης να είναι μικρότερος σύμφωνα με το Άρθρο 84, παράγραφος 6 του Συντάγματος.
Με τον τρόπο αυτό, ο Αλέξης Τσίπρας θα έχει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει ένα μεγαλύτερο άνοιγμα προς την προοδευτική Κεντροαριστερά, την οποία επιθυμεί να εκπροσωπήσει μετά τον ανασχηματισμό που θα πραγματοποιηθεί, εφόσον φυσικά πάρει ψήφο εμπιστοσύνης.
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στον Ωρωπό Αττικής. Είναι προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ έχει φοιτήσει και για ένα έτος στο ίδιο τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι λάτρης της πολιτικής ιστορικής ανάλυσης και έρευνας. Ασχολείται με την ανίχνευση της διαδικασίας διάδοσης και τις επιδράσεις των πολιτικών ιδεών στην κοινωνία τόσο στο παρελθόν όσο και φυσικά στο σήμερα.