Του Θεοχάρη Χατζημανώλη,
Τον Οκτώβριο του 1858 γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη ένας άνθρωπος που έμελλε να αλλάξει την πολιτική και την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής οριστικά και να επαναπροσανατολίσει τον χαρακτήρα της Αμερικής, βάζοντας τα θεμέλια για τον σύγχρονο πρακτικό βίο του κράτους. Το όνομά του ήταν Θίοντορ Ρούσβελτ.
Μεγάλωσε γαλουχημένος από μία κοινωνία διαποτισμένη με τους γνωσιολογικούς παλμούς των βιομηχανικών καινοτομιών και την φιλοσοφία του ατομικισμού στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Υπήρξε φυσιοδίφης και αγάπησε τις θετικές επιστήμες, μολονότι διέκοψε τις σπουδές του στο αντικείμενο, για να συνεχίσει με την σπουδή της νομικής στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Αρνήθηκε τον παραλογισμό της σχολής του φυσικού δικαίου, ασπαζόμενος μία καινοτομία στην κοινωνικοπολιτική αντίληψη πολλών μορφωμένων ανθρώπων της εποχής, τον «Χεγκελικό Δαρβινισμό»*. Ακροβατούσε ιδεολογικά στο μεταίχμιο του κοινωνικού δαρβινισμού (πέφτοντας ενίοτε στην φιλοσοφική παγίδα κατά την οποία φυσιοκρατικά ταυτίζεται το δέον με το είναι) και του θετικισμού, θεραπεύοντας την ηθική, την δικαιοσύνη και την ορθότητα ως προαγγέλους του παρεμβατισμού και τοποθετώντας την αρετή και όχι την φυσική αγνότητα και αυτορρύθμιση ως πυξίδα του κοινωνικοπολιτικού του βίου. Αξιομνημόνευτο είναι πως πάντοτε μεριμνούσε για την φυσική του κατάσταση και φρόντιζε να διατηρείται ρωμαλέος.
Έχοντας ήδη αναπτύξει δημόσιο προφίλ και δραστήρια ενασχόληση με την πολιτική στις ΗΠΑ, ο Ρούσβελτ κατά το ξέσπασμα του ισπανοαμερικανικού πολέμου το 1898 οργάνωσε τους «Rough Riders», ένα σώμα ιππικού που απαρτίζονταν από εθελοντές Αμερικανούς. Με αυτό συμμετείχαν στις πολεμικές δράσεις στην Κούβα επιδεικνύοντας ανδρεία και πατριωτική αρετή σε κάθε μάχη. Επέστρεψε ως ήρωας στην Νέα Υόρκη και την ίδια χρονιά εξελέγη κυβερνήτης της πολιτείας με το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων.
Το 1901 μετά τον ξαφνικό θάνατο του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Γκάρετ Χόμπαρτ την θέση ανέλαβε ο Ρούσβελτ από τον Μάρτιο έως τον Σεπτέμβριο. Μετά την δολοφονία του τότε προέδρου του κράτους Ουίλλιαμ ΜακΚίνλεϊ από αναρχικό πολωνικής καταγωγής, ο Ρούσβελτ ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου σε ηλικία μόλις 42 ετών, γεγονός που τον καθιστά τον νεότερο πρόεδρο των ΗΠΑ έως σήμερα. Στις εκλογές του 1904, κέρδισε τον πολιτικό του αντίπαλο με το 56% των ψηφοφόρων και με 336 εκλέκτορες.
Κατά την προεδρική του δράση (1901-1909), ο Ρούσβελτ αντιτέθηκε στην ανορθολογική διαμόρφωση των μονοπωλίων και την ασύμμετρη συσσώρευση των κεφαλαίων όχι με τρόπο όμως σοσιαλιστικό, αλλά θα λέγαμε συναισθανόμενος τα πραγματιστικά κελεύσματα των καιρών. Το 1902 πάταξε οριστικά μία τεράστια απεργία των ανθρακωρύχων που απειλούσε τις προμήθειες θέρμανσης πολλών Αμερικανών. Απείλησε ότι θα καταλάβει με το στράτευμα τα ορυχεία και θα καταστήσει τους στρατιώτες ανθρακωρύχους. Η απεργία έπαυσε και οι εργάτες έλαβαν αύξηση μισθών τάξεως 10% και μείωση στις ώρες εργασίας από 10 σε 9, ενώ οι ιδιοκτήτες απαλλάχτηκαν από την υποχρέωση πλέον να διαπραγματεύονται με το εργατικό συνδικάτο. Το 1903 και το 1906 πέρασε πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, για να έλεγξει τα μονοπώλια στην κατασκευή και τον έλεγχο του σιδηροδρομικού δικτύου με αυξημένη κατά τόπους φορολογία.
Στο ίδιο κλίμα του περιορισμού των μονοπωλίων είναι και η αποκάλυψη της υπόθεσης του συνεταιρικού ομίλου «Beef Trust» το 1902. Οι έξι αυτές εταιρίες που τον αποτελούσαν ήλεγχαν τουλάχιστον την μισή παραγωγή βοδινού κρέατος και επιχειρούσαν να ελέγξουν τις τιμές μεταξύ τους με αντιανταγωνιστικές συμφωνίες, ώστε να παγιώσουν και να επεκτείνουν την επιρροή τους στην αγορά και να αυξήσουν τα συγκριτικά κέρδη τους, χρησιμοποιώντας μία σωρεία νομικών ασαφειών. Η υπόθεση έφτασε στο ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ, το οποίο όρισε πως η κυβέρνηση θα είχε πλέον το δικαίωμα να παρεμβαίνει στην πολιτική των μεγάλων μονοπωλίων αν αυτά έχουν άμεση επίπτωση στο εμπόριο.
Προέβη σε θέσπιση νόμων με σημείο αναφοράς την «ορθότητα» στον ενεργό προοδευτισμό, η οποία ενίοτε παρεμβάλλονταν σε συνήθεις ατασθαλίες των αμιγώς κερδοσκοπικών επιχειρήσεων του καθεστώτος του “laissez-faire”. Το 1906 θέσπισε νόμους για την αξιολόγηση της ποιότητας των φαρμάκων και των τροφίμων, απαγορεύοντας κατ’ουσίαν την πώληση των εν λόγω προϊόντων αν αυτά είχαν κακή ποιότητα ή έφεραν παραπλανητική σήμανση. Εξύψωσε ακόμα, την προστασία του περιβαλλοντολογικού πλούτου των ΗΠΑ σε υπόθεση εθνικής σημασίας δημιουργώντας εθνικά πάρκα, δάση και προστατευμένους βιότοπους.
Ως προς την εξωτερική πολιτική του, ο Ρούσβελτ χαρακτηρίζεται θερμός ιμπεριαλιστής, αλλά κατά έναν διπλωματικό τρόπο, μία αυστηρά ηθική επιταγή που προσδιόριζε την επεκτατική πολιτική των ΗΠΑ και τα όριά της. Η πολιτική του καθορίστηκε από την φράση του «Speak softly and carry a big stick» που ερμηνεύεται ως «να μιλάμε ευγενικά, να διαπραγματευόμαστε ήσυχα και να περιμένουμε έτοιμοι και οπλισμένοι» και διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως νέο-ιμπεριαλισμό. Κατά την προεδρία του υποστήριξε την επανάσταση του Παναμά, βοηθώντας το αίτημα των επαναστατών κατά της Κολομβίας. Αμέσως εξασφάλισε την διάνοιξη της διώρυγας του Παναμά και τον έλεγχο της από τις ΗΠΑ, ασφαλώς ένα από τα μεγαλύτερά του κατορθώματα στην διεθνή γεωπολιτική σκηνή.
Προς επίρρωση του δόγματος Μονρόε, κατά το οποίο οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεμπορούσαν να παρεμβαίνουν στα κράτη της αμερικανικής ηπείρου, ο Ρούσβελτ ζητούσε διαρκώς επεξηγήσεις για την όποια φαινομενικά διεισδυτική πράξη στα πράγματα της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής από την Ευρώπη. Επιβεβαίωσε την παρουσία των ΗΠΑ ως προστάτη της αμερικανικής ηπείρου καθιστώντας τες αρμόδιες να παρεμβαίνουν στο πολιτικό γίγνεσθαι κρατών της Αμερικής (ιδίως της Καραϊβικής- λ.χ. στην Κούβα) εάν η συνοχή τους απειλείται η διαπράττονται ανεξέλεγκτες ατασθαλίες, εγκαινιάζοντας ουσιαστικά αυτό το διπλωματικό μόρφωμα ιμπεριαλισμού. Η δράση του αυτή, ασφαλώς, έπρεπε να έχει και μιλιταριστικό αντίκρισμα. Μέσα στα χρόνια της διακυβέρνησης του ο πολεμικός στόλος των ΗΠΑ αναδείχθηκε από πεντηκοστό σε τρίτο μεγαλύτερο παγκοσμίως.
Σε γενικές γραμμές, η πολιτική του Ρούσβελτ μπορεί να χαρακτηριστεί ηθικά ανορθωτική σε επίπεδο κράτους και κεφαλαιούχων, με άξονα δράσης την ευημερία και την εύρυθμη λειτουργικότητα των πολιτών. Οι βασικοί στόχοι του Ρούσβελτ ήταν τρεις: διατήρηση των φυσικών πόρων, έλεγχος των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων και προστασία των καταναλωτών. Ο προοδευτισμός του, που εκφράστηκε πολιτικά, νομικά και οικονομικά έχει ως σημείο αναφοράς την κανονιστική παρέμβαση του κράτους στις επιχειρήσεις, χωρίς όμως αυτό να αποκτά ρόλο πατρόνου, αλλά μάλλον ρόλο εγγυητή.
Ο Ρούσβελτ κατέβηκε σε εκλογές και δεύτερη φορά ως υποψήφιος πρόεδρος το 1912 όπου ηττήθηκε από τον Γούντροου Ουίλσον. Ήταν ο πρώτος Αμερικανός που κέρδισε Νόμπελ Ειρήνης, λόγω της ειρηνευτικής του διπλωματίας στον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο (1904-1905). Υπήρξε εξαιρετικός ιστορικός ερευνητής, συγγραφέας, κυνηγός και εξερευνητής. Ήταν ο πρόεδρος που θεμελίωσε την παράδοση της σύγχρονης αμερικανικής πολιτικής.
* μία αντίληψη όμως, που προσφέρει ιδεολογικό έρεισμα για πολιτικές πράξεις που αποβλέπουν σε επικράτηση των πολιτισμένων και ηθικοκοινωνικά «ανώτερων αγγλοσαξόνων» έναντι των πρωτόγονων ιθαγενών Αμερικανών – πολιτική που στήριξε ρητορικά ο Ρούσβελτ.
Βιβλιογραφικές παραπομπές:
– Paul M. Rego, American Ideal Theodore Roosevelt’s Search for American Individualism(Lexington Books, 2009)
– Joshua David Hawley, Theodore Roosevelt Preacher of Righteousness (Yale University Press,2008)
– ALISON TURNBULL KELLEY, GREAT AMERICAN PRESIDENTS THEODORE ROOSEVELT (Chelsea House Publishers, 2004)
Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας το 1999. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Στα ενδιαφέροντα και τις δράσεις που αναπτύσσει συμπεριλαμβάνονται θεματικές ενότητες πολιτικής, ιστορίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας και κριτικής της τέχνης. Συμμετέχει σε πολιτικές προσομοιώσεις, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες και ασχολείται από την παιδική του ηλικία με το θέατρο. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά. Στο OffLine Post γράφει ιστορικά θέματα.