Της Ζωής Παπακυρίτση,
Στην σύγχρονη, και όχι μόνο, ιστορία, η ανθρωπότητα έχει έρθει αντιμέτωπη με πολυποίκιλα και δυσεπίλυτα προβλήματα. Καθημερινά γινόμαστε αποδέκτες ειδήσεων σχετικά με κάθε μικρή ή μεγάλη κρίση που ανακύπτει σε ένα μέρος του πλανήτη ακόμη και χιλιόμετρα μακριά από το μέρος που βρισκόμαστε αλλά που να είναι ταυτοχρόνως ικανή να επηρεάσει την πορεία ολόκληρης της ιστορίας. Χωρίς αμφιβολία τίποτα ή έστω πολλά δεν θα ήταν ίδια σήμερα αν το 2011 ο Κιμ Γιονγκ Ουν δεν είχε ανέβει στην εξουσία. Ένα από τα πιο επικίνδυνα και απειλητικά πυρηνικά προγράμματα ίσως να μην είχε καν τεθεί σε εφαρμογή στο αινιγματικό κράτος της Βόρειας Κορέας. Η κρίση όμως αυτή που έμελλε να βρίσκεται στο προσκήνιο της επικαιρότητας δεν ξεκίνησε τότε.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η αρχή αυτή τοποθετείται κάπου κοντά στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε και η χώρα της Κορέας διαιρέθηκε σε δύο ζώνες: Τον βορρά που βρισκόταν υπό την κατοχή των Σοβιετικών και τον νότο που κατείχαν οι Αμερικανοί. Και μόνο η κατοχή από δύο μεγάλες και εχθρικές μεταξύ τους δυνάμεις προμήνυε αναταραχή γύρω από το έδαφος της Κορέας. Πράγματι ο ομώνυμος πόλεμος, ο πόλεμος της Κορέας, δεν άργησε να ξεκινήσει. Τα δύο αντιμαχόμενα «μέτωπα» ήταν όπως φαινόταν αναμενόμενο δύο: Βόρεια και Νότια Κορέα άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους.. Η ένταση των μεταξύ τους συγκρούσεων κατέστησε το διάστημα από το 1950 έως το 1953 ,που διήρκεσε ο πόλεμος, την θερμότερη στιγμή του Ψυχρού Πολέμου. Το 1953 ο Πόλεμος της Κορέας έληξε. Έληξε όμως με εκεχειρία και όχι με μία ειρηνευτική συμφωνία, με αποτέλεσμα οι δύο χώρες να συνεχίσουν να βρίσκονται σε καθεστώς πολέμου, άλλοτε με μικρότερη και άλλοτε με μεγαλύτερη ένταση, ενός «πολέμου» που φτάνει μέχρι τις μέρες μας.
Κάπως έτσι, αν θέλουμε να πούμε την ιστορία συνοπτικά, δημιουργήθηκε, εξελίχθηκε και υφίσταται σήμερα το κράτος της Βόρειας Κορέας. Αυτό το κράτος λοιπόν έχει καταφέρει τον τελευταίο καιρό να απασχολήσει και να εμπλέξει σε ένα πολιτικό παιχνίδι όλες τις μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη. Αποτελώντας την τέταρτη μεγαλύτερη ενεργή στρατιωτική δύναμη στον κόσμο και διαθέτοντας τον υψηλότερο αριθμό στρατιωτικού και παραστρατιωτικού προσωπικού σίγουρα η απειλή της δεν μπορεί να κριθεί αμελητέα. Η πρώτη πυρηνική δοκιμή της 9ης Οκτωβρίου του 2006 σηματοδοτεί την αρχή του παγκόσμιου φόβου στο άκουσμα της Βόρειας Κορέας. Οι πυρηνικές δοκιμές που διαδέχονταν η μια την άλλη, οι εκτοξεύσεις απειλών μεταξύ των μεγάλων ηγετών της Αμερικής και της Βόρειας Κορέας, συνοδευόμενες συχνά και από απειλές εκτόξευσης όπλων μαζικής καταστροφής δεν φαίνεται να έδιναν ουσιαστική λύση στο πρόβλημα. Για να είμαστε ειλικρινείς θα μπορούσαμε να πούμε ότι όξυναν την κατάσταση. Συνεπώς υπήρχε πάντοτε μια αιωρούμενη απειλή για την διεθνή κοινότητα, η οποία φαινόταν αδύνατο να λυθεί λαμβάνοντας υπόψη πως το κράτος της Βόρειας Κορέας αποτελεί το πιο μυστικό κλειστό και απρόσιτο κράτος του κόσμου, ακόμη και για το γειτονικό κράτος της Νότιας Κορέας.
Συνάμα με τη στρατιωτική όμως όψη της χώρας αυτής δεν θα πρέπει να λησμονούμε και το ανθρωπιστικό της κομμάτι , που η αλήθεια είναι πως δεν έρχεται ιδιαίτερα στο προσκήνιο. Η διεθνής κοινότητα, ούσα ταραγμένη με την απειλή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος τείνει να αμελεί τέτοιου είδους καταστάσεις που συχνά προκύπτουν ως «άμεσα» θύματα των πολιτικών αντιπαλοτήτων. Ακριβώς ο αποκλεισμός από τον υπόλοιπο πλανήτη, αυτός για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω έχει οδηγήσει πολλούς ανθρώπους στο όριο της φτώχειας και του υποσιτισμού αφού οι κυρώσεις που επιβάλλονται στη Βόρεια Κορέα όχι μόνο δεν μεριμνούν για την κάλυψη των ανθρωπιστικών αναγκών αλλά τις εντείνουν παράλληλα. Ο ναυτικός αποκλεισμός για παράδειγμα των ΗΠΑ στερεί από τους κατοίκους στο εσωτερικό τα απαραίτητα, ενώ ταυτόχρονα αποσπά την προσοχή των εθνικών αρχών από τέτοια προβλήματα, με αποτέλεσμα τα προβλήματα να πολλαπλασιάζονται πιο γρήγορα από όσο θα περίμενε κανείς.
Φτάνουμε λοιπόν στο σήμερα, και για την ακρίβεια λίγο πριν το σήμερα. Στο έτος 2018, το οποίο σίγουρα στο μέλλον θα αποτελέσει εκείνο το έτος- σημείο αναφοράς στην ιστορία της Κορέας. Τον Απρίλη της περασμένης χρονιάς ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις οι δύο ηγέτες της Κορεατικής Χερσονήσου κατέληξαν στην υπογραφή μίας ιστορικής, για τα δεδομένα της μέχρι τώρα πορείας, συμφωνία. Μετά την ιστορική επίσκεψη του Νοτιοκορεάτη ηγέτη στην Πιονγιάνγκ, η οποία είχε πάνω δεκαετία να πραγματοποιηθεί, η συμφωνία της Πιονγιάνγκ, όπως ονομάστηκε, για την Ειρήνη, την Ευημερία και την Ενότητα άνοιξε νέους ορίζοντες για το μέλλον της Κορέας. «Η εποχή της ειρήνης έχει ξεκινήσει», δήλωσε ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας, Μουν Τζε ιν. Έχοντας παράλληλα την επιδοκιμασία του προέδρου Τράμπ, οι δύο ηγέτες κατέληξαν σε μία αμοιβαίως συμφέρουσα συμφωνία. Μερικά από τα κυριότερα σημεία της ήταν η ένωση των σιδηροδρομικών και οδικών δικτύων τους, η εκκένωση 11 φυλακών η καθεμία, οι τακτικές επανασυνδέσεις οικογενειών που τους χώριζε η παραμεθόριος γραμμή αλλά και αποστολή μιας κοινής Ολυμπιακής αποστολής το 2020. Κύριος στόχος βέβαια της παγκόσμιας κοινότητας ήταν να «κλείσει οριστικά» το πεδίο των πυρηνικών δοκιμών, γεγονός που τέθηκε όπως φαίνεται στους σχεδιασμούς της Βόρειας Κορέας.
Τελικά, οι δύο ηγέτες διέσχισαν μαζί αυτή τη συνοριακή γραμμή που χώριζε την Κορέα στη μέση. Το πιο στρατιωτικοποιημένο σύνορο στον κόσμο φαίνεται να αποτελεί παρελθόν. «Ο κόσμος θα δει πως ένα χωρισμένο έθνος, θα διαμορφώσει μόνο του το μέλλον του», δήλωσε ο Κιμ Γιονγκ Ουν. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί από την άλλη να δηλώσει αδιαμφισβήτητα πώς κάθε πρόβλημα έχει επιλυθεί. Μένει να φανεί στην πράξη πως αυτή η συμφωνία θα πάρει σάρκα και οστά προς τον διττό στόχο που τέθηκε: την εξομάλυνση της σκληροπυρηνικής στρατιωτικής πολιτικής και της ανθρώπινης ευημερίας.