Της Εύας Ταταράκη,
Η απόφαση πλαίσιο 1373 ψηφίστηκε ομόφωνα και εκδόθηκε στα πλαίσια του αγώνα του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά της διεθνούς τρομοκρατίας με μια σειρά ψηφισμάτων από τις επιθέσεις που προκλήθηκαν την 11η Σεπτεμβρίου. Επικεντρώνεται σε τομείς χρηματοδότησης, ανταλλαγής πληροφοριών, καθώς και σε μια νέα επιβολή του διεθνούς δικαίου. Σημαντικό γεγονός αποτελεί ότι το ψήφισμα 1373 εγκρίθηκε σύμφωνα με το κεφάλαιο VII του χάρτη των ΗΕ, για «Ενέργειες σε περίπτωση απειλής εναντίον της Ειρήνης, Διαταράξεως της Ειρήνης και Επιθετικών Πράξεων», όπως αναφέρουν τα άρθρα 39 έως 51 , όπου παρέχει στο Συμβούλιο Ασφαλείας ένα ευρύ περιθώριο να επιβάλλει κυρώσεις εναντίον μη συμμορφούμενων κρατών.
Το θεσμικό πλαίσιο ποινικής καταστολής
Αναλυτικότερα, το ψήφισμα 1373 έδωσε ένα σημαντικό κίνητρο αυστηροποίησης του θεσμικού πλαισίου της ποινικής καταστολής σε παγκόσμιο επίπεδο για τις προσπάθειες καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Σύμφωνα με το ψήφισμα 1373, τα κράτη πρέπει να μεριμνούν, ώστε ο νομικός χαρακτήρας των ποινικών αδικημάτων κατά την εσωτερική νομοθεσία και τις εσωτερικές ρυθμίσεις τους, να καθιστά δυνατή, αναλόγως της βαρύτητας του αδικήματος την άσκηση δίωξης και καταστολής των παράνομων δραστηριοτήτων. Όσον αφορά την εφαρμογή της απόφασης πλαίσιο στην Ελλάδα, η θέσπιση του ν.3521/2004 για τον ορισμό των τρομοκρατικών πράξεων αποτέλεσε θα λέγαμε μια από τις πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες μετά τις τρομοκρατικές ενέργειες της 11ης Σεπτεμβρίου. Τα εγκλήματα τρομοκρατίας στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα (εφεξής Π.Κ) αποδίδονται στις διατάξεις των άρθρων 187Α και 187Β όπως τροποποιήθηκαν με τον ν.2928/2001 περί «τροποποίησης διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κ.Π.Δ και άλλες διατάξεις για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματολογικών οργανώσεων». Έπειτα, το άρθρο 1 του ισχύοντα νόμου αντικατέστησε το παλαιό άρθρο 187 του ΠΚ, όπου πλέον αναφέρεται ο τίτλος «εγκληματική οργάνωση». Παράλληλα, οι διατάξεις του άρθρου 187Β για «Μέτρα Επιείκειας» δεν αποτελούν διατάξεις κυρωτικού χαρακτήρα, αλλά γενικών ποινικών κανόνων που έχουν ειδική εφαρμογή σε ορισμένα από τα εγκλήματα του άρθρου 187Α του Π.Κ. Σημαντικό βήμα για την πρόληψη και καταπολέμηση εγκληματικών δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανομένων και των τρομοκρατικών πράξεων αποτέλεσε η κύρωση και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στη Σύμβαση της Βαρσοβίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, σχετικά με τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ο νόμος υπ’αριθμόν 4478/2017 καθιστά την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με ευρωπαϊκούς και διεθνείς κανόνες σχετικά με τη διαδικασία εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, την ενσωμάτωση των Οδηγιών 2012/29/ΕΕ και 2013/48/ΕΕ, καθώς και μια σειρά νέων ρυθμίσεων στον Ποινικό Κώδικα, στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αλλά και σε Ειδικούς Ποινικούς Νόμους. Σε ευρωπαϊκό ακόμα επίπεδο, στις 31 Μαρτίου του 2017 δημοσιεύθηκε στην επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε η νέα Οδηγία 2017/541 (τέθηκε σε ισχύ στις 20/4/2017) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ, καθώς και την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Με την εν λόγω Οδηγία, θεσπίζονται κανόνες, αναφορικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των ποινών στον τομέα των τρομοκρατικών εγκλημάτων, τα εγκλήματα που απορρέουν από δραστηριότητες τρομοκρατικών ομάδων και μέτρα προστασίας, στήριξης και αρωγής των θυμάτων της τρομοκρατίας όπως αναφέρεται ρητά στο άρθρο 1 της Οδηγίας. Έπειτα, στις τελικές διατάξεις του τίτλου VI της οδηγίας και συγκεκριμένα στο άρθρο 28 αναφέρει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενσωματώσουν την Οδηγία στην εθνική τους έννομη τάξη έως τις 8 Σεπτεμβρίου του 2018.
Η έρευνα “Global survey of the implementation of Security Council resolution 1373 by Member States”
Ως εκ τούτου, για την αποτελεσματικότητα του ψηφίσματος 1373, το 2016 η Εκτελεστική Διεύθυνση της Αντιτρομοκρατικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών δημοσίευσε παγκόσμια έρευνα για την εφαρμογή της απόφασης 1373/2001 του Συμβουλίου Ασφαλείας από τα κράτη μέλη (Global Implementation Survey). Στην εν λόγω έρευνα, κάθε κράτος μέλος εντάχθηκε σε μια γεωγραφική υποομάδα (subgroup), όπου αναλύονται οι αναφορές της Αντιτρομοκρατικής Επιτροπής του Συμβουλίου Ασφαλείας (Counter-Terrorism Committee) μετά των επισκέψεών της που πραγματοποιήθηκαν σε περίπου 90 κράτη μέλη του ΟΗΕ.
Η Ελλάδα εντάχθηκε στην γεωγραφική υποομάδα των κρατών που βρίσκονται στον άξονα της Δυτικής Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής (Western European, North American and other states). Οι προκλήσεις αυτής υποομάδας και ιδιαίτερα των κρατών που βρίσκονται στον ευρωπαϊκό χώρο αφορούν την γενική αδυναμία ενσωμάτωσης μιας ενιαίας εθνικής στρατηγικής για την καταπολέμηση της τρομοκρατικής απειλής. Συγκεκριμένα, η έκθεση αναφέρει ότι τα κράτη μέλη αυτής της γεωγραφικής ομάδας δεν έχουν υιοθετήσει μια ολοκληρωμένη αντιτρομοκρατική στρατηγική, καθώς βασίζονται κατά κύριο λόγο στις στρατηγικές που προβλέπονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες είναι αναγκαίο να ευθυγραμμιστούν με την Παγκόσμια Αντιτρομοκρατική Στρατηγική των Ηνωμένων Εθνών. Με άλλα λόγια, καλεί αφενός τα κράτη μέλη να ενσωματώσουν μια στρατηγική, η οποία θα προβλέπει τη συνεργασία με μη κυβερνητικές οντότητες, ώστε να αντιμετωπιστεί η εξάπλωση της τρομοκρατίας, και να υιοθετήσουν αφετέρου, τους αντιτρομοκρατικούς νόμους όπως περιλαμβάνονται στην πρώτη παράγραφο (εδάφιο β ‘) της απόφασης 1373/2001.
Αντί επιλόγου
Το θεσμικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε ενόψει της απόφασης με τη σύσταση επικουρικών οργάνων αντιτρομοκρατικού χαρακτήρα χάραξε μια νέα κοινή πολιτική της διεθνούς κοινότητας, ενώ το Συμβούλιο Ασφαλείας φάνηκε να ανέλαβε οιονεί διοικητικό ρόλο για την εφαρμογή του ψηφίσματος. Ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα, θα μπορούσαν να είναι τα εκτελεστικά προνόμια που αποκτήθηκαν από τα διεθνώς επιβαλλόμενα μέτρα σε εθνικό επίπεδο, τα οποία ισοδυναμούν με εξουσίες έκτακτης ανάγκης δεδομένου της εξάπλωσης των τρομοκρατικών ενεργειών, που διαταράσσουν τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Παρόλα αυτά, η απόφαση αντιμετωπίζει σοβαρά κενά. Το πρόβλημα ορισμού της τρομοκρατίας δυσκολεύει το έργο ανάσχεσης του φαινομένου, καθώς επίσης και η αόριστη λειτουργία του ψηφίσματος, η οποία δεν διαθέτει άμεση εξουσία εκτέλεσης προκαλεί περαιτέρω προβλήματα σε επίπεδο εφαρμογής.