Του Θεοχάρη Χατζημανώλη,
Αν επιχειρούσαμε μία αναδρομή στην ιστορία των κρατών του κόσμου θα δυσκολευόμασταν να ανακαλύψουμε ένα κράτος που να διατήρησε έναν τόσο ιδιαίτερο και ιδιάζοντα χαρακτήρα σε όλες τις εκφάνσεις του βίου του, όσο το έκανε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας (7ος αι. -1797 μΧ) καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορικής της παρουσίας.
Η Βενετία κατά τον 6ο αιώνα τέθηκε υπό βυζαντινή κυριαρχία, αμέσως μετά την ανακατάληψη της ιταλικής χερσονήσου από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Όμως όπως ακριβώς ίσχυε με όλες τις υπόλοιπες πόλεις και οχυρά της Ιταλίας, η βυζαντινή παρουσία ξεκίνησε ήδη μετά από την ανακατάληψη να φθίνει. Τον 7ο αιώνα η Βενετία αναγνωρίστηκε επίσημα από τους βυζαντινούς ως ανεξάρτητη και με αυτό τον τρόπο εγκαινιάστηκε η σύσταση ενός επίσημου πληρεξούσιου πολιτικού μορφώματος με χαρακτήρα εμπορικού κράτους.
Η Θέση της Βενετίας τόσο γεωγραφικά όσο και γεωπολιτικά ήταν εκείνη που διαμόρφωσε την πολιτική της ταυτότητα, την οικονομική της δράση και την πολιτιστική της ανάδειξη. Τοποθετημένη σε μία φυσικά οχυρωμένη τοποθεσία, όπου βόρεια και δυτικά υπήρχαν βάλτοι, ενώ νότια και ανατολικά η Αδριατική θάλασσα, η Βενετία χρησιμοποιήθηκε ως φράγμα στις επιδρομές Ούννων και Λομβαρδών, ούσα αδύνατον να προσεγγιστεί από ξηράς. Η γειτνίασή της με την θάλασσα της προσέφερε πρόσβαση στους εμπορικούς θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου, τους οποίους προοδευτικά κατέκτησε, εφόσον λειτουργούσε ως πρατήριο αγαθών για την κεντρική Ευρώπη.
Η πολιτική της ταυτότητα όμως δεν θα μπορούσε να οριστεί πλήρως, εάν παραλείπονταν το «Γαληνοτάτη». Εγκειμένη ανάμεσα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τα Παπικά Κράτη, η Βενετία επιχείρησε τα πάντα για να διατηρήσει την αυτονομία και την ισορροπία της, επιδεικνύοντας πάντα πολιτική ουδετερότητας. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πρωτοφανές πολιτικό σύστημα άρτιας αμετάβλητης «γαλήνης», στο οποίο όφειλε την σταθερότητα και την ευημερία της.
Το πολίτευμα της Βενετίας είχε κατά τα πρώτα χρόνια αυταρχικό χαρακτήρα, με τους Δόγηδες να λειτουργούν σχεδόν μοναρχικά, μα στην συνέχεια μεταποιήθηκε σε ένα αριστοκρατικό πολίτευμα κατά το οποίο το δίπολο της εξουσίας απαρτίζονταν από τον Δόγη (αιρετό κυβερνήτη, αριστοκρατικής οικογένειας) και το Μεγάλο Συμβούλιο (αποτελούμενο από τις αριστοκρατικές- με περιουσιακά επί το πλείστον κριτήρια- οικογένειες του Ριάλτο). Έτσι εξασφαλίζονταν ελεγχόμενη κρατική εξουσία και πολιτική νηφαλιότητα.
Κατά τα έτη 700-1000 η Βενετία διαμόρφωσε την θρησκευτική της ταυτότητα, μεταφέροντας τη σωρό του Αγίου Μάρκου από την Αλεξάνδρεια, αντιμετώπισε τις απόπειρες εμπλοκής στο πολιτικό της γίγνεσθαι από τις υπερδυνάμεις της εποχής (Φράγκους, Βυζαντινούς, Παπικούς) και αποσπάστηκε πλήρως από τη βυζαντινή σφαίρα επιρροής. Στα πρώτα αυτά χρόνια έδειξε εμπιστοσύνη στην δυναστεία των Καρολιγγείων που την προστάτευαν από τους Λομβαρδούς. Σταδιακά ανέπτυξε ένα ευρύ εμπορικό δίκτυο στην Αδριατική θάλασσα και επεκτάθηκε εδαφικά, καταλαμβάνοντας στρατηγικά εμπορικά σημεία στις δαλματικές ακτές.
Η πραγματική της όμως ακμή λαμβάνει χώρα κατά τον 12ο αιώνα. Στην βυζαντινή αυτοκρατορία οι Βενετοί είχαν ήδη προνόμια από την εποχή του Βασιλείου του δευτέρου «Βουλγαροκτόνου», προνόμια που αυξήθηκαν καθοριστικά κατά την διακυβέρνηση της δυναστείας των Κομνηνών. Η Βενετία άρχισε να εισχωρεί ιμπεριαλιστικά στα οικονομικά πράγματα των βυζαντινών. Παράλληλα μια βασική πηγή εσόδων για τους βενετούς ήταν, πέρα από την μεταφορά αγαθών, η μισθωμένη παραχώρηση πλοίων για στρατιωτικές δράσεις. Τόσο οι Κομνηνοί όσο και οι σταυροφόροι (των οποίων οι Βενετοί υπήρξαν σιωπηροί υποστηρικτές) χρησιμοποιούσαν τα βενετικά πλοία για τις επιχειρήσεις των στόλων τους. Ήταν ο νεόπλουτος αιώνας των βενετών, κατά τον οποίο φάνηκε ο κερδοσκοπικός και εμπορικός χαρακτήρας του κράτους – ακόμα και το κρατικό ταμείο δανειοδοτούσε, ως τραπεζικό ίδρυμα – . Ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν μέθοδοι μαζικής παραγωγής, όμοιες των οποίων δεν εξευρέθηκαν έως και την βιομηχανική επανάσταση, όπως για παράδειγμα η ταχύτατη ναυπηγική διαδικασία (Το ναυπηγείο μπορούσε να κατασκευάζει ένα πλοίο την ημέρα).
Τον 13ο αιώνα με τις συνασπισμένες ενέργειες του δόγη Ενρίκο Ντάντολο και του Πάπα Ιννοκεντίου του Τρίτου περαιώθηκε η Τέταρτη Σταυροφορία (1202-1204), κατά την λήξη της οποίας καταλύθηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία και μοιράστηκε σε σταυροφορικά φέουδα. Η Βενετία κατάφερε να αποσπάσει πολλά νησιά στο Ιόνιο και το Αιγαίο πέλαγος και να καταστήσει αμετάκλητη την παρουσία της στην ανατολική μεσόγειο για τους επόμενους αιώνες. Απέσπασε παράλληλα τεράστια ποσά από το θησαυροφυλάκιο της Κωνσταντινούπολης, μαζί με έργα τέχνης και πολύτιμα αντικείμενα που επηρέασαν την όψη της πόλης και φυσικά την οικονομική της ανάπτυξη. Η προσάρτηση της Κρήτης είχε και αυτή σημειακό ρόλο για την ιστορία, καθώς η Κρήτη τα επόμενα χρόνια λειτούργησε ως ορμητήριο των Βενετών, όχι μόνο γεωστρατηγικά αλλά και πολιτιστικά.
Κατά τα έτη 1256-1381 η Βενετία διεξήγαγε πόλεμους με την δημοκρατία της Γένοβας, το αντίπαλο της δέος. Η Γένοβα είχε και αυτή επεκτατική πολιτική εμπορικού προσανατολισμού, αλλά δεν μπόρεσε να νικήσει την ανερχόμενη υπερδύναμη της Μεσογείου.
Τον 14ο – 15ο αιώνα η Βενετία άρχισε την καθαρή επεκτατική της πολιτική εισχωρώντας στο εσωτερικό της Ιταλίας και κυριεύοντας μικρότερες πόλεις αρχικά και αργότερα μεγαλύτερες όπως η Βιτσέντζα, η Πάντοβα και η Βερόνα. Αυτοί οι αιώνες ήταν που έδωσαν σε αυτές τις πόλεις με πρώτη και κυρίαρχη την Βενετία το περίτεχνο αναγεννησιακό τους στυλ. Η ίδια η πόλη της Βενετίας διογκώθηκε τόσο εδαφικά, στα τριγύρω νησιά, όσο και πολεοδομικά, με σπουδαία και επιβλητικά αρχιτεκτονήματα, ποικίλων τεχνοτροπιών: βυζαντινές ρίζες, στυλ του κουατροτσέντο, βενετικός γοτθικισμός και στυλ πρόδρομοι του μπαρόκ και του νεοκλασικισμού. Όλα αυτά δείχνουν την οικονομική άνθηση της πόλης και γενικότερα της «οικονομικής αυτοκρατορίας». Η άνοδος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην ανατολή όμως, είχε ως αποτέλεσμα αρκετές κρίσιμες συρράξεις.
Στις αρχές του 16ου αιώνα η Βενετία ήρθε σε σύρραξη με την «συμμαχία του Καμπρέ» (Γαλλία, Παπικά Κράτη, Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και Αραγωνία) ως αποτέλεσμα της εδαφικής της επέκτασης στην χερσαία Ιταλία. Εξ’ανατολών η Οθωμανική αυτοκρατορία καταλάμβανε νησί μετά από νησί με πολιορκίες, μειώνοντας την Βενετική παρουσία στο Αιγαίο πέλαγος. Οι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι έδειχναν αμφίρροπες δυναμικές με σημεία αναφοράς την πτώση της Κύπρου στους Οθωμανούς (1570) και τη ναυμαχία της Ναυπάκτου με τη νίκη των Βενετών (1571).
Όμως το εμπορικό προνόμιο της Βενετίας, που της χάριζε οικονομική ζωή ήταν το μονοπώλιο των αγαθών της ανατολής, των οποίων την διακομιδή ήλεγχε η Οθωμανική αυτοκρατορία. Μετά την εποχή των «μεγάλων ανακαλύψεων» οι καρδιά του Θαλάσσιου εμπορίου μετατοπίστηκε στην Δύση, όπου πρωτοστάτησαν νέες ανερχόμενες δυνάμεις, όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία. Η πάλαι νευραλγική θέση της Βενετίας στην καρδιά της Μεσογείου, πλέον ήταν σχεδόν αδιάφορη. Και με την κατάληψη του Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο) το 1669 η κάποια δραστηριότητα της στην ανατολική μεσόγειο σιώπησε.
Τον 16ο -17ο αιώνα η Βενετία δεν ήταν η ναυτική υπερδύναμη που είχε γνωρίσει ο κόσμος κατά τον μεσαίωνα και την αναγέννηση, αλλά παρέμενε ακόμα διπλωματικό κέντρο της Ευρώπης, για αυτό και επιλέγονταν για διπλωματικές και πολιτικές συναντήσεις εκπροσώπων πολλών κρατών, ούσα ταυτόχρονα νησίδα διεθνούς κατασκοπείας. Ήταν φυσικά αυτόνομη και αισθητικά – πολιτιστικά άρτια. Κατά τα χρόνια του Διαφωτισμού γνώρισε για ακόμα μια φορά τεράστια παραγωγή πνευματικού πλούτου. Αλλά οι οικονομικές συγκυρίες δεν επέτρεπαν την εύρυθμη λειτουργία μιας «γαληνότατης εμπορικής res publicae».
Το 1797 η Δημοκρατία στάθηκε ανίκανη να υπερασπιστεί τον εαυτό της και να διατηρήσει την ουδετερότητα και με μία ανίσχυρη πλέον κυβέρνηση αποφάσισε να παραδοθεί στον Ναπολέοντα εν όψει του Γαλλοαυστριακού πολέμου. Η μικρή πόλη των βάλτων που έγινε η λεόντεια ναυτική δύναμη της μεσογείου έχασε το πληρεξούσιο της. Αργότερα πέρασε στους Αυστριακούς για να καταλήξει τελικά στην σύγχρονη Ιταλία. Σήμερα τα πολιτιστικά της μνημεία παραμένουν καλοδιατηρημένα για να μας θυμίζουν την παλιά της αίγλη.
Πηγές
- John Julius Norwich, The Middle Sea: A History of the Mediterranean (Vintage Books, 2006)
- John Julius Norwich, A History of Venice (Penguin Books, 2003)
Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας το 1999. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Στα ενδιαφέροντα και τις δράσεις που αναπτύσσει συμπεριλαμβάνονται θεματικές ενότητες πολιτικής, ιστορίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας και κριτικής της τέχνης. Συμμετέχει σε πολιτικές προσομοιώσεις, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες και ασχολείται από την παιδική του ηλικία με το θέατρο. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά. Στο OffLine Post γράφει ιστορικά θέματα.