Του Θάνου Ι. Κουλουβάκη
Έχουν περάσει μόλις μερικοί μήνες απ’ όταν ο Γιώργος Καπουτζίδης, με αφορμή το τραγούδι του Γιώργου Θωμόπουλου στη σκηνή του «Ελλάδα έχεις ταλέντο», προέβη σε δηλώσεις που – για τα δεδομένα της ελληνικής τηλεόρασης – τάραξαν τα πνεύματα και συζητήθηκαν αρκετά εκ των υστέρων. Τώρα, σε βάθος χρόνου, και εφόσον το γεγονός έχει πλέον απομακρυνθεί από το προσκήνιο της επικαιρότητας, ήρθε η ώρα να αναλύσουμε τόσο τα ειπωμένα όσο και το «φαινόμενο bullying» (τον εκφοβισμό) εν γένει.
Σε πρώτο επίπεδο, έχει ενδιαφέρον να καταγράψω ορισμένα λεγόμενα του ίδιου του Γιώργου Καπουτζίδη – αν και οι περισσότερες και οι περισσότεροι από εμάς θεωρώ πως τα έχουμε ήδη διαβάσει ή ακούσει. Τα όσα θα καταγράψω παρακάτω θα βοηθήσουν προκειμένου να αναλυθεί το ζήτημα του εκφοβισμού και τι διαστάσεις έχει πάρει στην ελληνική κοινωνία. Ενδεικτικά, ο Γιώργος Καπουτζίδης αναφέρει ότι «…έχουμε το bullying (στο μυαλό μας) σαν λεξούλα και δεν το έχουμε αναλύσει ποτέ. Κι έχουμε φτάσει στο σημείο να υπάρχουν γονείς, οι οποίοι ντρέπονται, επειδή το παιδί τους είναι πολύ χοντρό ή επειδή το παιδί τους είναι gay».
Αν αναλύσουμε το γεγονός της ντροπής των γονιών που – εύστοχα – αναφέρεται, θα βρεθούμε μπροστά σε ένα βάλτο κοινωνικών στερεοτύπων και νορμών, τα οποία έχουν γίνει πλέον τόσο οικεία στους ανθρώπους, που οποιοδήποτε άτομο αποκλίνει από αυτά μπαίνει στο περιθώριο, στοχοποιείται και στις περισσότερες των περιπτώσεων εκφοβίζεται. Ο εκφοβισμός αυτός είναι απόρροια του κοινωνικού ρατσισμού που – δυστυχώς – διέπει την κοινωνία και φυσικοποιείται διαρκώς, μέσω των επικρατέστερων προτύπων που αναπαράγονται.
Για να εξηγηθούν όλα όσα αναφέρονται, δεν χρειάζεται τίποτε παραπάνω από την παρατήρηση. Οι άνθρωποι – «πρότυπα» που για χρόνια επικρατούσαν και επικρατούν ακόμη και σήμερα – σε μεγάλο βαθμό – πληρούν ορισμένες προδιαγραφές· έχουν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, συναναστρέφονται ανθρώπους που έχουν όμοια χαρακτηριστικά και αναπαράγουν εξίσου κοινότυπα στερεοτυπικά μοτίβα σκέψης και δράσης.
Έπειτα, ο Γιώργος Καπουτζίδης αναρωτιέται πως είναι δυνατόν οι γονείς των παιδιών που ασκούν bullying να μην ντρέπονται για τις πράξεις των παιδιών τους. Νομίζω η απάντηση είναι προφανής και θεωρώ ότι ο κύριος Καπουτζίδης χρησιμοποιεί αυτή τη ρητορική ερώτηση για να αναδείξει τα όσα λέει εν συνεχεία. Οι γονείς των παιδιών που εκφοβίζουν, ως επί το πλείστον, επιδοκιμάζουν τέτοιου είδους συμπεριφορές εν γένει· έχουν αποδεχτεί τη βία ως μέσο επίλυσης των προσωπικών διαφορών (και όχι μόνο) και ενδεχομένως τη χρησιμοποιούν κι οι ίδιοι στην καθημερινότητά τους. Αναπόφευκτα, συνεπώς, τα παιδιά θεωρούν τον εκφοβισμό θεμιτό και αν μη τι άλλο «φυσιολογικό».
Αυτό που έχει πραγματικό ενδιαφέρον, εν τούτοις, στο λόγο του Γιώργου Καπουτζίδη είναι η αναφορά του στο που μπορεί να φτάσει ο εκφοβισμός. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «…έχουν γίνει δολοφονίες και τις βαπτίζουμε αυτοκτονίες. Έχουν γίνει αυτοκτονίες και τις κρύβουμε και λέμε ότι κάπου γλίστρησε…».
Κύριε Καπουτζίδη, θεωρώ ότι το να μιλάει κάποιο άτομο δημόσια και με τέτοιο τρόπο είναι αξιέπαινο και χρειάζεται θάρρος. Χρειάζεται θάρρος προκειμένου να αποδεχτεί ο οποιοσδήποτε άνθρωπος τον εαυτό του και να είναι σε θέση να κάνει αναφορές σε τόσο λεπτά ζητήματα. Εν τούτοις, η ίδια η πραγματικότητα μας δείχνει ότι δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι. Η βία – που σε αρκετές περιπτώσεις επιφέρει δολοφονίες – βρίσκεται παντού γύρω μας· κι εμείς προσπαθούμε απλώς να επιβιώσουμε. Οι γονείς των παιδιών που εκφοβίζουν δεν πρόκειται να ντραπούν· διότι είναι αυτοί που κλωτσούν (ή που σιωπούν όταν άλλοι κλωτσούν) ανθρώπους στο κεφάλι, που βαπτίζουν τους βιασμούς «δικαιολογημένους», που δεν διστάζουν να στοχοποιήσουν, να λιντσάρουν, να στιγματίσουν.
Κύριε Καπουτζίδη, μακάρι όλος ο κόσμος να άκουγε τα λόγια σας και να τα πίστευε πραγματικά – να τα έκανε δικά του. Μακάρι όλοι οι γονείς να ήταν σε θέση να πουν στα παιδιά τους ότι όχι μόνο δεν πρέπει να κοροϊδεύουν τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά αντιθέτως πρέπει να τα προστατεύουν και να τα υπερασπίζονται, όταν τα ίδια δεν μπορούν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Όμως, το μόνο που βλέπω – ζώντας μονάχα εικοσιένα χρόνια – είναι ανθρώπους γεμάτους με μίσος και θυμό. Κι ίσως ένας από τους επόμενους στόχους τους να είμαστε εμείς.
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Σπουδάζει στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο. Αφοσιώθηκε από μικρή ηλικία στη λογοτεχνία – τόσο ως αναγνώστης όσο και ως δημιουργός. Στα εφηβικά του χρόνια ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την αρθρογραφία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τον χώρο των εκδόσεων και δύο βιβλία του έχουν εκδοθεί.