Της Άννας Κανάκη,
Την προηγούμενη εβδομάδα (20-22/12) πραγματοποιήθηκε το Ετήσιο Συνέδριο, που οργανώνεται από την Ελληνική Εταιρία Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων, για το 2018. Το θέμα του φετινού συνεδρίου ήταν τα «δικαιώματα του ανθρώπου: από την αναγόρευση στη διεκδίκηση», εν όψει της επετείου 70 χρόνων από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ).
Στόχος του τριήμερου συνεδρίου, που φιλοξενήθηκε τόσο στο Υπουργείο Εξωτερικών όσο και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ήταν η έκθεση των κινδύνων που διατρέχουν τα ανθρώπινα δικαιώματα σήμερα και ο προβληματισμός πάνω στην ουσιαστική εφαρμογή τους παντού στον κόσμο. Τα σημαντικότερα λοιπόν από τα θέματα που συζητήθηκαν ήταν το πώς γεννιούνται και προστατεύονται νομοθετικά τα δικαιώματα σε συμβατικό και διακρατικό επίπεδο, η νομική τους φύση και η αντιμετώπισή τους από τον δικαστή σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Απολύτως ενδιαφέρουσες ήταν όμως και οι θεωρήσεις πάνω στις ειδικότερες εκφάνσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, σε επίπεδο μεταναστευτικό, διαδικτυακό, περιβαλλοντικό, ως και αεροπορικό.
Το συνέδριο έληξε με σκέψεις και προβληματική σχετικά με το μέλλον -φωτεινό ή ζοφερό; – των δικαιωμάτων, από κορυφαίους ανθρώπους της σκέψης, τους κκ Γιανναρά, Δουζίνα, Πανούση, Δρακονταειδή, σε μια συζήτηση συντονιζόμενη από τον κ. Μεταξά, ενώ η καταληκτική –όπως και η εναρκτήρια- ομιλία άνηκε στον πρόεδρο της Εταιρίας, καθηγητή και πρέσβυ κ Στ. Περράκη. Εκλεκτοί ομιλητές του συνεδρίου, ήταν, μεταξύ πολλών άλλων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπιος Παυλόπουλος, οι βουλευτές Γ. Κατρούγκαλος, Α. Τζανακόπουλος και η Τιτίνα Λοϊζίδου.
Το πιο συγκινητικό και εντυπωσιακό, στα μάτια μιας νεαρής φοιτήτριας, ήταν το πώς τόσοι επιστήμονες του χώρου των διεθνών και δημοσίων θεμάτων συγκεντρώθηκαν, για να συζητήσουν επί 3 ημέρες για το μέλλον του κόσμου μας. Μια τέτοια διαπίστωση είναι τουλάχιστον ανατριχιαστική: τα ανθρώπινα δικαιώματα κινδυνεύουν, αλλά κανείς μας δεν φαίνεται να το παρατηρεί. Και όμως σε μια σχεδόν κινηματογραφική συνάντηση των Ελλήνων «σοφών» του διεθνούς δικαίου, ατόμων σκεπτόμενων, αλλά κυρίως ανθρώπων, με φόβους και ελπίδες για το μέλλον του κόσμου, όλοι αυτοί οι προβληματισμοί και οι πιθανές λύσεις μεταδόθηκαν όσο πιο κατανοητά γινόταν σε ένα ακροατήριο απολύτως καθημερινών και συνηθισμένων ανθρώπων, ανθρώπων που έφτασαν εκεί ελπίζοντας να καταλάβουν λίγο καλύτερα τι συμβαίνει στον κόσμο. Αλλά αυτή είναι η πεμπτουσία και ο τελικός στόχος –το τέλος- νομίζω, της γνώσης: το να μεταδίδεται. Το να επικοινωνείται. Να μην περιορίζεται σε έναν κλειστό κύκλο λίγων και εκλεκτών, αλλά να δίνεται η δυνατότητα στους ανθρώπους που ενδιαφέρονται, να γίνουν και εκείνοι κοινωνοί της. Ακριβώς για αυτόν το λόγο τα συνέδρια αυτού του είδους είναι κοιτίδες γνώσης, επειδή η γνώση μετέρχεται στους ανθρώπους με τη συζήτηση, την ανταλλαγή απόψεων, τον από κοινού προβληματισμό, την έγερση ερωτήσεων και την προσμονή απροσδόκητων απαντήσεων, τη διαφωνία, που είναι η δημιουργός δύναμη κάθε φωτεινής ιδέας. Έτσι ακριβώς τέτοιου είδους συνέδρια «τραβούν την κοινωνία μπροστά». Ανεπαίσθητα ίσως, αλλά αποφασιστικά και σταθερά.
Πολύ περισσότερο το συνέδριο αυτό δεν ήταν μια συνάθροιση σοφών, ειδικευμένων στον τομέα του ο καθένας, που συζητούσαν θέματα απόλυτα ειδικά που ενδιαφέρουν μόνο αυτούς. Αντιθέτως, ο λόγος ήταν στο σύνολό του για διεθνή θέματα μεν, που απασχολούν κάθε υπεύθυνο πολίτη δε. Αλίμονο αν το περιβάλλον, το διαδίκτυο, η τρομοκρατία και η δημοκρατία εν γένει αφορούν μόνο ομάδες θεωρητικών, τεχνοκρατών ή αρχηγών κρατών. Κάθε πολίτης έχει δικαίωμα και υποχρέωση στην πλήρη και αντικειμενική γνώση τους. Άμεση συνέπεια της γνώσης αυτής είναι το ξεκίνημα μιας κουβέντας για δικαιώματα. Αλλά η κουβέντα αυτή δεν θα είναι εύκολη. Γιατί γρήγορα θα φτάσουμε στη διαπίστωση ότι ο κόσμος μας είναι δύο ταχυτήτων.
Στο μισό πλανήτη έχουμε ήδη φτάσει να συζητούμε και να νομοθετούμε για την τρίτη γενιά δικαιωμάτων, τα κοινωνικά, που προϋποθέτουν κοινή συν-δράση των κρατών με την κοινωνία των πολιτών (πχ δικαίωμα στην αλληλεγγύη). Στον άλλο μισό, (ή μεγαλύτερο του μισού) αμφισβητείται έντονα και σε ρεαλιστικές βάσεις το κατά πόσο εφαρμόζεται ή έστω μπορεί να εφαρμοστεί η πρώτη γενιά δικαιωμάτων, τα πιο βασικά και απαραίτητα για την ανθρώπινη συμβίωση, το δικαίωμα στη ζωή, στην τροφή, στην ιδιοκτησία. Σ’ έναν κόσμο τόσο πρόδηλα και άδικα διαιρεμένο, είναι εγωιστικό να ομφαλοσκοπούμε, να εμμένουμε στο ειδικό –αυτό που επιλέγουμε να γνωρίζουμε- και να κλείνουμε κυριολεκτικά τα μάτια στις εικόνες που συζητούν το τι συμβαίνει έξω από τη γυάλινη σφαίρα μας.
Αφού τα διαπιστώσουμε όλα αυτά, καταλαβαίνουμε ότι οι άνθρωποι που συνεχίζουν να προβληματίζονται και να ανησυχούν για το μέλλον της κοινωνίας μας είναι τα γρανάζια των μηχανών της. Και όταν οι άνθρωποι αυτοί δέχονται να λάβουν το βήμα του δημόσιου λόγου και να μοιραστούν τους προβληματισμούς τους, να ξεκινήσουν από έναν κοινό τόπο και να αποδείξουν ότι το μέλλον πρόκειται να είναι δυσοίωνο αν δεν λάβουμε περισσότεροι μαζί δράση, αξίζει να τους ακούμε. Το τελευταίο πάνελ ομιλητών, που εξήγησαν τι βλέπουν για το «μετά», ήταν άνω των 50 και 70 ετών, απευθύνονταν σε ένα κοινό από 19 ως 80 ετών και οι ερωτήσεις που δέχτηκαν έγιναν από ανθρώπους όλων αυτών των ηλικιών. Και μόνο αυτό το στοιχείο αρκεί για να δείξει πως στο συνέδριο εκείνο της Ελληνικής Εταιρίας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων κάτι πήγε πολύ καλά –οι ιδέες μεταδόθηκαν, οι σπόροι του προβληματισμού φυτεύθηκαν και οι πρώτες ερωτήσεις- γόνιμες αμφισβητήσεις ήδη ακούστηκαν.
Είναι 19 ετών και είναι δευτεροετής φοιτήτρια του τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Γνωρίζει αγγλικά,γερμανικά και γαλλικά και έχει συμμετάσχει σε πληθώρα φοιτητικών προσομοιώσεων και σεμιναρίων.