17.6 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΤο δίκαιο του κράτους vs το δίκαιο της Αγοράς

Το δίκαιο του κράτους vs το δίκαιο της Αγοράς

Του Μανώλη Στυλιανάκη,

Νωπές θαρρώ πως είναι ακόμα οι ιλαροτραγικές εικόνες του πρωθυπουργού, όταν με πομπώδες ύφος διατράνωνε προς πάσα κατεύθυνση πως θα χορέψει τις αγορές στο ταψί ή τις σπαραξικάρδιες μεγαλοστομίες στελεχών της αριστεράς, που διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους για τους πλειστηριασμούς των «λαϊκών σπιτιών» και πως με τον ερχομό τους στην εξουσία θα προστάτευαν την πρώτη κατοικία από τους «γύπες των αγορών». Λίγα χρόνια αργότερα, παρακολουθούμε τις μεταμορφώσεις μιας κυβέρνησης που από το «ΚΑΝΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΣΕ ΧΕΡΙΑ ΤΡΑΠΕΖΙΤΗ» έφτασε να νομοθετεί υπέρ πλειστηριασμών με διαδικασίες fast track, ποινικοποιώντας μάλιστα τις λαϊκές κινητοποιήσεις στα συμβολαιογραφεία. Εν τέλει, αποδεικνύεται πως ακόμα και οι πιο ξεροκέφαλοι αργά ή γρήγορα γονατίζουν έμπροσθεν της πραγματικότητας και όσο πιο ψηλά πετάς κανείς στους ροζ αιθέρες, τόσο μεγαλύτερη η πτώση τους και πιο εκκωφαντική η θλάση τους!

Όσοι έχουμε βγάλει το Λύκειο μπορούσαμε εύκολα να αντιληφθούμε την απάτη πίσω από την υποσχεσιολογία της τότε άφρονα αντιπολιτεύσεως και αυτό επειδή καταλαβαίναμε πως το απαγορεύουν τα μαθηματικά, όπως είχαμε διδαχθεί στο μάθημα «Αρχές Λογιστικής», αυτό που ονομάζεται «θεμελιώδης ταυτότητα της λογιστικής».

Σύμφωνα μ’ αυτήν την σχέση ισχύει: Ενεργητικό = ίδια Κεφάλαια + Παθητικό. Όταν μία τράπεζα χορηγεί ένα δάνειο συμβαίνουν ταυτόχρονα δύο πράγματα: Πρώτον, η τράπεζα εγγράφει ένα asset, το έντοκο δάνειο, για τον εαυτό της στην στήλη του Ενεργητικού, από το οποίο προσδοκά να βγάλει κέρδος με την είσπραξη των τόκων και συγχρόνως δημιουργεί ένα καταθετικό λογαριασμό, στην στήλη του Παθητικού, απ’ όπου ο δανειολήπτης μπορεί να κάνει ανάληψη των χρημάτων του δανείου του. Μπορεί λοιπόν μία τράπεζα να διαγράψει οριστικά και αμετάκλητα ένα δάνειο; ΌΧΙ ή μάλλον ΟΧΙ χωρίς ν’ αυτοκτονήσει. Ας δούμε τι γίνεται στον ισολογισμό μιας τράπεζας που προβαίνει σ’ αυτήν την κίνηση: Η διαγραφή δανείου συνεπάγεται απομείωση της αξίας του Ενεργητικού των τραπεζών, που σημαίνει ότι το πρώτο μέρος της εξίσωσης ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ= ΠΑΘΗΤΙΚΟ + ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ πρέπει να ελαττωθεί. Για να ισχύει όμως η εξίσωση, θα πρέπει να υπάρξει μείωση και στο δεξί μέρος της εξίσωσης. Το Παθητικό δεν μπορεί να μειωθεί, διότι ο δανειολήπτης έχει ήδη κάνει ανάληψη των χρημάτων του και το δάνειο δεν μπορεί ετεροχρονισμένα να ακυρωθεί, οπότε η ισορροπία θα επέλθει από τα «ίδια Κεφάλαια» των τραπεζών. Κάτι τέτοιο όμως θα ροκάνιζε την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και θα οδηγούσε στην καλύτερη των περιπτώσεων σε αυστηροποίηση των capital controls είτε στο απευκταίο σενάριο μίας τέταρτης ανακεφαλαιοποίησης με κούρεμα καταθέσεων, όπως έγινε στην Κύπρο. Έτσι λοιπόν αντιλαμβανόμαστε όλοι την εγκληματικά ανεύθυνη στάση όλων των λαϊκιστικών δυνάμεων, που κυριολεκτικά πατούν επί του πτώματος της ασθμαίνουσας κοινωνίας για αλλότρια μικροκομματικά οφέλη. Ανέκαθεν το εμπόριο ελπίδας κίβδηλων υποσχέσεων σωτηρίας προς το πόπολο ήταν μία κερδοφόρα μπίζνα για κάθε επιτήδειο που ήθελε να τζογάρει στην απελπισία και την αγραμματοσύνη του «κυριάρχου λαού». Ο πολιτικός που υπόσχεται σεισάχθεια δεν είναι ο καλός πολιτικός που διαγράφει χρέη, αλλά ο κακός πολιτικός που εξανεμίζει τους κόπους και τις αποταμιεύσεις του συνετού και φειδωλού νοικοκύρη, που αντί να πάρει δάνειο που δεν το σηκώνει η τσέπη του, μένει στο νοίκι. Πόσο κοινωνικά δίκαιο είναι αυτό;

Το συμπέρασμα είναι πως δεν υπάρχει τίποτα τζάμπα και αυτό που δεν πληρώνει ο ένας, θα το πληρώσει κάποιος άλλος, εν προκειμένω, ο αποταμιευτής, ο μικροκαταθέτης και οι μέτοχοι, δηλαδή όλοι οι φορολογούμενοι, αφού το ελληνικό δημόσιο κατέχει τραπεζικές μετοχές.

Αυτό βέβαια είναι το ένα σκέλος της φενάκης. Ο καλός και μη κοντόθωρος πολιτικός, όταν νομοθετεί και κυβερνά, οφείλει να εξετάζει τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο των ενεργειών του στο γίγνεσθαι. Ας υποθέσουμε ότι ένας πρωθυπουργός έχει την δύναμη να λύσει εξάπαντος το κουβάρι των κόκκινων στεγαστικών δανείων, ακυρώνοντας τους πλειστηριασμούς και διαγράφοντας όλες τις οφειλές των δανειοληπτών προς τις τράπεζες χωρίς αρνητικές συνέπειες. Σε πρώτο χρόνο, αυτό που θα δούμε είναι χαμόγελα ζωγραφισμένα σε χείλη δανειοληπτών, που τώρα κανονικά και με τον νόμο θα αθετήσουν τις υποχρεώσεις τους. Ενδεχομένως ν’ ακούσουμε και μερικές γκρίνιες από κάποια «χαϊβάνια» που πλήρωναν στην ώρα τους την δόση του δανείου τους ή από μερικούς σώφρονες πολίτες που μένουν στο νοίκι και δεν είχαν την φοβερή ιδέα να πάρουν δάνειο, ν’ αγοράσουν σπίτι  και ύστερα να τους το διαγράψει κάποιος Μεσσίας. Το δάνειο είναι μία προσδοκία κέρδους για την τράπεζα, καθώς περιμένει να επανεισπράξει τα χρήματά της πίσω συν τους τόκους. Εάν όμως το κράτος μπορεί να ακυρώνει τις δανειακές συμβάσεις ετσιθελικά, για ποιο λόγο μία τράπεζα να χορηγήσει χρήματα που δεν θα ξαναπάρει πίσω;  Ποιος από εμάς θα έδινε τα δικά του χρήματα σε κάποιον αφερέγγυο; Απλά την επόμενη φορά που κάποιος νεαρός νιόπαντρος  θα πάει στον γκισέ μιας τράπεζας να ζητήσει στεγαστικό δάνειο για ν’ αγοράσει μια “οικογενειακή φωλίτσα”, η τράπεζα θα του πει «Συγγνώμη, αλλά δεν χορηγούμε πλέον στεγαστικά δάνεια, γιατί φοβόμαστε ότι αν σας δώσουμε τα λεφτά μας δεν θα τα ξαναδούμε ποτέ!!». Μα δέχομαι να βάλω την υπογραφή μου, σε συμβόλαιο ότι θα τα επιστρέψω και αν δεν το κάνω βάζω υποθήκη το σπίτι, θα ανταπαντήσει ο εν δυνάμει δανειολήπτης, μόνο για να πάρει στη συνέχεια για απάντηση «Ναι, αλλά ποιος μας λέει ότι δεν θα καταφύγεις στα δικαστήρια να διεκδικήσεις ακύρωση του συμβολαίου, διαγραφή των οφειλών σου ή ακόμα χειρότερα να κάνεις χρήση του νόμου περί προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμό; Εμείς τι θα κάνουμε τότε; Κύριε συγγνώμη, αλλά για λόγους έλλειψης εμπιστοσύνης και απουσίας συναλλακτικών ηθών δεν χορηγούμε πλέον στεγαστικά δάνεια!!!».

Έτσι λοιπόν ένας νόμος που μ’ ένα άρθρο σώζει τα σπίτια μερικών, καταδικάζει μια στρατιά ανθρώπων, που πλέον δεν θα έχουν την δυνατότητα να μοχλεύσουν πόρους για να αγοράσουν το δικό τους σπίτι.  Κάτι τέτοιο θα χτυπήσει την ζήτηση για αγορά κατοικίας. Για ποιο λόγο να χτίζονται σπίτια αν είναι να μένουν απούλητα, αφού ο περισσότερος κόσμος δε θα έχει χρήματα για να τα αγοράσει. Ο κλάδος της οικοδομής θα καταρρεύσει, ελλείψει χρηματοδότησης από τον τραπεζικό κλάδο, στέλνοντας στην ανεργία μία σειρά επαγγελμάτων και επαγγελματιών που συνδέονται με την οικοδομή. Χάρη στις τράπεζες πολλοί συνάνθρωποί μας έβαλαν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους και απέκτησαν ένα περιουσιακό στοιχείο για να το κληροδοτήσουν στα παιδιά τους. Τώρα μόνον οι πλούσιοι και όσοι αποταμιεύουν όλοι τους τη ζωή θα μπορούν ν’ αγοράσουν, αφού η κάνουλα της στεγαστικής εμπιστοσύνης θα έχει κλείσει. Γιατί να μπαίνουμε λοιπόν στον κόπο και να ξοδεύουμε λεφτά σε συμβολαιογράφους, αφού εν τέλει δεν έχουν κάποια αξία και η υπογραφή που βάζουμε έχει απλά διακοσμητικό χαρακτήρα;

Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα και σε περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με μία επαρκώς λιμπερταριανή κοινωνία που σέβεται την έννοια του συμβολαίου και όπου τα δικαστήρια είναι επιφορτισμένα μόνο με την εκτέλεση των συμβάσεων όπως έχουν καταρτισθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν ασχολούνται με την εκ των υστέρων αναθεώρησή τους, ίσως υπάρχει ένα «παραθυράκι». Εάν ο τύπος του προηγούμενου παραδείγματος επιμείνει πεισματικά παρακαλώντας για ένα δάνειο, ν’ αποκτήσει κι αυτός μία οικογενειακή εστία, η τράπεζα απλά στο συμβόλαιο θα βάλει σχετική ρήτρα ότι ο δανειολήπτης παραιτείται των οποιοδήποτε δικαιωμάτων προστασίας που του προσφέρει ο νόμος, εκχωρώντας στην τράπεζα το δικαίωμα να μεταχειριστεί κάθε μέσο για την διεκδίκηση του κεφαλαίου της. Ο ίδιος ο αιτών δάνειο, έχοντας γνώση του τι υπογράφει και ως ένδειξη καλής θελήσεως ενός ανθρώπου που δεν έχει διάθεση να κερδοσκοπήσει εις βάρος της τράπεζας, λογικά θα υπογράψει την σχετική ρήτρα πως σε περίπτωση αδυναμίας εξυπηρέτησης των δανειακών του υποχρεώσεων αποποιείται της όποιας προστασίας του παρέχει ο νόμος και δεν θα κινηθεί δικαστικά εναντίον της τράπεζας, η οποία πλέον θα μπορεί να υπερκεράσει τα όποια εμπόδια του νόμου, καθώς σε τίποτα δε διαφέρει ένας αχρησιμοποίητος νόμος από έναν ανύπαρκτο ή καταργηθέντα νόμο. Το δικαστήριο θα αναγνωρίσει την από κοινού συμφωνηθείσα ρήτρα, ως μηχανισμό διαχείρισης ρίσκου και τα χέρια του θα είναι δεμένα ως προς την εφαρμογή της σύμβασης, καθώς ο δανειολήπτης δεν θα μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ήξερε τι υπέγραφε ή δεν είχε λάβει γνώση! Η ίδια η αγορά θα ακυρώσει τον νόμο στην πράξη, καθιστώντας την οιαδήποτε «νομική πρόνοια» νεκρό γράμμα χαραγμένο σ’ έναν χαρτοπολτό! Όπως βλέπουμε η κατανομή των δικαιωμάτων που κάνει η αγορά, δηλαδή τα ίδια τα έλλογα οικονομικά υποκείμενα, είναι ισχυρότερη από τη θεσμική κατανομή τους από τον νόμο και αυτό, διότι τα άτομα ξέρουν το συμφέρον τους καλύτερα απ’ ότι μία απρόσωπη γραφειοκρατία! Βέβαια, το κράτος μπορεί και πάλι να μην αναγνωρίσει την σύμβαση και με τη βία να επιβάλει αυτό που θέλει μ’ ένα νόμο και ένα άρθρο, αλλά έτσι οδηγούμαστε στο καταστροφικό σενάριο της προηγούμενης παραγράφου.

Ποιο είναι λοιπόν το απόσταγμα της συζήτησης: α) Το κράτος δεν πρέπει και δεν μπορεί να ρυθμίσει την αγορά δίχως παράπλευρες απώλειες ανυπολόγιστου μεγέθους β) Ό,τι κι αν κάνει το κράτος, η αγορά πάντα θα βρίσκεται ένα βήμα μπροστά. γ) Τέλος, οι έντιμοι και ευπόληπτοι άνθρωποι προσέχουν πού βάζουν την υπογραφή τους και την τιμούν όταν την βάζουν!

Μανώλης Στυλιανάκης

Γεννήθηκε στην Κρήτη και είναι τελειόφοιτος φοιτητής Φαρμακευτικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πολιτικές υγείας και φαρμακευτικής περίθαλψης. Ακραιφνής Φιλελεύθερος και υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με το Debate και το MUN, έχοντας συμμετάσχει σε σχετικούς διαγωνισμούς και προσομοιώσεις. Αγαπημένο ρητό: «Όσο αξίζει ένα άτομο, δεν αξίζει ο κόσμος όλος!»

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ